Ημέρα Παρασκευή , η ώρα τέσσερις. Μίση ώρα απομένει για να ανοίξει τις πόρτες του
το κέντρο σίτισης στη Σοφοκλέους, ένα από τα πιο γνωστά συσσίτια της Αθήνας.
Ήδη ο δρόμος πριν το συσσίτιο σε προετοιμάζει για το τι πρόκειται να συναντήσεις.
Πολλά πεταμένα σκουπίδια, μαγαζιά που φαντάζουν εγκαταλελειμμένα, τοξικομανείς
καθισμένοι σε διάφορες γωνίες και περαστικοί που περνάνε το δρόμο χωρίς να δίνουν
σημασία στα αμάξια. Οι περισσότεροι που θα συναντήσει κανείς είναι αλλοδαποί μιας
και το μέρος θυμίζει μια εντελώς ανοργάνωτη συνοικία των μεταναστών.
Γράφει ο Παναγιώτης Κρόμπας
Φτάνουμε στο συσσίτιο. Ο περισσότερος κόσμος είναι συγκεντρωμένος μπροστά από την
πόρτα. Κάποιοι κάθονται σε πηγαδάκια συζητώντας για πολιτικά, ενώ άλλοι σιωπηλά
κάθονται απέναντι, κρατώντας μια απόσταση. Όλοι όμως κοιτάζουν είτε φοβισμένα,
είτε καχύποπτα, είτε οργισμένα.
Παίρνω λοιπόν και εγώ τη θέση μου, δίπλα από μια διαλυμένη στάση λεωφορείου
που αμφιβάλω αν λειτουργεί πλέον και αρχίζω να παρατηρώ. Ακόμη δεν έχω βρει
το θάρρος να μιλήσω σε κάποιον…
Οι πρώτες εικόνες…
Ένας τοξικομανής περνάει από μπροστά μου. Σταματάει απότομα, σκύβει, βάζει
στη κάλτσα του κάτι το οποίο έχει τυλίξει με χαρτοπετσέτα και συνεχίζει το δρόμο του.
Σίγουρα όχι και η πιο ενθαρρυντική εικόνα. Απέναντι κάποιος καθισμένος κοιτάει
προς το μέρος μου θυμωμένα, ενώ δίπλα του συζητούν αρκετά έντονα. Στρέφω το βλέμμα
μου αλλού, να μην προκαλέσω και την τύχη μου. Κοιτάω μέσα στο χώρο του συσσιτίου.
Βλέπω έναν έγχρωμο άνδρα να ξεπλένει κάποια αλουμινένια κεσεδάκια σε λιμνάζοντα
νερά. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να δω τι τα έκανε έπειτα.
Αποφασίζω να βγάλω μια γρήγορη φωτογραφία τα νερά που χρησιμοποιήθηκαν ως
νεροχύτης. Ωστόσο κάποιος περαστικός το προσέχει, σταματάει, κοιτάει καχύποπτα
και μετά συνεχίζει το δρόμο του. Πλέον δίπλα μου βρίσκονται δύο παρέες ηλικιωμένων
ανδρών αρκετά ομιλητικές. Τους παρατηρώ και προσπαθώ να δω αν θα μπορέσω να μπω
για λίγο στη παρέα τους χωρίς να τους νευριάσω ή να τους ενοχλήσω. Πριν το αποφασίσω
η μία παρέα διαλύεται μιας και σε λίγο θα ανοίξουν οι πόρτες και ένας άνδρας έρχεται
προς το μέρος μου…
Ένας φτωχός ΆΡΧΟΝΤΑΣ!
«Για το συσσίτιο είσαι ;» με ρωτάει με ένα ανήσυχο βλέμμα. Όταν του εξηγώ το λόγο
που βρίσκομαι εδώ αλλά και το πόσο αμήχανα νιώθω, χαμογελάει και δέχεται να
κουβεντιάσει μαζί μου. Μου φαινόταν εξάλλου από πριν πως ήταν αρκετά ομιλητικός
και έψαχνε για παρέα.
Ο κύριος Κώστας Τάγκας, βρίσκεται στην Αθήνα εδώ και δύο μέρες όπως μας εξηγεί.
Μένει σε ένα φθηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια, που του χρεώνει τη διαμονή 10 ευρώ την
ημέρα. Προηγουμένως έμενε στα Γιάννενα, στο αυτοκίνητο του. Μάλιστα όπως μας
περιέγραψε του είχαν σπάσει το αυτοκίνητο δύο φορές πριν καταλήξει στην πρωτεύουσα.
