Τα κορόμηλα της κυρά Νέτας
Στη γειτονιά μας είχαμε μια γεροντοκόρη. Ζούσε μόνη πίσω από το χασάπικο του Ράππου, που όταν έσφαζε κάνα γουρούνι, πήγαινε και της δίνανε τα περιττά λίπη του γουρουνιού και τα έβραζε και έφτιαχνε ένα δικό της λίπος. Ήταν γρηά η κυρά Ανέτα και όταν μάς φώναζε να της κάνουμε κάνα θέλημα, ποιός θα πρωτοπήγαινε να την εξυπηρετήσει. Η αμοιβή μας ήταν μια φέτα ψωμί αλειμμένη με βούτυρο γουρουνήσιο. Με την πείνα που είχαμε, μάς φαινόταν παντεσπάνι. Η κυρά Νέτα είχε στον κήπο της και μια κορομηλιά που κάθε χρόνο έσπαζε από καρπό, αλλά προτιμούσε να τα αφήνει να πέφτουν χάμω να σαπίζουν και δεν μάς έδινε. Καθόταν η κυρά Νέτα μέρα νύχτα με ένα πλεχτό στην πόρτα της αυλής και δεν μπορούσαμε να μπούμε να κόψουμε κανένα κορόμηλο. Στη γειτονιά μας είχαμε στήσει μια συμμορία, εμείς τα παιδιά του φωτογράφου με το Δημήτριο Τριανταφύλλου ή Ντρέλη που τότε εργαζόταν στου Ζαμμά το επιπλοποιείο. Πάει ο Μήτσος κρυφά την ώρα που κοιμόταν, ανεβαίνει στο δέντρο και δένει μια πετονιά στην κορυφή του δέντρου και την άλλη άκρη τη φέρνει στο μαγαζί του Ζαμμά. Η κυρά Νέτα το μεσημέρι για να μην της κλέψουν τα κορόμηλα, καθόταν κάτω από το δέντρο και έπλεκε τα τσουράπια της. Τότε δίναμε το σύνθημα στο Μήτσο και τράβαγε την πετονιά και πέφταν τα κορόμηλα πάνω στην κυρά Νέτα η οποία νόμιζε πως είχαν ανέβει πάνω στο δέντρο και φώναζε, κατέβα κάτω βρε καταραμένο και θα σου βγάλω τ’άντερα. Είχε και ένα μαχαίρι και περίμενε. Ξανατραβάγαμε την πετονιά και πέφταν άλλα πάνω της και ξαναφώναζε. Εμείς απ’έξω ξεκαρδισμένοι στα γέλια, και να ξαναφωνάζει, βρε στρίγγλε κατέβα και θα δεις τι θα σου κάνω, τ’άντερα κοκορέτσι να τα φας.
Κοτσιλιές στο δέμα
Στη γειτονιά μας είχαμε το κατάστημα του Νίκου Σγόντζου, και σκεφτήκαμε να βρούμε κάτι για να διασκεδάσουμε. Σε ένα κουτί βάζαμε κοτσιλιές της κότας και χώμα, το τυλίγαμε με ωραίο χαρτί απ’έξω και γράφαμε «δια κ.Ν.Σγόντζο» και το αφήναμε στο γεφύρι και κρυβόμασταν στη μάντρα να δούμε τι θα γίνει. Αν το έβρισκε καμιά τίμια γυναίκα το έπαιρνε και το πήγαινε της κυράς Φωφώς του Σγόντζου να το παραδόσει, μήπως έπαιρνε και την αμοιβή της. Μόλις το άνοιγαν και τους έπαιρνε η μυρωδιά, έτρεχαν να το πετάξουν στο ποτάμι γιατί νόμιζαν ότι ήταν μάγια. Εμείς να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Πολλά απο τα δέματα που αφήναμε, τα παίρνανε και μην τον είδατε τον Παναή! Η ιστορία συνεχίστηκε για δυο εβδομάδες μέχρι που μάς πήρανε χαμπάρι, διότι ο Ν.Σγόντζος είχε έναν υπάλληλο που τον λέγανε Καραμπατάκια και μάς έπιασε και φάγαμε το ξύλο της χρονιάς.
