ΑΘΗΝΑΙΚΗ 1935
Οι «βιρτουόζοι» των λαϊκών τραγουδιών−Συνθέται και τενόροι
Ο ανεπτυγμένος κόσμος έχει τας συναυλίας του και τα Ωδεία του, η μέση αστική τάξις την μουσική παραγωγή των διαφόρων οπερεττών και επιθεωρήσεων, η κατωτέρα λαϊκή τάξις τους λαϊκούς μουσικοσυνθέτας και τραγουδιστάς της. Εάν κάμετε ένα περίπατο το βράδυ στις λαϊκές συνοικίες και ιδίως στα διάφορα εξοχικά κέντρα, όπου γλεντούν οι λαϊκές τάξεις, θ’ αντιληφθήτε αμέσως ότι εκεί ο κ. Λαυράγκας και ο κ. Καλομοίρης ή ο κ. Σακελλαρίδης και ο κ. Χαιρόπουλος, για ν’ αναφέρωμε μονάχα ιδικούς μας μουσικοσυνθέτας, είνε τελείως άγνωστοι και ότι εκεί κυριαρχούν οι κ.κ. Καρίπης, Σαλονικιός, Μοντανάρης, Κλαπής, Πατεράκης, Τούντας, Ογδοντάκης και άλλοι. Ποιοι είνε αυτοί οι κύριοι μάς είνε αδιάφορον επί του παρόντος. Εκείνο που ημπορεί να λεχθή προκαταβολικώς είνε ότι χιλιάδες κόσμου σβύνουν τους καϋμούς των στους παθητικούς ήχους των λαϊκών τραγουδιών που λανσάρονται κάθε χρόνο απ’ αυτούς. Εκείνο κυρίως που ενδιαφέρει προς το παρόν είνε ότι οι άνθρωποι αυτοί, των οποίων το αποκλειστικόν έργον είνε να ρυθμίζουν την μουσικήν νοοτροπίαν της λαϊκής τάξεως, να ικανοποιούν το μουσικόν της αίσθημα και να διασκεδάζουν τας θλίψεις και τας στενοχωρίας της, έχουν μερικά αναμφισβητήτως σοβαρά και δίκαια ζητήματα, τα οποία δυστυχώς το Κράτος αρνείται ν’ αναγνωρίση.
ΠΩΣ ΕΙΝΕ ΩΡΓΑΝΩΜΕΝΟΙ
Οι μουσικοί των λαϊκών τραγουδιών μαζί με τους συνθέτας, τις χορεύτριες και τους τραγουδιστάς υπερβαίνουν εις όλην την Ελλάδα τας 10.000. Μόνον εις τας Αθήνας και τον Πειραιά ανέρχονται εις χιλίους περίπου, χωρίς να υπολογισθούν οι ανοργάνωτοι. Από του 1928 έχουν οργανωθή εις ιδιαίτερον Σωματείον υπό τον τίτλον «Σύνδεσμος μουσικών λαϊκού δημώδους άσματος Αθηνών και Πειραιώς η Αλληλοβοήθεια», το οποίον σήμερον διοικείται από τους κ. κ. Κωνστ. Τζόβενον-πρόεδρον, Κ. Μπρασιάνον-αντιπρόεδρον, Νικ. Κλαπήν γεν. γραμματέα, Στ. Τσιτσήν ταμίαν, Γ. Ζαχίλαν ταμίαν αλληλοβοηθείας και Γεράσιμον Τσιντηλάκην, Παράσχον Πατεράκην, Παν. Λιβεράκον, Γ. Δρίτσαν, Δ. Μπαρούς, Ν. Φουλάκην και Στυλ. Μπαρδήν συμβούλους.
Ο σκοπός του Σωματείου των είνε, όπως αναφέρει και ο τίτλος, η αλληλοβοήθεια. Και ημπορεί να πη κανείς ότι κανένα άλλο Σωματείον δεν εστηρίχθη στας ιδίας του δυνάμεις διά να επιτελέση τον σκοπόν του, όσον το Σωματείον των λαϊκών μουσικών. Έχει δαπανήσει μέχρι τούδε υπέρ τας 100.000 δραχμών διά να βοηθή μέλη του άπορα και ανίκανα προς εργασίαν χωρίς να τύχη αρωγής από κανένα, ούτε από τον Δήμον Αθηναίων, ο οποίος κάθε χρόνο μοιράζει τόσα βοηθήματα εις Συλλόγους και οργανώσεις αμφιβόλου ενίοτε κοινωφελούς σκοπού. Και το έχουν αυτό ως πικρόν παράπονον, το οποίον διατυπώνομεν ακριβώς διά να λάβη γνώσιν αυτού ο κ. Δήμαρχος.
