Λαχανοπωροπωλεία
«Κανείς βέβαια δε χρησιμοποιεί στην καθημερινή ομιλία τη λέξη αυτή και πολύ περισσότερο τη λέξη λαχανοπωροπώλης.
Μανάβικο και μανάβης (από το τουρκικό manav) είναι οι σχετικοί όροι, σήμερα και παλαιότερα, και είδη μαναβικής, αλλά και οπωροκηπευτικά, είναι τα προϊόντα που πουλούν τα μανάβικα. Στις παλαιότερες εποχές είδη μαναβικής πουλούσαν μόνο τα μανάβικα και ποτέ τα παντοπωλεία. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούσαν κάτι λίγα μανάβικα, τα οποία εκτός από τα φρούτα και τα λαχανικά πουλούσαν και μερικά είδη μπακαλικής· αυτά είχαν τον πομπώδη τίτλο του οπωροπαντοπωλείου».
Γαλακτοπωλεία και γαλατάδες
«Αρκετά ήταν τα καταστήματα στις συνοικίες που εξετάζουμε, τα οποία είχαν ως αποστολή τους να πουλούν γάλα και γιαούρτι στα νοικοκυριά της περιοχής, θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η προμήθεια των ειδών αυτών στις παλαιότερες εποχές, και πριν από τον πόλεμο αλλά και για ένα διάστημα μετά από αυτόν, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον σημερινό. Τότε υπήρχε μόνο το γάλα χύμα, προορισμένο για άμεση κατανάλωση (εξαίρεση αποτελούσαν τα λιγοστά πρατήρια της ΕΒΓΑ που διέθεταν παστεριωμένο γάλα σε γυάλινα μπουκάλια με πώμα από χαρτόνι). Το γάλα ερχόταν στο κατάστημα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία με πλατύ στόμιο και μεταλλικό σκέπασμα, που διέθεταν και μία μεταλλική λαβή για να τα μεταφέρει ο πωλητής. Το κατάστημα διέθετε μεταλλικά κύπελλα - μέτρα ορισμένης χωρητικότητας, της μιας οκάς, της μισής οκάς, των 250 δραμιών (1/4 της οκάς) κ.ο.κ. με τα οποία ο γαλατάς (η κοινή έκφραση για τον γαλακτοπώλη) μετρούσε την ποσότητα που ήθελε (συνήθως) η πελάτισσα, και κατόπιν την άδειαζε στο δοχείο που έφερναν οι τελευταίοι από το σπίτι τους. Το γάλα αυτό έπρεπε να καταναλωθεί το πολύ μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο ή και λιγότερο (ιδίως το καλοκαίρι) και πάντοτε ύστερα από βράσιμο για περισσότερη ασφάλεια. Το βράσιμο μάλιστα εξυπηρετούσε και ένα άλλο σκοπό: εάν συνέβαινε να είναι το γάλα αλλοιωμένο τότε με τον βρασμό "έκοβε" (γινόταν δηλαδή αποχωρισμός των στερεών συστατικών του) και αυτό ήταν ένδειξη ότι θα έπρεπε να απορριφθεί. Και φυσικά υπήρχαν και οι περιπτώσεις νοθείας, με κύριο νοθευτικό υλικό το νερό (τα παράπονα για "νερωμένο"γάλα ήταν αρκετά συχνά).
Πολλοί γαλατάδες έκαναν διανομή των προϊόντων τους και στα σπίτια, το γάλα το πρωί και το γιαούρτι το βραδάκι. Ο γαλατάς πήγαινε με το δοχείο του γεμάτο γάλα πολύ πρωί στα σπίτια (τότε δεν υπήρχαν πολυκατοικίες), κτυπούσε τα κουδούνια των πελατών και έβγαινε η νοικοκυρά (ή η υπηρέτρια, αν υπήρχε) με το σχετικό δοχείο, συνήθως μία κατσαρόλα, και έπαιρνε το γάλα. Για το γιαούρτι οι γαλατάδες ξεκινούσαν το σούρουπο κρατώντας ένα τσίγκινο ντουλαπάκι με δίφυλλη μεταλλική πόρτα και ράφια, στα οποία είχαν τα κεσεδάκια με το γιαούρτι, και άρχιζαν τη διανομή στους πελάτες· καμιά φορά διαλαλούσαν με δυνατή φωνή το εμπόρευμά τους για να προσελκύσουν νέα πελατεία».
Κρεοπωλεία και κρεοπώλες
(Οι φωτογραφίες από γειτονιές της Αθήνας προηγούμενων δεκαετιών, προέρχονται από το αρχείο του «Ρ»).