“Οι χειρότερες πράξεις, σαν τα φαρμακερά χόρτα, φυτρώνουν
κι ανθίζουν στο μολυσμένο αέρα της φυλακής.
Ό,τι καλό είναι μες στον άνθρωπο, εξαντλείται και μαραίνεται εκεί μέσα. Η αγωνία κρατά τα κλειδιά κι η απελπισία είναι φύλακας”. Oscar Wilde
Γνώρισα τον Μιχάλη σε μια παρέα φίλων. Φυσικά τότε δεν ήξερα πως είχε πιει νερό από τον Κορυδαλλό. Ούτε που είχα ξανακούσει αυτήν τη φράση. Μου συστήθηκε με την επαγγελματική του ιδιότητα. Ταλαντούχος δημιουργός, ανερχόμενος στο χώρο του, με έργα γεμάτα ευαισθησία. Μαθαίνοντας έπειτα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε κάνει φυλακή, ξαφνιάστηκα… Και πιο πολύ ξαφνιάστηκα, με το πώς κατάφερε να υπερπηδήσει ένα τόσο σκληρό παρελθόν που κανονικά είχε όλες τις προϋποθέσεις για να τον ρουφήξει στον πάτο. Μετά τη φυλακή συνήθως σειρά έχει το περιθώριο. Ο Μιχάλης όμως δεν άφησε στιγμή να πάει χαμένη. Άρπαξε τη ζωή απ' τα μαλλιά κι εκείνη του έκλεισε το μάτι. Αυτή είναι η ιστορία του.
"Όταν μπήκα μέσα την πρώτη φορά, ήμουν 23 χρονών. Σκληρή κι άγρια εφηβεία, γέννημα λαϊκής δυτικής συνοικίας. Γκράφιτι, χιπ χοπ, μαγκιά, ναρκωτικά. Ξεκίνησα με χασίς και τα Σαββατοκύριακα όλο το βδομαδιάτικο στην κόκα. Έβλεπα έναν πρεζάκια από τη γειτονιά μου στο δρόμο και τον κορόιδευα. Πρέζα. ...από τις πρώτες μέρες της χρήσης κολλάς, νομίζεις ότι τα πόδια σου δεν πατάνε στη γη κι οτιδήποτε συμβαίνει γύρω σου είναι αδιάφορο, περνάς σε άλλη διάσταση. Ο καλύτερος μου φίλος είχε γίνει ο πρεζάκιας που κορόιδευα κάποτε, οι φλέβες από τα χέρια είχανε χαθεί κι έτσι κάθε μέρα έκανα χρήση μπροστά στον καθρέφτη ώστε να μπορώ να βρω τις φλέβες του λαιμού μου. Έπινα για να δουλέψω και δούλευα για να πίνω…ώσπου τα λεφτά δεν φτάνανε και ξεκίνησα τις μαλακίες. Χρυσαφικά από το σπίτι, τις κάρτες της αδελφής μου, δανεικά από όλον τον κόσμο. Δεν γεννήθηκα κλέφτης και ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η διαδικασία, κι όμως το έκανα καθημερινά…η ανάγκη πάνω από την λογική και καταδίκη μου, η «Φέρμα», αλλιώς εν ψυχρώ ληστεία στο δρόμο. Ξυλίκι και κλέψιμο. Κινητά, πορτοφόλια, μηχανάκια.
Ο Κορυδαλλός είναι η φυλακή των φυλακών. Σκληροί εγκληματίες κι η πτέρυγα Δ η χειρότερη. Κορυδαλλός. Κελί Δ68. Δεν έχεις ιδέα πως είναι. Όταν κλείνει η πόρτα, δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει. Ήταν Πρωταπριλιά… Σαν ψέμα. Χτυπημένος, με σπασμένα μούτρα από το ξύλο που μου είχαν ρίξει οι μπάτσοι. Στο κελί που πριν ήταν κρατούμενος ο Πάσαρης. Παρέα μου τρεις Ρουμάνοι κι ένας Έλληνας. Μου κόπηκε η μαγκιά. Κατουρήθηκα επάνω μου.
