Αφιέρωμα στην πιο διάσημη γειτονιά της Αθήνας
Το Κολωνάκι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τις ταράτσες του. Το πιο αληθινό πράγμα στο Κολωνάκι είναι η μεγάλη του βεράντα – ο Λυκαβηττός. Ακουμπάει αναπαυτικά την πλάτη του στους θυσάνους από τα πεύκα του λόφου και κάθεται, καλομαθημένο και τεμπέλικο, κι αγναντεύει την πόλη. Στα έγκατα, κάτω, στα στενά του δρομάκια, στις μισοσπασμένες πλάκες, σε ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλάκια και τρύπες, συμβαίνει η ταπεινή του ζωή με ένα γουργουρητό παλιάς μηχανής – αλλά πάνω, στις ταράτσες του Κολωνακίου, απλώνονται οι παροικούντες. Έχουν ήλιο όλη τη μέρα και βλέπουν την Αθήνα, ένα νησί μπροστά τους με τον Παρθενώνα σαν μπισκότο στην κορυφή. Και μετά φτάνουν το βλέμμα πέρα Πειραιά, Γλυφάδα, βουτάνε στη θάλασσα και πάλι ακόμα παραπέρα, Αίγινα και Σαλαμίνα.
Δεν είναι τυχαίο που η εκ διαμέτρου αντίθετη στο Κολωνάκι πλευρά του Λυκαβηττού –τα απομεινάρια της Νεάπολης και των Αμπελοκήπων, η Αρματολών & Κλεφτών– δεν έχει γίνει τίποτα. Έχει μόνο τη δροσιά του πράσινου να απολαμβάνει και το βουητό της Αλεξάνδρας. Και τα Χριστούγεννα, για κάποιο λόγο έχει τα πιο φορτωμένα στολισμένα μπαλκόνια της Αθήνας αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Πίσω στο Κολωνάκι, οι περισσότερες ταράτσες είναι πριβέ. Είναι το τελευταίο προπύργιο της παλιάς του αποκλειστικότητας. Αφού η πλατεία και οι συμβολές του έχουνε γίνει μικρές καφετέριες - κολυμβήθρες του Σιλωάμ για τον κάθε πικραμένο, τότε οι ταράτσες θα μείνουν «no entry», σνομπ, μεγαλωμένες με αναμνήσεις, περιποιημένες. Έχουν ξασπρίσει από τον ήλιο, οι περισσότερες έχουν πισίνες, μερικές και ξύλινο ντεκ, έχουν λεκέδες από παλιά πάρτι κι ωραία μυστικά χυμένα στα πλακάκια τους.
Η ωραιότερη ταράτσα της Αθήνας είναι αυτή του St.George Lycabettus Boutique Hotel. Το Suite Lounge στον 6ο όροφο είναι το νέο στέκι, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ο ωραιότερος, σινεμασκόπ ίλιγγος που μπορείς να απολαύσεις με ένα απεριτίφ στο χέρι ή ένα κεφτεδάκι finger food, ενώ ο ήλιος δύει.
Αυτή την αίσθηση της αποκλειστικής βεράντας θα προσφέρει και το περιβόητο συγκρότημα πολυτελών διαμερισμάτων, το μικρό διαστημόπλοιο One Athens που είναι επιτέλους έτοιμο, στα κτίρια του παλιού Δοξιάδη, και ετοιμάζεται να ανοίξει τις πύλες του – από την πλευρά του περιφερειακού στην Ηλία Ρογκάκου αλλά και από κάτω, πάνω στις πιο δύσκολες στροφές του Κολωνακίου: τέρμα Δημοκρίτου, ζιγκ ζαγκ στη Στρατιωτικού Συνδέσμου, στα σκαλάκια της Λυκαβηττού, και Χέρσωνος. Είναι το σημείο που ακόμα και τα πιο έμπειρα ψηλοτάκουνα μπορούν να χάσουν την ισορροπία τους. What an excellent challenge.
Κάθε μέρα κοντοστέκομαι στην αρχή της Δοξαπατρή, στα κάγκελα του ευάερου 14ου Δημοτικού Σχολείου, του Πικιώνη, έργο του 1932. Καμαρώνω τις μικρές του ταράτσες. Κάθε τάξη έχει το δικό της πλατό, το ένα πάνω και δίπλα στο άλλο, ξεδιπλώνονται σαν γιαπωνέζικο πολύπτυχο, λυσσάνε επάνω τους τα πιτσιρίκια, φωνές, τρεχάλα, ήλιος, θέα, όλη η Αθήνα στα πόδια τους να την καταβροχθίσουν, να τη βάψουν, να την μπογιατίσουν, να την γκρεμίσουν και να την ξαναχτίσουν. Η πίσω πλευρά του σχολείου, με τις μπασκέτες, ακουμπάει στα χωμάτινα στήθια του λόφου. Ξεπέταξε αυτές τις μέρες ο Λυκαβηττός, κάτι κίτρινα και λευκά ανθάκια και παπαρούνες, φούντωσαν μέσα στο σχολείο, πήραν λίγο κόκκινο χρώμα οι μύτες των μικρών, έβαλαν και οι γάτες μια νότα φρεσκάδας στα τσίσα τους.
