Και τυρανούσε το ζώο για το μεροκάματο...
Κρατούσε το ραβδί και το φόβιζε για να κάνει το νούμερό του
και να μαζέψει κανένα τάληρο από τους περίεργους.
Ήρθε στο χωριό ο αρκουδιάρης
ένας μαύρος γύφτος ξεδοντιάρης
λεύτερη κι ανέμελη η ψυχή του,
πέρα ως πέρα οι κάμποι είναι δικοί του.
Πώς καθρεφτίζονται τα όμορφα κορίτσια; Έι!
Και ο τσομπάνος πώς κρατάει την αγκλίτσα; Όπα!
Οι αφεντάδες πώς κτυπούν το κομπολόι, έι!
Και πώς κουρδίζουν το χρυσό τους το ρολόι;
Παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι
όταν αυτουνού του κάνει κέφι.
Κλήρο ν’ αποκτήσει δεν το νοιάζει
και γι’ αυτό σκλαβιά δεν δοκιμάζει.
Κ.ΒΙΡΒΟΣ