Φόβος κι ένα αφόρητο βουητό, μια συνεχής οχλαγωγία. Το κουδούνι που χτυπάει όταν ανοίγει η φυλακή ακόμα σφυρίζει στ’ αυτιά μου. Τις πρώτες μέρες ήμουν στα στερητικά μου, από τη χρήση της ηρωίνης. Κρύωνα συνέχεια κι έκανα εμετούς. Τα κόκαλα μου νόμιζα ότι τρυπούσαν το σώμα μου για να βγούνε έξω. Δεν μπορούσα να πάω ούτε στην τουαλέτα κι αρκετές φορές τα έκανα επάνω μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και μέσα στη νύχτα ούρλιαζα από τον πόνο Έβλεπα ανθρώπους και τρόμαζα. Βρήκα ναρκωτικά στην φυλακή αλλά έπινα μυτιές γιατί φοβόμουνα τη σύριγγα. Χρήση στη φυλακή κάνουν με μια σύριγγα από το '98. Με μια όλοι…
Υπάρχουν κανόνες στη φυλακή. Τους μαθαίνεις γρήγορα θες δε θες. Δεν ρωτάς τον άλλον γιατί είναι μέσα, δεν κοιτάς στα μάτια, δεν μιλάς άσχημα. Δεν λες «ρε». Προτεραιότητα έχει ο παλιός. Όταν πηγαίνεις σε άλλο κελί χτυπάς την πόρτα και μπαίνεις αφού σου πούνε αυτοί. Αν κάποιος κρατούμενος έχει γυρίσει από δίκη κι έχει ακούσει γερή καμπάνα δεν κάνει τίποτα για αρκετό καιρό. Αν είναι από το κελί σου πηγαίνεις και του φέρνεις το φαγητό του. Γενικά προσέχεις με ποιον μιλάς και τι λες. Είσαι ένας αριθμός κι η απόλαυση σου είναι το κρεβάτι, το ποτήρι και το πιάτο. Τα ιερά σου αντικείμενα. Το κελί είναι σπίτι. Τα 'χεις καλά με τους συγκρατούμενους σου. Ένα μήλο αν έχεις, το κόβεις στα 4. Έξω απ' το κελί είσαι προσεκτικός. Παίζει σεβασμός. Αργότερα, στη Χίο, είδα πως λειτουργεί το σύστημα των αξιών. Ένας παιδόφιλος επιχείρησε να κρεμαστεί. Όταν το μετάνιωσε και φώναξε σε βοήθεια, μαζεύτηκαν γύρω του 5-6 και τον τραβήξανε απ' τα πόδια για να τελειώνει πιο γρήγορα... Στην φυλακή πληρώνονται όλα…Αν ήσουν καλός στην πιάτσα δεν θα έχεις πρόβλημα, αν ήσουν λαμόγιο κι έκανες πουστιές στον κόσμο...θα περάσεις χειρότερα κι από την κόλαση.