Έτσι σκάει η άνοιξη στο Κολωνάκι, με μικρά παρασιτικά φυτάκια και πρασινάδες που ξεφυτρώνουν απρόσκλητα σε μικρές γωνιές του σφηνωμένα. Υπάρχουν μικρές χαράδρες, μικροί γκρεμοί δίπλα σε σπίτια, κρυφά πράσινα περάσματα, μονοπάτια ανάμεσα από πέτρες, ακατοίκητα και ξεχασμένες είσοδοι φραγμένες με συρματόπλεγμα, κι εκεί μέσα συμβαίνει το πράσινο. Και φυσικά στις νεραντζιές του: για πάντα Χριστούγεννα. Κυρίως αυτές που μένουν άθικτες από πριόνια δημάρχων και φορτωμένες φωσφοριζέ πορτοκαλί καρπούς σε δρόμους όχι πολύ ταλαιπωρημένους, όπως ας πούμε η Φωκυλίδου και τα πέριξ στενά.
Μέσα από αυτά τα στενά και τα σκαλάκια κόβαμε δρόμο παλιά, όταν άρχιζε κανένα ξύλο ή κυνηγητό στα Εξάρχεια. Τρέχαμε για να βγούμε στην Κλεομένους, παίρναμε λαχανιασμένοι την Αθηναίων Εφήβων (γειά σου, Μελίνα) κι από κει κατηφόρα στην Πλατεία Μαβίλη, που κάναμε τέρμα. Τώρα ποιος τρέχει.
Τώρα κατεβαίνω προσεχτικά τις κατηφόρες, όλες παλιά ρέματα από τα νερά που κατέβαζε γάργαρα ο Λυκαβηττός και ύστερα, αρχές του 20ού αιώνα, μπαζώθηκαν. Είχαν ονόματα τύπου ο Βοϊδοπνίχτης – ενώ τώρα λέγονται Δημοκρίτου, Ομήρου, Πινδάρου, τέτοια κομψά, καμία πιθανότητα να μπορεί να τα θυμάται ένας τσέλιγκας. Οι γιδοβοσκοί έφυγαν θεωρητικά, και έμειναν αυτές οι κατηφόρες που κρύβουν ωραία ημιυπόγεια – το άλλο χαρακτηριστικό του Κολωνακίου. Μισοχωμένα στη γη καταφύγια. Εύκολα, φθηνά και διακριτικά διαμερισματάκια. Παλιά, στα 70s και στα 80s, το Κολωνάκι έκρυβε τους καλύτερους γαμιστρώνες της πόλης. Βόλευε. Πηδιόταν και πιο πολύ ο κόσμος… Ύστερα έγιναν γκαλερί, απλώθηκαν, «πήραν και το δίπλα», μερικά έγιναν δισκοπωλεία ή ακριβές πατισερί. Ή «επιδιορθώσεις – μεταποιήσεις ενδυμάτων». Ένας από τους πιο γνωστούς μεταποιητές είναι ο Σπύρος, σημάδι το κατακίτρινο ψαλίδι της βιτρίνας του ανεβαίνοντας τη Δημοκρίτου αριστερά. Ναι, ακόμα και το Κολωνάκι μεταποιεί ρούχα. Μικρή, ζεστή λεπτομέρεια, ωωω, έλα μωρέ, τι καλό, πόσο ανθρώπινα αυτά τα ντεσού. Ο Σπύρος όμως λέει ασυγκίνητος ότι έχει πέσει η δουλειά γιατί τις περισσότερες μεταποιήσεις του τις έδιναν τα ακριβά ρουχάδικα, τα οποία έκλεισαν.
Κι ενώ στον υπόλοιπο δρόμο ανοιγοκλείνουν σαντουιτσάδικα, το γωνιακό με την Αναγνωστοπούλου ημιυπόγειο έγινε εδώ και λίγες εβδομάδες μία φωτεινή, γυάλινη γκαλερί με τον τίτλο Can από τη Χριστίνα Ανδρουλιδάκη. Η ίδια είναι χαμογελαστή, ευχάριστη, γλυκιά, φωτογραφίζεται δίπλα στα έργα των Versaweiss που εκθέτει (πειραγμένες φωτογραφίες από τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ), με έναν αέρα από το παλιό, καλό Κολωνάκι, όταν ακόμα οι bohemians κυκλοφορούσαν στους δρόμους με βυνίλια κάτω από τη μασχάλη και κοτλέ ημίπαλτα. Ο τίτλος της έκθεσης είναι μία ατάκα της Diana Vreeland: «Elegance is refusal». Καλύτερα δεν θα μπορούσε να ειπωθεί.
