Οι πετροπόλεμοι υπήρξαν κάποτε μέρος της καθημερινότητας και της πραγματικότητας, όχι μόνον στην πόλη των Αθηνών αλλά σχεδόν σε όλες τις πόλεις της χώρας. Όσοι έγραψαν συνήθως αντιμετώπισαν το φαινόμενο από τη ρομαντική πλευρά του. Όπως και οι εγκυκλοπαίδειες που κατέγραφαν τον πετροπόλεμο ως «αθλητική παιδιά» που ήταν κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας. Ήταν ένα μέσον για την ανάπτυξη του αγωνιστικού πνεύματος των παιδιών, αλλά εξελίχθηκε σε βάρβαρο έθιμο. Ο πετροπόλεμος διεξαγόταν με πείσμα και πολλές φορές κατέληγε σε άγριες συμπλοκές, αλλά και σε βεντέτες όπου δεν έλειψαν και τα κανονικά όπλα! Οι τραυματισμοί ήταν συχνοί, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις θανάτων που προκαλούσαν τις αρχές να προσπαθήσουν, δεκάδες φορές, να καταστείλουν το φαινόμενο. Στην Αθήνα οι πετροπόλεμοι διεξάγονταν στις ακραίες συνοικίες της πόλης, όπως τα Πετράλωνα, το Βατραχονήσι, η Κυψέλη και τα Πυθαράδικα, αλλά και τους λόφους της. Η βάρβαρη αυτή «παιδιά» εξέλιπε σχεδόν οριστικά το 1910, ενώ γνώρισε μερικές τελευταίες αναλαμπές μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Η Γούβα, η “Σκοποβολή” στου Φιλοπάππου, οι περιοχές της Ακρόπολης και του Σταδίου ήταν οι συνήθεις τόποι ανάπτυξης των δυνάμεων του πετροπόλεμου. Ήταν ο πιο φτηνός απ’ τους πολέμους, αφού τα υλικά ήταν δωρεάν, έδινε τη χαρά της οξείας αντιπαράθεσης, βασικό συστατικό της ύπαρξης των παιδιών και των νέων κάθε εποχής και ακόμη περισσότερο της χαράς της νίκης. Εκείνη που ήθελε τους λιλιπούτειους πολεμιστές της Πλάκας και των Αναφιώτικων να επιτίθενται δυναμικά στους «εχθρούς» της Νεάπολης, του Κολωνακίου των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Φιλίππου. Υπήρξαν όμως εποχές που διεξάγονταν πραγματικές μάχες, με πολλούς τραυματίες και χρειαζόταν η δυναμική παρέμβαση της Αστυνομίας ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Το μαχητικό όργανο, η σφεντόνα ήταν γνωστό από την αρχαιότητα. Την αναφέρει ο Όμηρος, όπως και ο Στράβων ο οποίος θεωρεί ότι εισήχθη στην Ελλάδα από τους Αιτωλούς εναντίον των Επειών. Εξάλλου, όπως οι ακοντιστές έτσι καταγράφονται οι σφενδονήτες και οι πετροβόλοι. Αυτά όμως για την αρχαιότητα. Διότι στα νεότερα χρόνια οι περίφημοι αγυιόπαιδες προκαλούσαν σκάνδαλα με τη συμπεριφορά τους. Τη δεκαετία του 1880 δεν μπορούσε κανείς να απολαύσει τον περίπατό του στην Ακρόπολη «διότι και αυτή η ζωή των περιπατούντων δύναται να κινδυνεύση εκ των πανταχόθεν διασταυρουμένων λίθων ας ρίπτουσιν αι σφενδόναι των αντιμαχόμενων παιδίων», έγραφε ο πάντα γλαφυρός Ιωάννης Καμπούρογλου. Το κακό επεκτεινόταν και γύρω από τον Βασιλικό Κήπο, ενώ οι άγριοι πετροπόλεμοι προκαλούσαν και προβλήματα στον τουρισμό. Ένα τέτοιο περιστατικό καταγράφηκε το 1905. Ήταν η εποχή που οι ομηρικές μάχες των πετροπολεμιστών είχαν μεταφερθεί στην περιοχή γύρω από το μνημείο του Φιλοπάππου και το Θέατρο του Διονύσου. Ο αμέριμνος Άγγλος τουρίστας που ήθελε να θαυμάσει το Στάδιο από το ύψος του Αρδηττού έφαγε την πετριά στον κρόταφο. Τότε λήφθηκαν οργανωμένα μέτρα για την καταδίωξη όσων συμμετείχαν οργανωμένα στους πετροπόλεμους.