Υπάρχουν ομάδες που κάνουν κουμάντο. Στον Κορυδαλλό οι Αλβανοί έχουν τα ναρκωτικά κι οι Ρουμάνοι είναι οι τοκογλύφοι. Οι Έλληνες είναι «Ταξί»: Πρεζάκια, χρεωμένοι με χαρακιές στα μούτρα. Στη φυλακή οι συναλλαγές γίνονται με τσιγάρα και τηλεκάρτες. Όλα έχουν δεκαπλάσια αξία απ’ όσο έξω. Αν μια μυτιά πρέζα έξω έχει 15€, μέσα έχει 150! Το χρέος όμως, είναι τέλος. Είσαι τελειωμένος. Σε χαρακώνουν. Σε σκοτώνουν. Και μετά δεν είδε κανείς και δεν άκουσε τίποτα. Άρα, δεν χρεώνεσαι. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι είναι μέσα στο κόλπο. Κάποιοι διακινούν. Είναι ωμή η φυλακή. Ακόμη κι αν κάποιος «καρφώσει» κάτι, μαθαίνεται αμέσως και μετά τέλος. Και σε άλλη φυλακή να πάει, υπάρχει αλληλογραφία ανάμεσα στις φυλακές κι ο τύπος είναι καμένο χαρτί. Εγώ τα είχα καλά με όλους. Υπήρχαν πολλοί κρατούμενοι που γνώριζα από την πιάτσα αλλά κι από την γειτονιά μου. Άνθρωποι παλιοί στη φυλακή και με μεγάλες ποινές στις πλάτες τους, έτσι συμπεριφερόμουνα κι εγώ με σεβασμό για να μην τους ντροπιάζω. Αρκετές φορές που ξέμενα από τσιγάρα ή από τηλεκάρτες μπαίνανε εγγυητές στον τοκογλύφο κι έπαιρνα ότι γουστέρα. Βέβαια μετά τα γυρνούσα πίσω διπλά. Ο κόσμος νομίζει ότι οι φυλακές είναι σαν το “Prison break” που οι παλιοί βιάζουν τον καινούργιο και κάτι τέτοια καραγκιοζιλίκια. Αν πειράξεις συγκρατούμενο σου σεξουαλικά είσαι τελειωμένη υπόθεση. Ποιο εντάξει είναι να πας στην τουαλέτα του κελιού σου και να τον παίξεις παρά να κάνεις τέτοια κίνηση. Είναι από τα πράγματα που δεν συγχωριούνται στην φυλακή εκτός κι αν είσαι αποφασισμένος να πεθάνεις, γιατί εκεί τελειώνει το συγκεκριμένο επεισόδιο. Κάθε πρωί ξυπνάς από τον θόρυβο του τεράστιου κλειδιού που κάνει ο υπάλληλος που ανοίγει την πόρτα για να κάνει καταμέτρηση. Τρομαχτικός ήχος λες και σου ξεκλειδώνει την ψυχή για λίγες ώρες κι έπειτα στην ξανακλειδωνει. Όταν ανοίξει το προαύλιο άλλοι κάνουν γυμναστική, άλλοι περπατάνε σε κυκλική τροχιά κι άλλοι μαλώνουνε για την σειρά στο τηλέφωνο. Το τηλέφωνο είναι «μπανανόφλουδα» γίνονται πολλές φασαρίες εκεί οι περισσότερες είναι στημένες για χτυπήσουνε κάποιον που έχουν προηγούμενα. Εγώ είχα το νου μου γενικότερα, μου άρεσε το ποδόσφαιρο, έπαιζα πολλά χρόνια σε ερασιτεχνικό σωματείο και ήμουν αρκετά καλός. Εκεί όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά οι παίχτες κι οι κανονισμοί του παιχνιδιού είναι λες και δίνεις αγώνα για τη ζωή σου. Η «μπάλα» της φυλακής. Δεν υπάρχει φάουλ και δεν υπάρχει περίπτωση να μπει ποτέ γκολ. Το τέρμα 1Χ1 με τερματοφύλακα. Καταλαβαίνεις… Όλοι χαζεύουν το ματς και κρατούμενοι και υπάλληλοι. Μετά το τέλος καταλαβαίνεις ότι κάποιοι ποντάρανε στην πλάτη σου.
Σε αυτοσχέδιο αποστακτήριο, μέσα σ’ ένα κουβά σφουγγαρίσματος, ο Ρουμάνος συγκρατούμενός μου έφτιαχνε τσίπουρο από τις φλοίδες των φρούτων. Το τσίπουρο της Φυλάκας. Με αυτό έβγαζε λεφτά και πλήρωνε τον δικηγόρο του. Ξεχνιόμασταν σε μια γλυκιά ζαλάδα μ’ αυτό το τσίπουρο κι οι φύλακες έκαναν τα στραβά μάτια…Τηλεόραση και ραδιόφωνο στα ΑΜ. Ρεμπέτικο. Η μουσική μέσα είναι μόνο ρεμπέτικο. Δεν ακούς τίποτε άλλο. Ο αντίπαλος είναι το ρολόι. Χάνεις μέρες, μήνες, χρόνια. Μια φορά τον μήνα περνάει κοινωνική λειτουργός. Μια για πεντακόσια άτομα. Οι περισσότεροι πάνε για να χαζέψουν, να μιλήσουν με μια γυναίκα. Και στα προγράμματα απεξάρτησης οι περισσότεροι πάνε για να περάσει η ώρα. Δυο ώρες το πρωί και δυο ώρες το απόγευμα.