Ασυναίσθητα θέλω να στρίψω δεξιά και να μπω στο παλιό, ποτισμένο ιδρώτα Alexander’s που τώρα είναι ένα βλοσυρό, σκονισμένο τίποτα. Στις σκάλες του έχουν κατρακυλήσει άνθρωποι και βάτες, ένα πρωί βρήκαμε και τον Πατρίκ να κοιμάται εκεί από κάτω, τύφλα μεθυσμένο, τον ψάχναμε όλο το βράδυ ενώ αυτός είχε φάει απλώς χυλόπιτα στο dance floor, το πήρε βαριά και την έπεσε όπου βρήκε. Δεν υπάρχουν πιά τέτοιες ιστορίες στην Αναγνωστοπούλου ούτε και στην Τσακάλωφ, από εκείνες που γέμιζε το Aleko’s Island, αυτών που κάθονταν μ’ ένα μπουκάλι μπίρα (butch) στις υπόγειες, κυκλαδίτικες πεζούλες του. Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος μπαρ, κυλούσαν με τα κινούμενα φώτα όλοι κάνοντας bar hopping, συναντήσεις κλείνονταν στα ενδιάμεσα, άνοιγαν οι πόρτες κι άκουγες τις μουσικές του Τάκη Τσαντίλη να ξεχύνονται με βαρύ ντουπ-ντουπ, ανέβαινες στον όροφο του Βελουδάκη, κατέβαινες ξανά, και πάλι πάνω, Market, Θα Σε Κάνω Βασίλισσα, όλοι όλα. Και στις 3 τα χαράματα ο Παλαμίδας να τραγουδάει την ψηλότερη κορόνα του «Σαμποτάζ», το υπέροχο ουρλιαχτό του να κάνει τις καμπάνες του Αγίου Διονυσίου να τρέμουν από ηδονή.
Σήμερα η Δημοκρίτου πασχίζει να διατηρήσει την τραυματισμένη της αξιοπρέπεια. Το παλιό, αγαπημένο Oasis (με τις παράξενες, ωραίες κονκάρδες και τα 50s γυαλιά) έχει κλείσει. Στη χαλασμένη επιγραφή του με την art deco γυναικεία φιγούρα, κάποιος της έχει γδάρει τα μάτια. Ανεπίδοτοι λογαριασμοί χωμένοι ανάμεσα στα κάγκελα της σιδεριάς. Δίπλα, στην είσοδο του Δημόκριτου, του Γιατρού της Πείνας, με κόκκινο μαρκαδόρο γραμμένο στον τοίχο: «Λόγω της οικονομικής κρίσεως αδυνατούμε να λειτουργήσουμε. Δημόκριτος. Ευχαριστούμε τους πελάτες μας που 40 χρόνια μας στηρίξανε».
Απέναντι, διατηρημένο και πιστό στο δαντελένιο του ρομαντισμό, το Studio Εβίτα συνεχίζει να πουλάει νοσταλγική εσάνς, κούκλες, πορσελάνες και κεντίδια. Και πιο κάτω, ο άρχοντας Parthenis, η γωνία με τα μίνιμαλ ριχτά ρούχα, με μονομπλόκ χρώματα μίας ελάχιστης και με άποψη παλέτας, μία διαχρονική γραμμή που δεν έχει χάσει τίποτα από την αρχιτεκτονική της φρεσκάδα όπως και ο ίδιος, κέρβερος φύλακας της αίγλης του δρόμου. Πάντα εκεί, ενίοτε και με την κόρη-Ορσαλία, ανάμεσα στα new wave μανεκέν βιτρίνας. Καυστικός, σπινθηροβόλος, ευγενής, άμεσος, το ζωντανό «λεξικό του Κολωνακίου». Μερικές φορές θέλω να μείνω εκεί λίγο παραπάνω, περιμένοντας ότι ίσως θα φανεί η Λάουρε ντε Νίγκρις.