Όταν τον ρώτησα περεταίρω λεπτομέρειες για το πώς βρέθηκε εδώ και αν μπορεί να μου
περιγράψει την ζωή του, έσπευσε να με ενημερώσει ότι ήταν αγράμματος : « Κοίταξε
δεν ξέρω αν θα στα πω καλά. Αγράμματος είμαι, με το ζόρι τελείωσα το γυμνάσιο.
Αλλά έχω την τελειώσει την ανωτάτη πεζοδρομιακή».
Αφού λοιπόν του εξήγησα ότι φυσικά δεν έχω κανένα πρόβλημα και πως μερικές φορές
η «πεζοδρομιακή» είναι πιο σημαντική συνεχίσαμε την κουβέντα μας. « Πως βρέθηκα
εδώ λοιπόν ; Δεν θα ρίξω το φταίξιμο αλλού! Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι
ο εαυτός μου. Είμαι αυτοκαταστροφικός, μπλέχτηκα με τον τζόγο, έχασα πολλά
λεφτά. Αυτή τη στιγμή αν δεν ήταν ο τζόγος θα ήμουν σπίτι με τη γυναίκα μου
και όχι εδώ». Δεν γινόταν όμως να μην τον ρωτήσω αν πέρα από αυτό του το πάθος
του δεν ευθυνόταν και κάποιος άλλος για την τωρινή του κατάσταση . Πριν μου
απαντήσει το χαμογελαστό του πρόσωπο σκοτείνιασε και η οργή στο βλέμμα του ήταν
ξεκάθαρη. « Τους μισώ», φώναξε, « κανονικά έπρεπε να παίρνω επίδομα για
αναπηρία αλλά δεν μου το δίνουν. Θέλω να καταστραφούν»
Στη συνέχεια η συζήτηση πήγε στη ζωή του, στο χαρακτήρα του που δεν αλλάζει ακόμα
και τώρα που βιώνει τη φτώχεια : « Είμαι ένας φτωχός άρχοντας. Έτσι με λένε
οι φίλοι μου στα Γιάννενα, άρχοντα. Ακόμη και τώρα αν έχω δύο τσιγάρα
το ένα θα το δώσω. Ποιος εγώ; Που δεν έχω τίποτα. Καλύτερα σπάταλος όμως
παρά φιλοχρήματος. Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά λεφτά, τώρα δεν έχω
τίποτα. Ξέρεις παραλληλίζω τη ζωή μου με του μεγάλου Στέλιου Καζαντζίδη.
Και αυτός δεν τα υπολόγιζε τα λεφτά και μιλούσε για τους πονεμένους, για τους
μη έχοντες όχι για τους προνομιούχους». Έπειτα τον ρώτησα και για την τωρινή
του κατάσταση, η απάντηση αποστομωτική: « Πάσχω από μανιοκατάθλιψη.
Παίρνω φάρμακα αλλά πίνω και αλκοόλ». Έχοντας μιλήσει για αρκετή ώρα μαζί του
και πριν μας αφήσει, πλέον είχαν ανοίξει οι πόρτες και το συσσίτιο είχε ξεκινήσει,
τον ρώτησα για ποιο πράγμα έχει μετανιώσει στη ζωή του. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί
και πολύ: « Για το τζόγο φυσικά, αλλά και για μια γυναίκα που δεν την
παντρεύτηκα. Τώρα θα ήμουν αλλιώς, δεν θα ήμουν εδώ» μου είπε πικραμένος
πριν πάει να πάρει σειρά.
Με τη κουβέντα όμως η ώρα είχε περάσει, οι πόρτες είχαν ανοίξει και αρκετός κόσμος
είχε πάρει ήδη φαγητό!
Οι απορρίψεις και η είσοδος στο χώρο του συσσιτίου !
Μετά την κουβέντα μου με τον κ. Κώστα είχα πάρει περισσότερο θάρρος και επομένως
άρχισα να ψάχνω για κάποιον που δεν τρώει και θα έχει διάθεση να μιλήσει. Ωστόσο
όπως διαπίστωσα κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο. Οι περισσότεροι έφευγαν βιαστικά
κρατώντας σε μία σακούλα το φαί που πήραν, ενώ όσους πρόλαβα να ρωτήσω με
απέρριψαν είτε φοβισμένα είτε θυμωμένα.