Χαίρεσαι τις γιορτές. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα. Να βλέπεις τα πυροτεχνήματα και την μπάντα του Δήμου να παίζει τα Κάλαντα. Το χειροκρότημα κρατάει 15 λεπτά. Επειδή κανονικά δεν ακούγεται τίποτα ούτε παλαμάκι, ούτε γέλιο, το χειροκρότημα είναι μια ανάγκη να γίνει λίγο θόρυβος, λίγο σούσουρο, να ακουστεί κάτι.
Είχα χρόνο να σκεφτώ. Όταν είσαι μέσα, ξεσκαρτάρεις ανθρώπους. Σε ξεχνάνε... Βλέπεις ποιοι μετράνε σαν φίλοι και ποιοι όχι. Αναθεωρείς πολλά. Μετά από κάποιο διάστημα ερχότανε η μάνα μου επισκεπτήριο, δύσκολη στιγμή, πίσω από ένα τζάμι να με κοιτάει απογοητευμένη δίχως να μου μιλάει. Αρκετές φορές έφευγε, άλλες φορές σήκωνε το τηλέφωνο και μου μιλούσε κι εγώ της έλεγα ότι τα πράγματα μέσα στην φυλακή είναι ήρεμα, δεν γίνονται φασαρίες, δεν έχει πρέζα… Αυτή όμως γνώριζε. Μετά έφυγα. Με στείλανε στη Χίο. Εκεί ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα. 80 Έλληνες, 20 παλαιστίνιοι και 20 Τούρκοι δουλέμποροι. Κρατούσαμε τη φυλακή, είναι από τις λίγες φυλακές που το κουμάντο το έχουν Έλληνες, γνώριζα τα πάντα ποιος που και γιατί, κάθε μέρα μαστούρες αφού ο γιατρός σου έδινε χάπια με την χούφτα, αρκεί να του έλεγες ότι δεν είσαι καλά κι ότι είσαι λίγο αγχωμένος. Πολύ φάρμακο στην Χίο. Θυμάμαι μια εποχή που είχαμε μια υποχρέωση σε κάτι Χιώτες, πετάξαμε ένα μπαλάκι του τένις έξω από την φυλακή και το πήραν αυτοί γιατί ήταν χαρμάνια. Μέσα στο μπαλάκι είχαμε βάλει 40 χάπια. Πολύ φάρμακο στη Χίο. Και να οι ύπνοι και τα βαριά ηρεμιστικά. Ένα σκηνικό με τη μάνα μου στο τηλέφωνο «ποιος είσαι; Είχα ένα γιο αλλά πέθανε στη φυλακή από ναρκωτικά» μου είπε και πάγωσα. Μου έφυγε το τηλέφωνο από το χέρι, έτρεξα στο κρεβάτι μου έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι κι έκλαψα. Το πήρα απόφαση. Τα 'κοψα μαχαίρι…
Όπως είχε πει κι ο μπάρμπα-Γιακουμής: «όποιος πιει νερό απ τον Κορυδαλλό ξαναεπιστρέφει». Έτσι κάπως γύρισα κι εγώ, στην ίδια πτέρυγα αλλά σε άλλο κελί αυτήν τη φορά στο Δ80, ξεκίνησα και το πρόγραμμα απεξάρτησης του 18 άνω μέχρι που πήρα το αποφυλακιστήριο. Συνέχισα το πρόγραμμα κι έξω το οποίο κι ολοκλήρωσα! Όταν θες να προχωρήσεις, σπας τους δεσμούς. Όποια συναισθηματική ταύτιση κι αν έχεις με το συγκάτοικο σου, δεν γυρνάς το βλέμμα πίσω… Πριν ένα χρόνο στο κελί Δ80 ξέσπασε φωτιά και κάηκαν 4 άνθρωποι".
