Κυριακή....τελευταία αποκριά κινητικότητα μεγάλη στην αυλή των θαυμάτων.
"....κυρα Λένη σου βρίσκεται κανένα παλιό σακάκι;"
Παλιό θα είχε σίγουρα του άντρα της το καινούργιο θα ήταν είδηση...
"....καμμιά μαντήλα της γιαγιάς;"
Θα είχε μάζωξη ...όλοι μασκαρεμένοι μικροί μεγάλοι και στης σπιτονοικοκυράς
που είχε χώρο...
Πρώτα θα έκαναν μια βόλτα στην γειτονιά θα πήγαιναν στους γειτόνους
να ευχηθούν καλή σαρακοστή και να κεραστούν ένα ποτήρι ρετσίνα
και ένα γιαλατζί...
Ο ψιλικατζής είχε χάρτινες μουτσούνες προσιτές για όλους....
το μασκάρεμα εκ των ενόντων...είχε σερμπαντίνες....χαρτοπόλεμο
και ότι πρόχειρο είχε ο καθένας άτσαλα φορεμένο για να προκαλεί γέλιο.
Για τα παιδιά υπήρχε ένα πρόβλημα....δύσκολα να έχουν κάποια στολή
του κάου μπόϋ...του τσολιά....της μαρκησίας που έβλεπαν κάποια άλλα
να φορούν.
Οπότε χάρτινο καπέλο του κάου μπόϋ του ΖΟΡΡΟ ...χάρτινη μαύρη μάσκα....
και ένα πιστόλι με καψούλια....
Οι μασκαράδες της αυλής αλλά και γείτονες έπαιρναν την θέση τους στο θεόρατο
τραπέζι που είχε μεγαλώσει με τις τάβλες του εργολάβου απέναντι....
Ρεφενέ οι κατσαρόλες και φάτε από το δικό μου είναι συνταγή της Σμυρνιάς
πεθεράς μου... έλεγε η μάνα και καμάρωνα εγώ...
Τώρα οι μικροί πώς να κρατηθούν στις καρέκλες....έτρωγαν άρπαζαν και κανένα
κεφτέ για τον δρόμο και πίσω από το σπίτι στα αρχαία....στην αλάνα για τόπι.
Η χαρά ήταν μεγάλη....την επομένη Καθαρή Δευτέρα....δεν είχε σχολείο....
είχε χαρταετό.
Τα τραγούδια από τους μεγάλους ακουγόντουσαν και στην αλάνα.
Όπου κι αν πάω ο νους μου διαρκώς τριγυρνά
μέσ’ στα στενά της Αθήνας και στα καπηλειά της
και κάθε βράδυ τρικλίζοντας στα σκοτεινά
λέει μεθυσμένη η ψυχή μου απ’ τα γιασεμιά της.
Λόντρα Παρίσι Νιού Γιόρκ Βουδαπέστη Βιέννη
μπρός την Αθήνα καμμιά σας καμμιά σας δε βγαίνει
γιατ’ είναι πάντα γεμάτες με ρόδα οι ποδιές της
κι άσπρες δαντέλες τυλίγουν τις ακρογιαλιές της.
Έχει ομορφιές, χιλιάδες ζωγραφιές
και στις ανηφοριές τις γραφικές της
κάθε βραδιά κάτω από μια μουριά
ο έρως ξενυχτά κλεφτά κλεφτά.
Σε κατοικούνε Θεοί ξελογιάστρα μου Αθήνα
που κατεβαίνουν στην Πλάκα να πιούνε ρετσίνα
και ζαλισμένοι το βράδυ κολώνα κολώνα
να κοιμηθούνε πηγαίνουνε στον Παρθενώνα.
Α! Α! Α! Ο Υμηττός λέει με κέφι στην Πεντέλη
Α! Α! Α! λέει η ρετσίνα στο βαρέλι.
πίσω στα παλιά