Στο σχολείο
Πολλές φορές αναλογίζομαι και λέω, γιατί η νεολαία του καιρού μας έκανε τόσες διαβολιές, ενώ η σημερινή δεν μάς μοιάζει. Και λέω, τότε εμείς πηγαίναμε σχολείο με μια τσάντα πάνινη που μάς έφτιαγνε η μάνα μας και μέσα βάζαμε την πλάκα με το κοντύλι όπου γράφαμε και μ’ένα σφουγγαράκι σβύναμε. Αργότερα είχαμε το βιβλίο το αναγνωστικό, ένα τετράδιο, το μελανοδοχείο και τον κονδυλοφόρο. Είχαμε και πολύ ελεύθερο χρόνο να παίξουμε. Είχαμε πολλές αλάνες για παιχνίδια που τότε ήταν το ξυλίκι, το κρυφτό, κλέφτες κι αστυνόμοι, τα βολάκια, η μακρυά γαϊδούρα, ζουμ ζουμ περνά η μέλισσα, νάτο νάτο το δαχτυλίδι, παίρνω αμπάριζα και βγαίνω, σού δίνω τον κάλι με ένα πορτοκάλι, μπάλες καβάλες, ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι. Και φυσικά το ποδόσφαιρο με μια μπάλα που μάς φιάγναν από πανί γεμιστό με κουρέλια και το κλωτσάγαμε ξυπόλυτοι και σε χωματένιους δρόμους και γυρίζαμε σπίτι καταματωμένοι όπου η μάνα μας έβλεπε τα χάλια που είχαμε, και τρώγαμε και ξύλο. Είχαμε και τον πετροπόλεμο. Κάθε γειτονιά είχε τη συμμορία, η κονοπίτσα, η αγορά, το λιμάνι, τα κοκκινάρια, κι αλοί και τρις αλοί σε όποιον ερχόταν από άλλη γειτονιά… Δεν έχουν οι νέοι σήμερα το χρόνο που είχαμε εμείς. Πού είναι οι αλάνες που γίναν όλες οι πλατείες οικόπεδα! Τα σημερινά παιδιά τα έχουν κάνει γαϊδούρια φορτωμένα με σάκες με πολλά βιβλία, με ξένες γλώσσες, με κομπιούτερ, με ηλεκτρονικά παιχνίδια, με το κινητό τηλέφωνο, κλεισμένα στο σπίτι γιατί δεν έχουν μέρος και χρόνο να παίξουν. Εμείς τότε είχαμε θρανία για 2 παιδιά και μάς στριμώγνανε 3 και 4 παιδιά μαζί και σπρώγναμε ο ένας τον άλλο για να κάτσουμε. Θυμάμαι την κυρά Κασσάνδρα που με σπρώχνανε και βγήκα απο το κάθισμα και έπεσα και φάγαμε το ξύλο της χρονιάς, κι ο άλλος που με έσπρωξε πηδάει σαν μαϊμού απο το παράθυρο στη μυγδαλιά για να μη φάει ξύλο και χάθηκε για δυο μέρες ώσπου να ξεχαστεί. Πολλοί που δεν ξέραν το μάθημα κάνανε τα ίδια, απο το παράθυρο και μην τους είδατε. Πολλά παιδιά βοηθούσαν τον πατέρα τους που δούλευε στην τράτα και ήρχοντο αδιάβαστοι και όταν τους σήκωνε η δασκάλα, πάλι από το παράθυρο στη μυγδαλιά. Είχαμε τότε συμμαθητές που για διάφορους λόγους έμεναν πέντε και έξη χρόνια στην ίδια τάξη.
Μια μαγική εικόνα
Θυμάμαι μια φορά την ώρα του μαθήματος ζωγράφιζα σε μια πλάκα την Παναγία με το Χριστό. Μου την παίρνει η κυρία Κασσάνδρα και περίμενα να φάω το ξύλο της χρονιάς μου. Ευτυχώς της άρεσε τόσο πολύ που το πήρε και το κρέμασε στο γραφείο των δασκάλων, με φίλησε και μου αγόρασε καινούργια πλάκα. Τώρα τι γινότανε – όταν ο καιρός ήταν νοτιάς, η Παναγία έσβυνε, κι όταν φύσαγε βοριάς ξαναζωντάνευε. Αυτό τους έκανε εντύπωση, το πήραν για θαύμα κι από τότε με είχανε το άγιο παιδί του φωτογράφου. Πού να ξέρανε μετά τι έκανα… Είχαμε βρει ένα χαρτονόμισμα ξένο που έμοιαζε με 50ρικο, το δέναμε με μια κλωστή, με την άλλη άκρη κρυβόμαστε σε μια μάντρα και μόλις βλέπαμε κι ερχόταν κανείς, το τραβάγαμε και τα γέλια που κάναμε!