Μιχάλης
Γνώρισα τον Μιχάλη σε μια παρέα φίλων. Φυσικά τότε δεν ήξερα πως είχε πιει νερό από τον Κορυδαλλό. Ούτε που είχα ξανακούσει αυτήν τη φράση. Μου συστήθηκε με την επαγγελματική του ιδιότητα. Ταλαντούχος δημιουργός, ανερχόμενος στο χώρο του, με έργα γεμάτα ευαισθησία. Μαθαίνοντας έπειτα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε κάνει φυλακή, ξαφνιάστηκα… Και πιο πολύ ξαφνιάστηκα, με το πώς κατάφερε να υπερπηδήσει ένα τόσο σκληρό παρελθόν που κανονικά είχε όλες τις προϋποθέσεις για να τον ρουφήξει στον πάτο. Μετά τη φυλακή συνήθως σειρά έχει το περιθώριο. Ο Μιχάλης όμως δεν άφησε στιγμή να πάει χαμένη. Άρπαξε τη ζωή απ' τα μαλλιά κι εκείνη του έκλεισε το μάτι. Αυτή είναι η ιστορία του.
"Όταν μπήκα μέσα την πρώτη φορά, ήμουν 23 χρονών. Σκληρή κι άγρια εφηβεία, γέννημα λαϊκής δυτικής συνοικίας. Γκράφιτι, χιπ χοπ, μαγκιά, ναρκωτικά. Ξεκίνησα με χασίς και τα Σαββατοκύριακα όλο το βδομαδιάτικο στην κόκα. Έβλεπα έναν πρεζάκια από τη γειτονιά μου στο δρόμο και τον κορόιδευα. Πρέζα. ...από τις πρώτες μέρες της χρήσης κολλάς, νομίζεις ότι τα πόδια σου δεν πατάνε στη γη κι οτιδήποτε συμβαίνει γύρω σου είναι αδιάφορο, περνάς σε άλλη διάσταση. Ο καλύτερος μου φίλος είχε γίνει ο πρεζάκιας που κορόιδευα κάποτε, οι φλέβες από τα χέρια είχανε χαθεί κι έτσι κάθε μέρα έκανα χρήση μπροστά στον καθρέφτη ώστε να μπορώ να βρω τις φλέβες του λαιμού μου. Έπινα για να δουλέψω και δούλευα για να πίνω…ώσπου τα λεφτά δεν φτάνανε και ξεκίνησα τις μαλακίες. Χρυσαφικά από το σπίτι, τις κάρτες της αδελφής μου, δανεικά από όλον τον κόσμο. Δεν γεννήθηκα κλέφτης και ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η διαδικασία, κι όμως το έκανα καθημερινά…η ανάγκη πάνω από την λογική και καταδίκη μου, η «Φέρμα», αλλιώς εν ψυχρώ ληστεία στο δρόμο. Ξυλίκι και κλέψιμο. Κινητά, πορτοφόλια, μηχανάκια.
Ο Κορυδαλλός είναι η φυλακή των φυλακών. Σκληροί εγκληματίες κι η πτέρυγα Δ η χειρότερη. Κορυδαλλός. Κελί Δ68. Δεν έχεις ιδέα πως είναι. Όταν κλείνει η πόρτα, δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει. Ήταν Πρωταπριλιά… Σαν ψέμα. Χτυπημένος, με σπασμένα μούτρα από το ξύλο που μου είχαν ρίξει οι μπάτσοι. Στο κελί που πριν ήταν κρατούμενος ο Πάσαρης. Παρέα μου τρεις Ρουμάνοι κι ένας Έλληνας. Μου κόπηκε η μαγκιά. Κατουρήθηκα επάνω μου.