Δηλαδή παθαίνω συνειρμό για το τρίτο χαρακτηριστικό του Κολωνακίου: τους fashionistas. Την παλιά σχολή που ακόμα διατηρεί εκεί δεσμούς, ατελιέ, μοδιστράδικα, στέκια και προμηθευτές. Τα προηγούμενα 30 χρόνια οι δρόμοι γέμιζαν με στιλίστριες – ή μάλλον βοηθούς, φορτωμένες σακούλες ή με το χέρι ψηλά να τρέχουν κρατώντας μέσα σε νάιλον, ιερές φρεσκοραμένες τουαλέτες σε κρεμάστρα για να προλάβουν το shooting και το γύρισμα. Η Ρούλα δεν αστειευόταν. Ήταν γρήγορες, μασούσαν τσίχλα, φορούσαν ωραία γυαλιά ηλίου και σταματούσαν έξω από τα μαγαζιά για πουν ένα γρήγορο γειa στις φίλες πωλήτριες που κάπνιζαν στην είσοδο. Πόσο γρήγορα έτρεχαν οι άνθρωποι τότε. Πόσο εύκολα είχαν μάθει να ελίσσονται ανάμεσα από τα διπλοπαρκαρισμένα τζιπ και τα μισθωμένα ταξί με αναμονή. Σήμερα κανένας δεν κάνει στάιλινγκ σε άλλους. Κάνει ο καθένας το δικό του. Τα θύματα της μόδας είναι διάσπαρτα στην πόλη και έχουν μπλογκς, ράβονται μόνες τους, στήνουν μπαζάρ και κινούνται ελάχιστα αλλά ξέρουν τις σωστές διευθύνσεις. Ανιχνεύουν την πολυτέλεια και το class.
«Να πας στο Femme Fatale» μου είπανε, «στη Φωκυλίδου 7Β. Έχει παπούτσια αποκλειστικά για χορό, κατασκευασμένα στο χέρι. Hecho a mano». Βρίσκομαι σε ένα κομψό, μίνιμαλ ημιυπόγειο. Σατέν και λουστρινένια tango shoes εκτίθενται αραιά, σαν πολύτιμα φαμπερζέ επάνω στα ράφια. Οι κυρίες του Femme Fatale αναλαμβάνουν κάθε σχέδιο, όλα είναι tailor made, ειδικεύονται ακόμα και σε ρούχα tango. Όλα είναι σαν μικρά, πολυτελή δράματα πάθους σε έναν κομψό κόσμο. Ακριβώς απέναντι, στην γωνιακή, κυκλική, πορτοκαλί πολυκατοικία ένας μαύρος μαρκαδόρος έχει γράψει στον τοίχο το δικό του elegant δράμα: ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. – Μη βιάζεσαι, υπάρχει ουρά, του έχουν απαντήσει.
Επόμενο προπύργιο κομψότητας και class εγκεκριμένο από τoυς αφοσιωμένους γκουρού του στιλ είναι βέβαια το Mah-Jong της Κανάρη 14. Εγώ το αγαπάω γιατί εκεί βρίσκω όλα τα νέα-σημειωματάρια-μολύβια-τσάντες-θήκες-τα-πάντα Moleskines, μια και είναι ο εισαγωγέας τους, αλλά οι fashion victims μου είπαν να πάω να δω τα νέα σακάκια Kiton, χειροποίητα και prêt-a-porter, είναι λέει σαν ποιήματα. Και ναι, όντως είναι, μικρά pin stripes χαϊκού, κομψά τετράστιχα με ανεπαίσθητα καρώ σε μπλε-γκρι ελεφάν, η τέλεια εφαρμογή, το σωστό μέτρημα, τα βλέπω και ρουφάω την κοιλιά μου μέσα μέχρι να σκάσω.
Επόμενη στάση, πιο κοντά στη δική μου ποιητική, το Karpis Tatouage, στην Αριστοδήμου 2-4, τέρμα Ξενοκράτους, μικρό και έξυπνο, κοφτερό και καλοσχεδιασμένο, ένα σαλόνι για τατουάζ που άνοιξε πρόσφατα και φημίζεται για τις καλές του γραμματοσειρές και το «καλό κεντίδι». Αν ήμουν πιο λεπτός θα χτύπαγα ένα αριστούργημα που έχει να επιδείξει ο καλλιτέχνης, τον Μυστικό Δείπνο στη μέση, κάτω χαμηλά στην πλάτη κάποιου μερακλή. Αλλά με τα δικά μου stats θα χρειαζόταν να ζωγραφίσει τον Βλάχικο Γάμο.
Αποφασίζω να μη χτυπήσω τίποτα. Παίρνω πίσω την Ξενοκράτους προς το σπίτι. Τα απομεινάρια της λαϊκής δίνουν την άλλη, πιο ανθρώπινη εσάνς στο Κολωνάκι, όπως άλλωστε και τα κακά των σκύλων στα πεζοδρόμια, χαρακτηριστικό κάθε σικ αθηναϊκής γειτονιάς.