ΤΑ ΚΥΡΙΩΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ
Άλλοτε οι μουσικοί των λαϊκών τραγουδιών ήσαν στο ζενίθ της δόξης των. Δεν υπήρχε εξοχικόν κέντρον, ταβέρνα και σπίτι ακόμα, που είχε γάμον ή άλλην εορτήν, που να μη εκαλούντο διά να προσφέρουν τας υπηρεσίας των. Ήλθαν όμως το ραδιόφωνον και ο φωνογράφος και τους εξετόπισαν από τον θρόνον τους. Και εκεί όπου άλλοτε η λαϊκή ορχήστρα του Καρίπη, του Σαλονικιού, του Τζόβενου και άλλων εγοήτευαν με τα νέα τραγούδια τους τους θαμώνας, σήμερα κυριαρχεί το μεγάφωνον. Και αυτό είνε κυρίως το ζήτημα που τους απασχολεί. Καθ’ ήν στιγμήν το Κράτος αποζημιώνει τους αμαξηλάτας, τους φρεατορύκτας, τους αρβυλοποιούς και όλους όσοι επλήγησαν καιρίως από την εισαγωγήν των νέων μέσων ανέσεως, διατί να μη αποζημιώση και τους μουσικούς των λαϊκών τραγουδιών, οι οποίοι επλήγησαν καιρίως από την εισαγωγήν των ραδιοφώνων και των φωνογράφων; Δεν θα ήτο άραγε δυνατόν να επιβληθή μία μικρά φορολογία εις όλα τα κέντρα και τα καταστήματα, που διατηρούν ραδιόφωνα και γραμμόφωνα, και από το προϊόν της φορολογίας αυτής να αποζημιωθούν οι μουσικοί των λαϊκών τραγουδιών; Είνε τόσον δικαία και τόσον λογική η αξίωσις αυτή των ενδιαφερομένων, ώστε αμφιβάλλομεν αν θα ευρεθή υπουργός που να την απορρίψη.
Και ως να μη αρκούσε το ότι οι επαγγελματίαι αυτοί υποφέρουν από τρομακτικήν ανεργίαν, λόγω του αγρίου συναγωνισμού του ραδιοφώνου και του γραμμοφώνου, έρχεται και η αστυνομία και περιορίζει τας ώρας εργασίας των εις βαθμόν, ώστε να μεταβάλλεται εις αμείλικτον διώκτην των. Και ενώ κυρίως τα κέντρα τώρα το καλοκαίρι είνε ανοιχτά μέχρι της δευτέρας πρωινής και μερικά μέχρι πρωίας, εις τους μουσικούς δεν επιτρέπεται να εργάζωνται πέραν της 11ης νυκτερινής. Δεν θα ήτο δυνατόν ο κ. υπουργός των Εσωτερικών να διατάξη να τους επιτρέπουν να εργάζωνται τουλάχιστον μέχρι της 1 μεταμεσονυκτίου ώρας; Είνε το δεύτερον και τελευταίον αίτημα των μουσικών λαϊκών τραγουδιών, που διατυπώνεται διά της «Αθηναϊκής» προς τον κ. Περ. Ράλλην, ο οποίος δεν πιστεύομεν ότι θα δυσκολευθή να το αποδεχθή.
Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
Αθηναϊκή, 26 Μαΐου 1935
Τα λαϊκά τραγουδάκια−Πώς τονίζονται και πώς λανσάρονται−Συνοδεία ορχήστρας
Τώρα το καλοκαίρι τα διάφορα λαϊκά εξοχικά κέντρα σπεύδουν να προμηθευθούν την απαραίτητη ορχήστρα, η οποία αποτελεί το κυριώτερον στοιχείον επιτυχίας για κάθε τέτοια επιχείρησι. Όταν οι παρέες των γλεντζέδων συμβή να αράξουν σε κανένα από τα κέντρα αυτά, δεν αρκεί μονάχα το «παυσίλυπον», όπως λέγουν οι καλόγηροι το ούζο διά να τους καθηλώση στο τραπεζάκι και διά να τους κάμη να ξεκουμπωθούν. Απαιτείται και ολίγο σαντούρι, λίγο κλαρίνο και λίγο ούτι. Και διά τούτο οι διάφοροι επιχειρηματίαι των λαϊκών εξοχικών κέντρων σπεύδουν μόλις μπη το καλοκαίρι εις αναζήτησιν της ορχήστρας. Μη φαντασθήτε ότι η εξασφάλισις μιας τέτοιας ορχήστρας αποτελουμένης από εκλεκτούς μύστας της λαϊκής μουσικής είνε εύκολον πράγμα. Χρειάζεται αγών ολόκληρος διά να επιτύχη κανείς την μίσθωσιν ενός καλού συγκροτήματος εις το είδος του. Ένας καλός βιολιστής από αυτούς, διά το κοινόν που τον ακούει, έχει την ίδια αξία που έχει για τους ανεπτυγμένους ένας Κούμπελικ. Και ένας καλός κυμβαλιστής αξίζει περισσότερον από ένα διάσημο πιανίστα αδιάφορον αν το σαντούρι παίζεται με πάνινα παπουτσάκια. Γνωρίζω ένα κέντρο, την «Γλυκειά Νανά» επί της οδού Τατοΐου, κοντά στην Ερυθραία της Κηφισιάς, που για να εξασφαλίση μια ορχήστρα τέτοια, με τον καλλίφωνο κυμβαλιστή Α. Μπαρούση εδέησε να διεξαγάγη ενός μηνός διαπραγματεύσεις.
Αλλ’ ας ιδούμε πρώτα ποιοι είνε αυτοί που λανσάρουν κάθε καλοκαίρι τα λαϊκά τραγούδια, των οποίων η δημοτικότης είνε τόση, ώστε να καταντήσουν και οι φωνογραφικές Εταιρείες να τα περνούν σε δίσκους.
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Άλλοτε τα λαϊκά τραγούδια τα τραγουδούσαν οι ίδιοι οι μουσικοί που καμμιά φορά συνέβαινε να είνε και οι συνθέται. Τα τραγούδια αυτά ως ποίησις φυσικά δεν έλεγαν τίποτε, όπως και σήμερα τα περισσότερα γράφονται με πολύ περιωρισμένο και φτωχό λεξιλόγιο. Ολίγη μπαρμπουνάρα, ολίγη κοκαΐνη, ολίγο σεβνταλή, ολίγη κουκλάρα και μερικά αχ βαχ φθάνουν για να κατασκευασθή ένα τραγούδι και να μελοποιηθή καταλλήλως. Και μολονότι πολλές φορές η μουσική καλύπτει τα ελαττώματα της ποιήσεως, εν τούτοις μεταξύ συνθετών και εκτελεστών γίνεται ολόκληρος καυγάς για να λείψουν οι κοκαΐνες, οι αμανέδες και τα μάγκικα στο μέλλον, εις τρόπον ώστε το λαϊκό τραγούδι να πάρη μια νέα μορφή καθαρώς ελληνική και κυρίως ηθική. Αυτό το έχουν αντιληφθή ήδη και οι συνθέται, οι οποίοι το λέγομεν προς τιμήν των, ήρχισαν να συνθέτουν τραγούδια απηλλαγμένα κατά το δυνατόν από κοκαΐνες, χασίσια και λουλάδες. Και ενώ άλλοτε εξυμνούντο «της φυλακής τα σίδερα», σήμερα θρηνείται η απελπισία του «αδέκαρου», ο οποίος μη δυνάμενος να φανή συνεπής εις την υπόσχεσίν του εξομολογείται εις ήχον μελαγχολικόν:
‘Ολο μου κλαις όλο μου κλαις κι’ όλο μου λες
μαζί να παντρευτούμε μπαρμπουνάρα μου
χωρίς παρά, χωρίς παρά, χωρίς δουλειές
να στεφανωθούμε βρε μανάρα μου;
ΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΙ
Οι περιφημότεροι σήμερα τραγουδισταί και μουσικοί είνε αυτοί που ακούομε και στις πλάκες του φωνογράφου. Και ασφαλώς όσοι έχουν φωνόγραφον και προτιμούν την λαϊκή μουσική θα γνωρίζουν τον περίφημον Αντών. Νταλγκά, ο οποίος φημίζεται διά την τέχνην και την ηδυπάθειαν του τραγουδιού του. Εκτός του Νταλγκά αρκετήν φήμην έχει και ο Κ. Καρίπης, ο οποίος κυρίως έγινε δημοφιλής με την περίφημη πλάκα «Μάνα μου είμαι φθισικός». Επίσης ο Σάμιος την καταγωγήν Κωνστ. Ρούκουνας, σπουδαίος και αυτός τραγουδιστής και μουσικός καθώς και οι Ζαχ. Κασιμάτης και Δημ. Χριστοδούλου.
