Μια φωτογραφία μάς έκανε να νοσταλγήσουμε ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ.
Ολοι θα θέλαμε να ήμασταν εκεί για λίγο. Οι άνδρες θα φορούσαμε ένα βαρύ κομψό παλτό, θα ήμασταν καλοξυρισμένοι, θα φορούσαμε καπέλο και θα ήμασταν περήφανοι για αυτό. Αν ήμασταν τυχεροί, θα οδηγούσαμε εκείνο το υπέροχα γυαλισμένο πράσινο αμάξι με τη λευκή οροφή καπνίζοντας σιωπηλοί, ίσως και βρίζοντας τον μπροστινό σε μια πρόωρη οργή για ένα κυκλοφοριακό που ακόμη δεν ήταν υπαρκτό. Από το ραδιόφωνο θα ακούγαμε κάτι νοσταλγικό – γιατί πάντα κάτι τέτοιο ακούγεται. Οι γυναίκες θα προτιμούσαν κάτι κόκκινο, φανταχτερό. Θα φορούσαν και κάλτσες, και ψηλά τακούνια, και θα αγόραζαν μεγάλα καπέλα όπως είχαν δει στο σινεμά. Τα παιδιά θα ήταν παιδιά, οπότε δεν θα είχαν πρόβλημα ούτε και τότε.
Βλέποντας τη διάσημη – σε σημείο παρεξήγησης πλέον – φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από την εορταστική Αθήνα του 1960, όλοι το σκεφτήκαμε για λίγο. Δεν θα ήταν και άσχημα τότε, τα χρώματα είναι ωραία, η αγοραστική δύναμη φαίνεται καλή, η Σταδίου υπέροχη. Παραπλανητικά υπέροχη. Οπως όλες οι νοσταλγίες.
Η νοσταλγία είναι πόνος. Είναι πόνος γιατί ξέρεις πως δεν μπορείς να γυρίσεις εύκολα εκεί που ήσουν. Η νοσταλγία είναι και απάτη. Είναι απάτη γιατί η μνήμη επιλεκτικά διαλέγει τις καλύτερες στιγμές του παρελθόντος, τις μοντάρει με χαρωπή μουσική, σε δείχνει νεότερο, με λιγότερες σκοτούρες, λιγότερα κιλά, λιγότερα λάθη, είσαι μια μακιγιαρισμένη εκδοχή του εαυτού σου. Και σε κοροϊδεύει. Συμβαίνει στις ερωτικές απογοητεύσεις: Κοιτάς πίσω και βλέπεις μόνο τα θετικά. Συμβαίνει και στις αστικές απογοητεύσεις: Βλέπεις τα Χαφτεία, τη Σταδίου με το λούστρο του παρελθόντος, κοιτάς και την γκρίζα σημερινή εικόνα και είσαι σίγουρος πως η Αθήνα στα 60s ήταν the place to be.
Πως ήταν ένα μέρος που δεν είχε πολιτικούς εξόριστους, δεν είχε Αποστασία, δεν είχε φόνους στον ίδιο δρόμο (τον Ιούλιο του 1965, του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, για τον οποίο υπήρχε πριν από λίγο καιρό πινακίδα στο σημείο όπου σκοτώθηκε. Εχει εξαφανιστεί εδώ και μήνες...), δεν είχε χούντα λίγα χρόνια μετά, δεν είχε φτώχεια, δεν είχε τζάκια, δεν είχε λαμόγια, δεν είχε προδοσίες, δεν είχε τίποτα κακό. Πως στα «Νέα» της 26ης Δεκεμβρίου δεν υπήρχαν ειδήσεις για «βιασθείσες νεαρές», για ανεξιχνίαστα εγκλήματα, για σκάνδαλα με αφορμή «το υπόγειο γκαράζ της πλατείας Κλαυθμώνος», για έξι σοβαρούς τραυματισμούς από τροχαία και για μια γενική φτώχεια που φαινόταν, όμως, λογική.
Η φωτογραφία ξύπνησε και τα χειρότερα ένστικτά μας. Η Χρυσή Αυγή τη χρησιμοποίησε σε ένα από τα σαχλά της βίντεο, γράφοντας πως οι μετανάστες μας πήραν την Αθήνα και άλλες τέτοιες θανατερές απλουστεύσεις της, κατευθυνόμενες σε μυαλά έτοιμα για κατανάλωση μίσους. Ας της θυμίσουμε, λοιπόν, πως ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας εντάχθηκε στο 85ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Γιώργο Καλλιανέση και φωτογράφιζε τα εγκλήματα των ναζί. Των ίδιων ναζί που οι τωρινοί νοσταλγοί θαυμάζουν. Το βίντεο, από αυτά που εμάς δεν μας ενοχλούν, αλλά το ΥouΤube τα κατεβάζει αυτομάτως ως προπαγάνδα μίσους και ρατσισμού, απέδειξε πως ο μόνος λόγος να νιώσουμε νοσταλγία για το 1960 είναι πως οι άνθρωποι που ένιωθαν συμπάθεια για τους ναζί (σίγουρα υπήρχαν και τότε) ντρέπονταν να το πουν.
Ενας ψυχολόγος θα μπορούσε να εξηγήσει τη μαζική παράκρουση με τη νοσταλγία, τα «like», τα «share» και την αναπαραγωγή αυτού του κουραστικού «αχ, τι ωραία που ήταν τότε!»: Οφείλεται στον φόβο, στην αδράνεια, στην οργή, στην αφέλεια. Ακόμη και αυτός, όμως, αφού το εξηγούσε, θα κατέληγε πως πρέπει να ξεμπερδεύουμε με το παρελθόν: Ας δούμε και λίγο το παρόν, γιατί αν κοιτάμε το πολύχρωμο τότε και αναστενάζουμε για κάτι που δεν ζήσαμε, θα κάνουμε όλο και πιο γκρίζο το μέλλον. Και στο κάτω κάτω, κάθε εποχή ήταν δύσκολη. Σημασία έχει πώς την αντιμετωπίζεις.
Η Αθήνα σήμερα είναι γκρίζα. Σκοτεινή και απειλητική. Αλλά υπάρχουν σίγουρα φωτογραφίες που βγαίνουν αυτή τη στιγμή, αγαπημένα πρόσωπα, γωνιές της πόλης, σπίτια και αγκαλιές, που θα τις βλέπουν (ψηφιακά και ίσως και πειραγμένες από το Instagram) στο μέλλον οι εγγονοί και οι εγγονές και θα λένε «ωραία περνούσαν και μέσα στην κρίση οι παππούδες μας». Ισως και να νοσταλγούν και αυτοί την εποχή που δεν έζησαν. Τόσο ανόητοι θα είναι.