Φόβος κι ένα αφόρητο βουητό, μια συνεχής οχλαγωγία. Το κουδούνι που χτυπάει όταν ανοίγει η φυλακή ακόμα σφυρίζει στ’ αυτιά μου. Τις πρώτες μέρες ήμουν στα στερητικά μου, από τη χρήση της ηρωίνης. Κρύωνα συνέχεια κι έκανα εμετούς. Τα κόκαλα μου νόμιζα ότι τρυπούσαν το σώμα μου για να βγούνε έξω. Δεν μπορούσα να πάω ούτε στην τουαλέτα κι αρκετές φορές τα έκανα επάνω μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και μέσα στη νύχτα ούρλιαζα από τον πόνο Έβλεπα ανθρώπους και τρόμαζα. Βρήκα ναρκωτικά στην φυλακή αλλά έπινα μυτιές γιατί φοβόμουνα τη σύριγγα. Χρήση στη φυλακή κάνουν με μια σύριγγα από το '98. Με μια όλοι…
Υπάρχουν κανόνες στη φυλακή. Τους μαθαίνεις γρήγορα θες δε θες. Δεν ρωτάς τον άλλον γιατί είναι μέσα, δεν κοιτάς στα μάτια, δεν μιλάς άσχημα. Δεν λες «ρε». Προτεραιότητα έχει ο παλιός. Όταν πηγαίνεις σε άλλο κελί χτυπάς την πόρτα και μπαίνεις αφού σου πούνε αυτοί. Αν κάποιος κρατούμενος έχει γυρίσει από δίκη κι έχει ακούσει γερή καμπάνα δεν κάνει τίποτα για αρκετό καιρό. Αν είναι από το κελί σου πηγαίνεις και του φέρνεις το φαγητό του. Γενικά προσέχεις με ποιον μιλάς και τι λες. Είσαι ένας αριθμός κι η απόλαυση σου είναι το κρεβάτι, το ποτήρι και το πιάτο. Τα ιερά σου αντικείμενα. Το κελί είναι σπίτι. Τα 'χεις καλά με τους συγκρατούμενους σου. Ένα μήλο αν έχεις, το κόβεις στα 4. Έξω απ' το κελί είσαι προσεκτικός. Παίζει σεβασμός. Αργότερα, στη Χίο, είδα πως λειτουργεί το σύστημα των αξιών. Ένας παιδόφιλος επιχείρησε να κρεμαστεί. Όταν το μετάνιωσε και φώναξε σε βοήθεια, μαζεύτηκαν γύρω του 5-6 και τον τραβήξανε απ' τα πόδια για να τελειώνει πιο γρήγορα... Στην φυλακή πληρώνονται όλα…Αν ήσουν καλός στην πιάτσα δεν θα έχεις πρόβλημα, αν ήσουν λαμόγιο κι έκανες πουστιές στον κόσμο...θα περάσεις χειρότερα κι από την κόλαση.
Υπάρχουν ομάδες που κάνουν κουμάντο. Στον Κορυδαλλό οι Αλβανοί έχουν τα ναρκωτικά κι οι Ρουμάνοι είναι οι τοκογλύφοι. Οι Έλληνες είναι «Ταξί»: Πρεζάκια, χρεωμένοι με χαρακιές στα μούτρα. Στη φυλακή οι συναλλαγές γίνονται με τσιγάρα και τηλεκάρτες. Όλα έχουν δεκαπλάσια αξία απ’ όσο έξω. Αν μια μυτιά πρέζα έξω έχει 15€, μέσα έχει 150! Το χρέος όμως, είναι τέλος. Είσαι τελειωμένος. Σε χαρακώνουν. Σε σκοτώνουν. Και μετά δεν είδε κανείς και δεν άκουσε τίποτα. Άρα, δεν χρεώνεσαι. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι είναι μέσα στο κόλπο. Κάποιοι διακινούν. Είναι ωμή η φυλακή. Ακόμη κι αν κάποιος «καρφώσει» κάτι, μαθαίνεται αμέσως και μετά τέλος. Και σε άλλη φυλακή να πάει, υπάρχει αλληλογραφία ανάμεσα στις φυλακές κι ο τύπος είναι καμένο χαρτί. Εγώ τα είχα καλά με όλους. Υπήρχαν πολλοί κρατούμενοι που γνώριζα από την πιάτσα αλλά κι από την γειτονιά μου. Άνθρωποι παλιοί στη φυλακή και με μεγάλες ποινές στις πλάτες τους, έτσι συμπεριφερόμουνα κι εγώ με σεβασμό για να μην τους ντροπιάζω. Αρκετές φορές που ξέμενα από τσιγάρα ή από τηλεκάρτες μπαίνανε εγγυητές στον τοκογλύφο κι έπαιρνα ότι γουστέρα. Βέβαια μετά τα γυρνούσα πίσω διπλά. Ο κόσμος νομίζει ότι οι φυλακές είναι σαν το “Prison break” που οι παλιοί βιάζουν τον καινούργιο και κάτι τέτοια καραγκιοζιλίκια. Αν πειράξεις συγκρατούμενο σου σεξουαλικά είσαι τελειωμένη υπόθεση. Ποιο εντάξει είναι να πας στην τουαλέτα του κελιού σου και να τον παίξεις παρά να κάνεις τέτοια κίνηση. Είναι από τα πράγματα που δεν συγχωριούνται στην φυλακή εκτός κι αν είσαι αποφασισμένος να πεθάνεις, γιατί εκεί τελειώνει το συγκεκριμένο επεισόδιο. Κάθε πρωί ξυπνάς από τον θόρυβο του τεράστιου κλειδιού που κάνει ο υπάλληλος που ανοίγει την πόρτα για να κάνει καταμέτρηση. Τρομαχτικός ήχος λες και σου ξεκλειδώνει την ψυχή για λίγες ώρες κι έπειτα στην ξανακλειδωνει. Όταν ανοίξει το προαύλιο άλλοι κάνουν γυμναστική, άλλοι περπατάνε σε κυκλική τροχιά κι άλλοι μαλώνουνε για την σειρά στο τηλέφωνο. Το τηλέφωνο είναι «μπανανόφλουδα» γίνονται πολλές φασαρίες εκεί οι περισσότερες είναι στημένες για χτυπήσουνε κάποιον που έχουν προηγούμενα. Εγώ είχα το νου μου γενικότερα, μου άρεσε το ποδόσφαιρο, έπαιζα πολλά χρόνια σε ερασιτεχνικό σωματείο και ήμουν αρκετά καλός. Εκεί όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά οι παίχτες κι οι κανονισμοί του παιχνιδιού είναι λες και δίνεις αγώνα για τη ζωή σου. Η «μπάλα» της φυλακής. Δεν υπάρχει φάουλ και δεν υπάρχει περίπτωση να μπει ποτέ γκολ. Το τέρμα 1Χ1 με τερματοφύλακα. Καταλαβαίνεις… Όλοι χαζεύουν το ματς και κρατούμενοι και υπάλληλοι. Μετά το τέλος καταλαβαίνεις ότι κάποιοι ποντάρανε στην πλάτη σου.
Σε αυτοσχέδιο αποστακτήριο, μέσα σ’ ένα κουβά σφουγγαρίσματος, ο Ρουμάνος συγκρατούμενός μου έφτιαχνε τσίπουρο από τις φλοίδες των φρούτων. Το τσίπουρο της Φυλάκας. Με αυτό έβγαζε λεφτά και πλήρωνε τον δικηγόρο του. Ξεχνιόμασταν σε μια γλυκιά ζαλάδα μ’ αυτό το τσίπουρο κι οι φύλακες έκαναν τα στραβά μάτια…Τηλεόραση και ραδιόφωνο στα ΑΜ. Ρεμπέτικο. Η μουσική μέσα είναι μόνο ρεμπέτικο. Δεν ακούς τίποτε άλλο. Ο αντίπαλος είναι το ρολόι. Χάνεις μέρες, μήνες, χρόνια. Μια φορά τον μήνα περνάει κοινωνική λειτουργός. Μια για πεντακόσια άτομα. Οι περισσότεροι πάνε για να χαζέψουν, να μιλήσουν με μια γυναίκα. Και στα προγράμματα απεξάρτησης οι περισσότεροι πάνε για να περάσει η ώρα. Δυο ώρες το πρωί και δυο ώρες το απόγευμα.