Εκτός των ανωτέρω υπάρχουν φυσικά και άλλοι τραγουδισταί, οι οποίοι είνε επίσης φημισμένοι μεταξύ των λαϊκών τάξεων. Εσχάτως όμως, από δύο ετών δηλαδή, οι διάφορες λαϊκές ορχήστρες επλουτίσθησαν και με θηλυκές τραγουδίστριες, οι οποίες εσημείωσαν καταπληκτικήν επιτυχίαν.
Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
Αθηναϊκή, 28 Μαΐου 1935
Λαϊκοί έρωτες τονισμένοι σε τραγούδια−Παλαιοί και νέοι συνθέται
Αφού γράψαμε για τους συνθέτας, τους τραγουδιστάς και τις τραγουδίστριες των λαϊκών τραγουδιών, νομίζω ότι αξίζει να γράψωμε και μερικά πράγματα για τα λαϊκά τραγούδια που λανσάρονται από τα εξοχικά κέντρα και που μερικά από αυτά γίνονται αληθινό βάσανο των ώτων μας με τις πλάκες του γραμμοφώνου. Ολίγοι ίσως θα ξέρουν ότι εκτός από τους αμανέδες που ουσιαστικώς δεν είνε τραγούδι, αλλά ένα είδος ηχητικής ταινίας που βγαίνει από τον λάρυγγα του τραγουδιστή κατά βούλησιν, τα άλλα τραγούδια διαιρούνται εις κατηγορίας και είδη αναλόγως του ρυθμού και της εννοίας που έχει η μουσική των.
Έτσι οι μύσται της λαϊκής μουσικής διακρίνουν τα τραγούδια τους εις ζεϊμπέκικα, αράπικα, μόρτικα, κλέφτικα, ρεμπέτικα, Πολίτικα, Σμυρνιώτικα και τα τοιαύτα. Καθένα απ’ αυτά έχει και ιδιαίτερο μουσικό τόνο και χρόνο, τον οποίο μονάχα ένας καλός μουσικός του είδους αυτού μπορεί να παίξη.
ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΤΕΡΟΙ «ΜΑΕΣΤΡΟΙ»
Αλλά πριν αναφέρομε μερικά δείγματα των λαϊκών τραγουδιών επιβάλλεται να πούμε και μερικά για τους παλαιούς και νέους συνθέτας οι οποίοι τροφοδοτούν την πιάτσα των λαϊκών κέντρων διασκεδάσεως. Ένας από τους πιο παραγωγικούς μουσικοσυνθέτας του λαϊκού τραγουδιού, ο οποίος και σήμερον κρατεί τα σκήπτρα της παραγωγής είνε ο Παν. Τούντας, ο γνωστός συνθέτης εκατοντάδων λαϊκών τραγουδιών, μεταξύ των οποίων τα: «Στη Δραπετσώνα», «Χάθηκα, τρελλάθηκα», «’Ελα στην κάμαρά μου», «Μοντέρνος Χαραλάμπης», «Πασαλιμανιώτισσα», «Ίσα ρε σωφεράκι», «Χήρα δεν με λυπάσαι» κλπ. Ακολουθούν οι Ι. Ογδοντάκης, Στ. Παντελίδης, Ι. Μοντανάρης ο συνθέτης της «Κακιάς πεθεράς» από το γνωστό δράμα της Καλλιθέας, Κ. Ρούκουνας ή Σαμιωτάκης, Δ. Λορέντζος, Δ. Σέμσης ή Σαλονικιός, Νταλγκάς, Ατραΐδης, Ε. Χρυσαφάκης, Γρ. Ασίκης, Κ. Τζόβενος, Κ. Καρίπης, Ε. Παπάζογλου, Σ. Μεμέτης, Σκαρβέλης κλπ.