Η επόμενη κίνηση μου ήταν να μπω στο προαύλιο χώρο του συσσιτίου. Εκεί μπορούσες
να δεις αλλοδαπούς, Έλληνες, πολλούς ηλικιωμένους αλλά και νεώτερους. Μέχρι και
μικρά παιδιά να περιφέρονται και να παίζουν. Σε μία γωνία κάθονταν δύο γιατροί,
βρήκα λοιπόν την ευκαιρία να τους μιλήσω. Άνηκαν στους ‘’ Γιατρούς χωρίς Σύνορα’’
και βρίσκονται στο συσσίτιο εδώ και τρεις μήνες. Συγκεκριμένα τεσσερισήμισι με
πεντέμισι δέχονται όσους θέλουν να εξεταστούν. Όπως μας είπαν πολλοί είναι οι άνθρωποι
που έρχονται καθημερινά εδώ και συνήθως έχουν πολλές ασθένειες.
Στη συνέχεια αναζήτησα τον υπεύθυνο, μήπως μπορέσει και μου δώσει κάποιες
πληροφορίες παραπάνω. Όταν με ενημέρωσαν για το ποιος είναι δεν ήμουν σίγουρος
ότι ήθελα να τον απασχολήσω. Ο κ. Θανάσης, ο υπεύθυνος εκείνη τη στιγμή, φώναζε
αρκετά και προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στην αναρχία που επικρατούσε. Όταν
λοιπόν του ζήτησα να του κάνω κάποιες ερωτήσεις με προέτρεψε να έρθω αύριο το
πρωί για να βρω κάποιον.
Η δεύτερη επίσκεψη !
Έτσι και έκανα λοιπόν. Το επόμενο πρωινό ξαναβρέθηκα στο συσσίτιο και αυτή τη φορά
μπήκα στον προαύλιο χώρο πριν ανοίξουν οι πόρτες. Εκεί συνάντησα έναν υπάλληλο
που ήταν πρόθυμος να μου δώσει κάποιες πληροφορίες : « Δουλεύω στο συσσίτιο
εδώ και ενάμισι χρόνο. Είναι δύσκολο γιατί όσοι έρχονται εδώ ποτέ δεν είναι
ευχαριστημένοι. Πάντα θέλουν παραπάνω. Σχεδόν πάντα το φαί που έχουμε
δεν φτάνει για όλους και υπάρχουν μικροεντάσεις. Το χειρότερο βέβαια είναι
να βλέπεις τους τοξικομανείς γιατί είναι νέα παιδία». Όταν τον ρωτήσαμε τι
χρειάζεται για να μπορεί κανείς να τρώει στο συσσίτιο ήταν ειλικρινής : « Κανονικά
πρέπει να είσαι γραμμένος στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του δήμου
Αθηναίων , να δείχνεις το έγγραφο και να παίρνεις το φαγητό. Όμως δεν γίνεται
να διώξεις κάποιον όταν πεινάει. Επομένως σε όποιον έρχεται δίνουμε».
Πριν επιστρέψει στη δουλειά του τον ρώτησα και για τον κόσμο που έρχεται στο συσσίτιο,
πιστεύοντας πως είναι κυρίως ηλικιωμένοι. Ωστόσο η απάντηση του δεν επιβεβαίωση
την υπόθεση μου: « Έρχονται πολλοί ξένοι αλλά και Έλληνες. Άνθρωποι όλων
των ηλικιών. Αλλά ειδικά το τελευταίο διάστημα έρχονται και πολλοί νέοι.
Σίγουρα είναι δυσάρεστο».
Μετά την κουβέντα μου με τον υπάλληλο του συσσιτίου, αποφάσισα να περιμένω και
να δω τις πόρτες να ανοίγουν. Πριν βέβαια γίνει αυτό, έκανα κάποιες ακόμη απόπειρες
για κουβέντα αλλά μια φράση ενός ηλικιωμένου άνδρα με αποθάρρυνε από το να
συνεχίσω « ΦΥΓΕ. Να έχεις την ευχή μου αλλά φύγε να μην σε βλέπω μπροστά μου».
Οι πόρτες άνοιξαν. Τότε όλοι οι συνωστισμένοι σαν να μην έχουν ηλικία σαν να μην
έχουν περάσει κακουχίες σπρώχνονται και τρέχουν για να φτάσουν πρώτοι….
Μια εικόνα που μου απάντησε σε όσες απορίες είχα για το πόσο δύσκολα έχουν περάσει
αυτοί οι άνθρωποι.
Μια βόλτα στο συσσίτιο, η παρατήρηση των προσώπων όλων αυτών των ανθρώπων
που περιμένουν απέξω, η εικόνα να τρέχουν μόλις ανοίξει η πόρτα… Ίσως αυτά
να είναι το καλύτερο φάρμακο στα ‘’προβλήματα’’ μας!
*Το παραπάνω ρεπορταζ έγινε στα πλαίσια του εργαστηρίου Δημοσιογραφία για το
τμήμα Μέσων, Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.