Η Γούβα, η “Σκοποβολή” στου Φιλοπάππου, οι περιοχές της Ακρόπολης και του Σταδίου ήταν οι συνήθεις τόποι ανάπτυξης των δυνάμεων του πετροπόλεμου. Ήταν ο πιο φτηνός απ’ τους πολέμους, αφού τα υλικά ήταν δωρεάν, έδινε τη χαρά της οξείας αντιπαράθεσης, βασικό συστατικό της ύπαρξης των παιδιών και των νέων κάθε εποχής και ακόμη περισσότερο της χαράς της νίκης. Εκείνη που ήθελε τους λιλιπούτειους πολεμιστές της Πλάκας και των Αναφιώτικων να επιτίθενται δυναμικά στους «εχθρούς» της Νεάπολης, του Κολωνακίου των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Φιλίππου. Υπήρξαν όμως εποχές που διεξάγονταν πραγματικές μάχες, με πολλούς τραυματίες και χρειαζόταν η δυναμική παρέμβαση της Αστυνομίας ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Το μαχητικό όργανο, η σφεντόνα ήταν γνωστό από την αρχαιότητα. Την αναφέρει ο Όμηρος, όπως και ο Στράβων ο οποίος θεωρεί ότι εισήχθη στην Ελλάδα από τους Αιτωλούς εναντίον των Επειών. Εξάλλου, όπως οι ακοντιστές έτσι καταγράφονται οι σφενδονήτες και οι πετροβόλοι. Αυτά όμως για την αρχαιότητα. Διότι στα νεότερα χρόνια οι περίφημοι αγυιόπαιδες προκαλούσαν σκάνδαλα με τη συμπεριφορά τους. Τη δεκαετία του 1880 δεν μπορούσε κανείς να απολαύσει τον περίπατό του στην Ακρόπολη «διότι και αυτή η ζωή των περιπατούντων δύναται να κινδυνεύση εκ των πανταχόθεν διασταυρουμένων λίθων ας ρίπτουσιν αι σφενδόναι των αντιμαχόμενων παιδίων», έγραφε ο πάντα γλαφυρός Ιωάννης Καμπούρογλου. Το κακό επεκτεινόταν και γύρω από τον Βασιλικό Κήπο, ενώ οι άγριοι πετροπόλεμοι προκαλούσαν και προβλήματα στον τουρισμό. Ένα τέτοιο περιστατικό καταγράφηκε το 1905. Ήταν η εποχή που οι ομηρικές μάχες των πετροπολεμιστών είχαν μεταφερθεί στην περιοχή γύρω από το μνημείο του Φιλοπάππου και το Θέατρο του Διονύσου. Ο αμέριμνος Άγγλος τουρίστας που ήθελε να θαυμάσει το Στάδιο από το ύψος του Αρδηττού έφαγε την πετριά στον κρόταφο. Τότε λήφθηκαν οργανωμένα μέτρα για την καταδίωξη όσων συμμετείχαν οργανωμένα στους πετροπόλεμους.
Η Αστυνομία αναγκάστηκε να διαθέσει σημαντική δύναμη για τη φύλαξη των αρχαιολογικών χώρων και των αξιοθέατων της πόλης. Σημειώθηκαν ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση απρόοπτα, αφού την πλήρωσε ο αστυνομικός κλητήρας που είχε αναλάβει τη φύλαξη του Θησείου. Συμμάχησαν οι ομάδες από τις γύρω γειτονιές και έβαλαν στο στόχαστρο το όργανο της τάξης!
Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο πετροπόλεμος μεταξύ των ομάδων των διαφόρων συνοικιών είχε μεταβληθεί σε πραγματική γιορτή. Από κάθε γωνιά της πόλης συναθροίζονταν ομάδες και διεξήγαγαν πραγματικές μάχες στους λόφους γύρω από το Στάδιο. Λίγο πριν επέμβει σημαντική δύναμη της χωροφυλακής για να επιβάλει την τάξη ήταν τόσος ο φανατισμός ώστε άρχισαν να συμμετέχουν και «άνδρες πωγωνοφόροι, όπλα φέροντες φονικά»! Εκδιώχθηκαν λοιπόν οι πετροβολιστές από την περιοχή του Σταδίου, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Απλά επέλεξαν ως πεδίο μάχης τα υψώματα της Ακρόπολης η μία ομάδα και του μνημείου του Φιλοπάππου η άλλη. Ώρες ολόκληρες διαρκούσε η «μάχη», ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το θέαμα παρακολουθούσαν και πολλοί ηλικιωμένοι χωρίς να αντιδρούν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο πετροπόλεμος μεταξύ των ομάδων των διαφόρων συνοικιών είχε μεταβληθεί σε πραγματική γιορτή. Από κάθε γωνιά της πόλης συναθροίζονταν ομάδες και διεξήγαγαν πραγματικές μάχες στους λόφους γύρω από το Στάδιο. Λίγο πριν επέμβει σημαντική δύναμη της χωροφυλακής για να επιβάλει την τάξη ήταν τόσος ο φανατισμός ώστε άρχισαν να συμμετέχουν και «άνδρες πωγωνοφόροι, όπλα φέροντες φονικά»! Εκδιώχθηκαν λοιπόν οι πετροβολιστές από την περιοχή του Σταδίου, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Απλά επέλεξαν ως πεδίο μάχης τα υψώματα της Ακρόπολης η μία ομάδα και του μνημείου του Φιλοπάππου η άλλη. Ώρες ολόκληρες διαρκούσε η «μάχη», ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το θέαμα παρακολουθούσαν και πολλοί ηλικιωμένοι χωρίς να αντιδρούν.
Άλλοι αναφέρουν ότι το έθιμο είχε τις ρίζες του στις διενέξεις μεταξύ των ντόπιων, των παλιών Αθηναίων και των εισβολέων από άλλες περιοχές της χώρας. Πολλοί περιγράφουν ομηρικές μάχες στους Στύλους του Ολυμπίου Διός αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου, πριν ακόμη κατοικηθεί η περιοχή. Ο αθηναιογράφος Κώστας Δημητριάδης σημειώνει πως το φαινόμενο άκμασε στα Πετράλωνα και διήρκεσε περίπου μια πεντηκονταετία. Χαρακτηρίζει δε τους πετροπόλεμους άγριους και εξοντωτικούς. Μπορεί τη δεκαετία του 1910 οι πετροπόλεμοι να έχασαν την αίγλη τους και το κυνηγητό της Αστυνομίας να απέδωσε καρπούς, ωστόσο συχνά πυκνά καταγράφονται πετροπόλεμοι και τις επόμενες δεκαετίες. Με αφορμή κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα, το πείραγμα της κοπέλας μιας γειτονιάς αναφέρονται συρράξεις ως εκφράσεις ακραίου τοπικιστικού πνεύματος.
Τις Κυριακές στις παρυφές του Φιλοπάππου γινόντουσαν «μάχες» στις οποίες επικρατούσαν πάντα οι δυναμικοί εκπρόσωποι του προσφυγικού συνοικισμού του Ασυρμάτου. Επίσης, αρκετοί αγώνες ποδοσφαίρου που διεξάγονταν μεταξύ τοπικών ομάδων στο γήπεδο του Φωστήρα κατέληγαν σε σφοδρούς πετροπόλεμους, με θύματα ακόμη και αστυνομικούς. Αλλά μαζί με τους χωματόδρομους εξαφανίστηκαν οριστικά και οι «μάχες» από τους δρόμους της πρωτεύουσας.
Τις Κυριακές στις παρυφές του Φιλοπάππου γινόντουσαν «μάχες» στις οποίες επικρατούσαν πάντα οι δυναμικοί εκπρόσωποι του προσφυγικού συνοικισμού του Ασυρμάτου. Επίσης, αρκετοί αγώνες ποδοσφαίρου που διεξάγονταν μεταξύ τοπικών ομάδων στο γήπεδο του Φωστήρα κατέληγαν σε σφοδρούς πετροπόλεμους, με θύματα ακόμη και αστυνομικούς. Αλλά μαζί με τους χωματόδρομους εξαφανίστηκαν οριστικά και οι «μάχες» από τους δρόμους της πρωτεύουσας.