Μία «υπερπαραγωγή» που δεν έγινε ποτέ
«Βρισκόμαστε στο 1916, όταν ο ελληνικός, αλλά και ο παγκόσμιος, κινηματογράφος διανύει ακόμα την παιδική του ηλικία. Το χρόνο αυτό, λοιπόν, δύο λάτρεις της νέας τέχνης, ο δημοσιογράφος Δήμος (Δημοσθένης) Βρατσάνος, εκδότης του περιοδικού "Εικονογραφημένη", και ο Ούγγρος Ζοζέφ Χεπ, που βρισκόταν στην Ελλάδα ως εικονολήπτης για λογαριασμό της γαλλικής κινηματογραφικής εταιρείας "Pathe", ίδρυσαν την εταιρεία "Αστυ Φιλμ"για την παραγωγή επικαίρων, ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικών ταινιών. Ο ενθουσιώδης Βρατσάνος συνέλαβε αμέσως την ιδέα μιας υπερπαραγωγής με θέμα τα Πάθη και τη Σταύρωση του Ιησού Χριστού, που θα είχε τον τίτλο "Ο ανήφορος του Γολγοθά"και θα συγκλόνιζε, όπως ήλπιζε, την ελληνική κοινωνία.
Η επιχείρηση ξεκίνησε το 1917 με σεναριογράφο και σκηνοθέτη τον Βρατσάνο και οπερατέρ τον Ζοζέφ Χεπ. Ως ηθοποιοί επιλέχθηκαν νεαροί επαγγελματίες του κλάδου, που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα (και αργότερα κατέκτησαν επίζηλη θέση στο ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο): Ιησούς Χριστός ο Γιώργος Πλούτης, Μαρία η Μαρίκα Φιλιππίδου, Φαρισαίοι ο Αρης Μαλιαγρός και ο Γιάννης Ιωαννίδης, Πιλάτος ο Μάνος Φιλιππίδης, επίσης ο Μάνθος Οικονόμου, η Χριστίνα Καλογερίκου κ.ά. Τα κοστούμια εποχής βρέθηκαν σε καταστήματα αποκριάτικων ειδών, σε γκαρνταρόμπες θεάτρων ή και στο γιουσουρούμ. Ως σκηνικά επιλέχθηκαν διάφοροι φυσικοί χώροι της Αθήνας.
Ξανασταυρώνουν τον Χριστό!
Αμέσως άρχισε η μεγάλη κινητοποίηση: Οι πετρομαχητές των Πετραλώνων συγκεντρώθηκαν αμέσως στο λόφο εφοδιασμένοι με "πυρομαχικά"όχι μόνο πέτρες, αλλά και ξύλα, σίδερα, ακόμα και υπολείμματα από τα παρακείμενα σφαγεία της Αθήνας (πρόκειται για τα παλαιά σφαγεία που ιδρύθηκαν πολύ κοντά στο λόφο το 1856 και παρέμειναν εκεί μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε ιδρύθηκαν τα νέα σφαγεία στην οδό Πειραιώς), και άρχισαν να εκσφενδονίζουν τα εφόδιά τους επάνω στην κουστωδία. Το τι έγινε είναι δύσκολο να περιγραφεί: Αλλόφρονες ο σκηνοθέτης, ο οπερατέρ και οι ηθοποιοί το έβαλαν στα πόδια, ενώ τα μουλάρια, που έμειναν χωρίς αναβάτη, όρμησαν αφηνιασμένα προς κάθε κατεύθυνση, σκορπίζοντας τον πανικό, κάτω από τον καταιγισμό από πέτρες που δεν έλεγε να σταματήσει.
Γειτονιά
Οι γειτονιές των σημερινών Πετραλώνων δε διαφέρουν ιδιαίτερα από τις γειτονιές των άλλων αθηναϊκών συνοικιών, οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι,
οι πολυκατοικίες, οι γείτονες που πολλές φορές δε γνωρίζονται μεταξύ τους. Ισως στα Πετράλωνα το ύψος των πολυκατοικιών να είναι κάπως χαμηλότερο λόγω Ακροπόλεως, ίσως να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό των παλιών σπιτιών που εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα (πολλά από αυτά ερείπια
ή ημιερειπωμένα), αυτό όμως δεν αλλάζει σε σημαντικό βαθμό τη γενική πανομοιότυπη εικόνα της σημερινής γειτονιάς.