Χαίρεσαι τις γιορτές. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα. Να βλέπεις τα πυροτεχνήματα και την μπάντα του Δήμου να παίζει τα Κάλαντα. Το χειροκρότημα κρατάει 15 λεπτά. Επειδή κανονικά δεν ακούγεται τίποτα ούτε παλαμάκι, ούτε γέλιο, το χειροκρότημα είναι μια ανάγκη να γίνει λίγο θόρυβος, λίγο σούσουρο, να ακουστεί κάτι.
Είχα χρόνο να σκεφτώ. Όταν είσαι μέσα, ξεσκαρτάρεις ανθρώπους. Σε ξεχνάνε... Βλέπεις ποιοι μετράνε σαν φίλοι και ποιοι όχι. Αναθεωρείς πολλά. Μετά από κάποιο διάστημα ερχότανε η μάνα μου επισκεπτήριο, δύσκολη στιγμή, πίσω από ένα τζάμι να με κοιτάει απογοητευμένη δίχως να μου μιλάει. Αρκετές φορές έφευγε, άλλες φορές σήκωνε το τηλέφωνο και μου μιλούσε κι εγώ της έλεγα ότι τα πράγματα μέσα στην φυλακή είναι ήρεμα, δεν γίνονται φασαρίες, δεν έχει πρέζα… Αυτή όμως γνώριζε. Μετά έφυγα. Με στείλανε στη Χίο. Εκεί ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα. 80 Έλληνες, 20 παλαιστίνιοι και 20 Τούρκοι δουλέμποροι. Κρατούσαμε τη φυλακή, είναι από τις λίγες φυλακές που το κουμάντο το έχουν Έλληνες, γνώριζα τα πάντα ποιος που και γιατί, κάθε μέρα μαστούρες αφού ο γιατρός σου έδινε χάπια με την χούφτα, αρκεί να του έλεγες ότι δεν είσαι καλά κι ότι είσαι λίγο αγχωμένος. Πολύ φάρμακο στην Χίο. Θυμάμαι μια εποχή που είχαμε μια υποχρέωση σε κάτι Χιώτες, πετάξαμε ένα μπαλάκι του τένις έξω από την φυλακή και το πήραν αυτοί γιατί ήταν χαρμάνια. Μέσα στο μπαλάκι είχαμε βάλει 40 χάπια. Πολύ φάρμακο στη Χίο. Και να οι ύπνοι και τα βαριά ηρεμιστικά. Ένα σκηνικό με τη μάνα μου στο τηλέφωνο «ποιος είσαι; Είχα ένα γιο αλλά πέθανε στη φυλακή από ναρκωτικά» μου είπε και πάγωσα. Μου έφυγε το τηλέφωνο από το χέρι, έτρεξα στο κρεβάτι μου έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι κι έκλαψα. Το πήρα απόφαση. Τα 'κοψα μαχαίρι…
Όπως είχε πει κι ο μπάρμπα-Γιακουμής: «όποιος πιει νερό απ τον Κορυδαλλό ξαναεπιστρέφει». Έτσι κάπως γύρισα κι εγώ, στην ίδια πτέρυγα αλλά σε άλλο κελί αυτήν τη φορά στο Δ80, ξεκίνησα και το πρόγραμμα απεξάρτησης του 18 άνω μέχρι που πήρα το αποφυλακιστήριο. Συνέχισα το πρόγραμμα κι έξω το οποίο κι ολοκλήρωσα! Όταν θες να προχωρήσεις, σπας τους δεσμούς. Όποια συναισθηματική ταύτιση κι αν έχεις με το συγκάτοικο σου, δεν γυρνάς το βλέμμα πίσω… Πριν ένα χρόνο στο κελί Δ80 ξέσπασε φωτιά και κάηκαν 4 άνθρωποι".
Μιχάλης