Απ’ αυτούς μερικοί είνε ταυτοχρόνως και μουσικοί και τραγουδισταί, όπως οι Καρίπης, Νταλγκάς, Σαλονικιός και άλλοι. Σημειωτέον ότι και τα λόγια των τραγουδιών γράφονται από τους ιδίους και μολονότι οι πλείστοι δεν έχουν ιδέα από ποίησι, καμμιά φορά κατορθώνουν και φτιάχνουν πρώτης τάξεως στίχους εις το είδος τους.
ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ ΜΙΑ ΙΔΕΑ
Αλλ’ ας ίδωμε τι είνε τα τραγούδια αυτά με τα οποία διασκεδάζει, μελαγχολεί, ενθουσιάζεται και μερακλώνεται η λαϊκή μάζα. Βάσις και εδώ είνε ο έρως. Ο έρως του χασάπη, του σωφέρ, του μάγκα, του ψαρά και όλων των ανθρώπων της λαϊκής τάξεως. Κάποτε μαζί με τον έρωτα συνδυάζεται και το εμπορικόν πνεύμα αναλόγως του κύκλου και του κέντρου όπου παίζει η ορχήστρα. Και τότε γράφεται το «Κουκλί της Κοκκινιάς» διά να κολακευθούν οι μερακλήδες και το θηλυκόν ακροατήριον της Κοκκινιάς ή η «Αγιοθοδωρίτισσα» διά να υμνηθή η ωμορφιά των κοριτσιών του Καλαμακιού της Κορίνθου που έχουν την γλύκα και την νοστιμάδα της Κορινθιακής σουλτανίνας. Και επειδή στον έρωτα παρατηρούνται όλα τα είδη των μεταπτώσεων, και ιδίως η απιστία, ο τραγουδιστής εις μίαν στιγμήν μελαγχολίας ερμηνεύει τον πόνον των απογοητευμένων ως εξής:
Μπαμπέσικα τα μάτια σου
μπαμπέσα κι’ η καρδιά σου
μπαμπέσικα με κοίμιζες
μέσα στην αγκαλιά σου
Εννοείται ότι το ακροατήριον έχει ανάγκην να ξεχάση ολίγον. Και τότε η ορχήστρα θέτει εις ενέργειαν την μουσικήν ανεκδοτολογίαν.
Κάτω στα λεμονάδικα
έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
και κάναν την κυρία
Πρόκειται περί δύο πορτοφολάδων, οι οποίοι συλληφθέντες επ’ αυτοφώρω έκαμαν την πάπια δι’ ό και εξακολουθεί το ανέκδοτον:
Τα σίδερα τους φόρεσαν
και στη στενή τους πάνε
κι’ αν δεν βρεθούν τα λάχανα (τα πορτοφόλια δηλαδή)
το ξύλο που θα φάνε
Το ανέκδοτον δεν μας πληροφορεί αν βρέθηκαν τα λάχανα. Πάντως όμως εις το πάλκο προβάλλει αιφνιδίως η Σιρανούς η περίφημη χορεύτρια και με ένα τσιφτέ τέλλι ή με ένα αράπικο επαναφέρει τους πελάτας εις την σφαίραν των ονειροπολήσεων. Κι’ αν κανένας εύφλεκτος πελάτης θελήση να της κλείση το μάτι, η Σιρανούς σαν έξυπνο κορίτσι που είνε κελαϊδεί εις ήχον μάγκικον:
Μ’ εμένανε βρε μάγκα όταν θες
έρωτα για να κάνης
πρέπει να το σκεφθής καλά
μ’ εμένα τι θα κάνης
Και πριν ο εμβρόντητος πελάτης συνέλθη από τον αιφνιδιασμόν λαμβάνει και την εξήγησιν:
Γιατί ’μαι κόρη έξυπνη
από το Κολωνάκι
και δε χαρίζω κάστανα
μη θες μ’ εμέ μεράκι
Υποθέτω οι αναγνώσται έλαβαν μιαν ιδέαν των λαϊκών τραγουδιών. Τώρα αν θέλουν να ακούσουν και άλλα, δεν έχουν παρά να τραβήξουν κατά την Κοκκινιά ή σε κανένα εξοχικό κέντρο όπου τραγουδούν ο Καρίπης, η Ρόζα ή ο Νταλγκάς.
Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
Αθηναϊκή, 30 Μαΐου 1935