Οι γάμοι εκείνα τα χρόνια στην γειτονιά γινόντουσαν στο άψε σβήσε....
Δύο καρέκλες...ένα τραπέζι...ένα σιδερένιο κρεβάτι....
μια ντουλάπα με καθρέφτη...
το βρυσάκι με το καλημέρα επάνω για νήψιμο...και το μπαούλο με τα προικιά.
Ποιά προικιά τρομάρα τους ότι θα έφερναν οι συγγενείς άλλοι "εφοπλιστές"
του μεροκάματου αυτοί.
Το σταφανοκούτι όμως πάνω απ΄όλα όπου θα έμπαιναν τα στέφανα του γάμου
και θα το κρεμούσαν δίπλα στις εικόνες για να στεριώνουν την οικογένεια.
Κρατιόντουσαν δηλαδή από τα στέφανα του γάμου οι γυναίκες λές και αυτά
θα ήταν ικανά να κρατήσουν την οικογένεια.
Έλεγαν τότε....
"...να σου συστήσω το στεφάνι μου..."εννοούσε την γυναίκα του.
"...εγώ να πατήσω το στεφάνι μου;"και δεν το πατούσε ...κρατούσε τον λόγο του...απλά το πηδούσε.
Και έκλαιγε η φουκαριάρα όταν το καταλάβαινε...και προσευχότανε να γυρίσει
ο άπιστος και τα στέφανα στην θέση τους στο στεφανοκούτι δίπλα στα εικονίσματα.
Οι γεροντότερες έδιναν συμβουλές στις απατημένες....
"...υπομονή θα κάνει θα δείξει πάλι σε εσένα θα γυρίσει...εσύ είσαι το στεφάνι του...κανένα παιδί να κοιτάξεις να κάνεις για να τον δέσεις...."
Αυτός πηγαινοερχότανε σαν να μην συνέβαινε τίποτα και αγρίευε κι όλας...
"....δεν φτάνει που σε παντρεύτηκα ;"της έλεγε κάθε φορά...δηλαδή που την έκανε κυρία εννοούσε.
Και άκουγε η φουκαριάρα την συμβουλή και φρόντιζε και έκανε το παιδί
για να υποφέρει και αυτό αλλά και για να σηκώσει ακόμα ένα βάρος
η "κοινωνική πρόνοια"δηλαδή η γειτονιά.
πίσω στα παλιά