Μία συνηθισμένη εικόνα της γειτονιάς τις πρωινές ώρες ήταν της νοικοκυράς, που έβγαινε στο δρόμο, με τη ρόμπα, τις παντόφλες και πολλές φορές και την ποδιά της κουζίνας, για να κάνει τα ψώνια της από τους διάφορους πλανόδιους πωλητές, κυρίως τους μανάβηδες, που περιδιάβαιναν τους δρόμους διαλαλώντας με τη δυνατή φωνή τους τα ζαρζαβατικά τους.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της γειτονιάς ήταν οι βραδινές "βεγγέρες"στις εξώπορτες των σπιτιών κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Οι ένοικοι πολλών σπιτιών έβγαζαν στις εξώπορτες των σπιτιών τους καρέκλες, συγκεντρώνονταν και άλλοι γείτονες και γειτόνισσες, άναβαν το εξωτερικό φως, συνήθως λάμπα 25 κηρίων (σήμερα θα λέγαμε 25 βατ) ή εάν το φως του φεγγαριού ήταν αρκετά ισχυρό, δεν άναβαν ούτε αυτό, και άρχιζαν τις ατελείωτες συζητήσεις, από το κοινωνικό σχόλιο (λογία έκφραση για το "κουτσομπολιό") και τις συνθήκες της καθημερινή ζωής μέχρι τα πολιτικά και τα παγκόσμια ζητήματα, τα τελευταία αυτά κυρίως οι άνδρες, μια και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε τις εποχές εκείνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό θέμα συζητήσεως στις ανδρικές παρέες.
Ανάλογες παρέες μαζεύονταν και στις αυλές των σπιτιών, ιδίως σε εκείνες που διέθεταν κληματαριά (ή κρεβατίνα, που είναι το ίδιο πράγμα), η κληματαριά μάλιστα επέτρεπε και τη συγκέντρωση στις πρωινές ή τις απογευματινές ώρες, αφού εκτός από σκιά πρόσφερε και δροσιά.
Ολα αυτά δημιουργούσαν ένα αίσθημα σύμπνοιας ανάμεσα στους γείτονες και αυτό εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους, από έναν καλό λόγο μέχρι τη συνδρομή και βοήθεια σε κάποια δύσκολη κατάσταση.
Μία χαρακτηριστική εικόνα της τότε γειτονιάς ήταν στις περιπτώσεις πένθους. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι πέθαιναν συνήθως στα σπίτια τους και σπανιότερα στα νοσοκομεία. Η σορός έμενε όλο το βράδυ στο σπίτι, στο οποίο συγκεντρωνόταν όλη η γειτονιά, η εξώπορτα παρέμενε ανοικτή όλη τη νύχτα και όλο το πρωί της επόμενης ημέρας μέχρι το απόγευμα, οπότε γινόταν συνήθως
η κηδεία στην εκκλησία της γειτονιάς (η σορός πήγαινε στο νεκροταφείο "διαβασμένη"και κατ'ευθείαν για ταφή). Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή ήταν και η τοποθέτηση του καλύμματος του φέρετρου (της κάσας, όπως το έλεγαν τότε) όρθιου στην εξώθυρα του σπιτιού, πράγμα που έδινε ένα μακάβριο τόνο στο δρόμο και τη γειτονιά, αλλά και πολύ ανθρώπινο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν επιζεί σήμερα. Οι γνωριμίες στις σημερινές γειτονιές είναι λίγες και επιλεκτικές, η γραφικότητα έχει χαθεί, η πραγματικότητα του αυτοκινήτου, της τηλεόρασης, της καφετέριας και όλων των συναφών είναι αυτή που υπάρχει. Καλύτερα ή χειρότερα, δεν έχει σημασία, γι'αυτούς που ζουν στην κάθε εποχή θα λέγαμε καλύτερα, αφού σ'αυτήν είναι που ζουν.