Η Ρουκουντούνα και η σκρουκοφωλιά
Αυτό δεν είναι τίποτε, θυμάμαι εκεί που τώρα είναι το ξενοδοχείο Σολέιγ (Soleil) του Μπαρδάκου ήταν το φορνατζίδικο του Πηρούνη και στη γωνία προς τη θάλασσα είχε μια τρύπα και μέσα εκατοντάδες σκούρκοι (σφήκες, για όσους δεν τους ξέρουνε). Τότε εγώ με τον Νίκο Κασσιώτη (ή Σελέμη) παίρνουμε ένα καλάμι μακρύ κι όποιον βλέπαμε και πέρναγε από την παραλία, βάζαμε την άκρη του καλαμιού στην τρύπα και ξεχύνονταν δεκάδες σκούρκοι και πέφτανε στον άνθρωπο και τον κάνανε αγνώριστο. Σε μια στιγμή βλέπει ο Νίκος τον θείο του τον Ρουκουντούνα. Μου λέει, «τώρα θα δεις γιατί μου είχε ρίξει ξύλο την προηγουμένη γιατί δεν πήγα να του πάρω τσιγάρα», και μόλις τσινάει τη φωλιά ξεχύνονται και τον βάζουν στο κυνήγι, γέρος άνθρωπος, και να τρέχει να σωθεί, έγινε Λούης αλλά τον πρόλαβαν και τον έκαναν σαν μπαλόνι. Μόλις πήγε σπίτι του και τον είδε η κυρα Ρήνη Ρουκουντούνενα, τρόμαξε να τον γνωρίσει. Του λέει, «και σου είπα βρε γρουσούζη σήμερα μη βγεις έξω γιατί είδα όνειρο ότι μαγείρευα σουπιές με ούλο το μελάνι, και να που μάς βρήκε το κακό!» Τον παίρνει και τον πάει στον Άγιο Νικόλα, τον άλειψε με λάδι από το καντήλι του αγίου και ευτυχώς έγινε καλά.
Παγίδες στους περαστικούς.
Ο δρόμος προς του Σγόντζου ήταν χωματένιος και περαστικός. Εμείς σκάβαμε γούβες, βάζαμε νερό και τις κλείναμε μ’ένα χαρτονάκι και από πάνω χώμα κι όποιος πέρναγε αμέριμνος έμπαινε το πόδι του μέσα, και τις βλαστήμιες που ακούγαμε δεν λέγεται. Κάποιος μάς είδε και το λέει του Μπατσώνη. Τότε ο Δήμος τον έβαζε για παιδονόμο και άμα κάναμε καμιά αταξία τρώγαμε ξύλο, πολλές φορές για να μάς φοβερίσει είχε μια σαλαχοουρά, άμα έτρωγες μια, σού μάτωνε το πόδι και τρέχαμε στην κυρά Κοντύλω του Στεφάνου που μάς έβαζε φύλλο από λόλο και γινόμασταν καλά. Τα χρόνια εκείνα είχαμε έναν ψαρά που είχε μια βαρκούλα. Ίσα ίσα που χώραγε. Ήταν κουτσός με μια πατερίτσα, το πώς έμπαινε με ένα πόδι και πώς έβγαινε από τη βάρκα, ένα Θεός το ξέρει. Αυτόν τον άνθρωπο, αν του φώναζες «κερατάκια βγάλε το παιδί από την πλώρη» εθύμωνε τόσο πολύ που είχε κρυμμένες στη βάρκα πέτρες και στις πέταγε κι όποιον πάρει ο χάρος. Έτσι μέχρι σήμερα έχω ένα σημάδι στο κεφάλι μου από πέτρα που με πέτυχε.
Βρε τουρκόπουλα!
Στο σχολείο άμα θέλαμε να εκδικηθούμε κάνα συμμαθητή μας, τι κάναμε; Παίρναμε σύκα, βάζαμε μέσα τριμμένο φελλό και του δίναμε να φάει. Με την πείνα που είχε το έτρωγε και την ώρα του μαθήματος άρχιζε ο κανονιοβολισμός χειρότερα από φασουλάδα. Θυμάμαι στα διαλείμματα που κάναμε στο Β’ Δημοτικό Σχολείο, εγώ με τον Νίκο Αργύρη πηγαίναμε σε μια θεία του την Αργυρώ Κόκκορη, μάς άλειφε μια φέτα ψωμί με ζάχαρι ή μπελτέ και τρώγαμε στο διάλειμμα. Ήταν για μάς παντεσπάνι! Επίσης πηγαίναμε συμμορία στο μύλο του μυλωνά όπου είχε πολλές μυγδαλιές. Πριν καλά καλά πήξουνε τα τρώγαμε και μια φορά μάς έπιασε η κυρά Λένη του μυλωνά και να μάς λέει, «βρε τουρκόπουλα ακόμα δεν βγήκαν από τα πουκαμισάκια και ήλθατε να τα φάτε!» Εγώ ήμουν πάνω στη μυγδαλιά και δεν με είδε, έφυγα όταν βράδυασε και γλύτωσα το ξύλο ενώ ο Δαμιανός έφαγε που έβαλε και στην τσέπη του. Άλλη μια φορά ήταν Κατοχή και ανεβήκαμε στην συκιά του Ίωνα του Τσαπάρα και μάς βλέπει ο πατέρας του και το λέει του Σπύρου του Καλογιάννη (ή Μπέη). Τότε έκανε τον αστυνόμο και μάς πιάνει και μάς κλείνει φυλακή εκεί που ήταν το Λιμεναρχείο.