Ένα έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα -
"Νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου! Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος!"
Σαν ελληνική ταινία του '60, η ιστορία του «δολοφόνου των ιερόδουλων». Ένα αγοράκι γεννιέται το '74 στην Κοκκινιά, σε φτωχικό σπίτι. Μεγαλώνοντας, όταν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, αντί να μετράει τα άστρα και να ονειρεύεται όπως τα άλλα παιδιά, ζει καθημερινά αντιμέτωπο με το πιο σκληρό πρόσωπο της βίας, που δεν είναι άλλο από αυτό του ίδιου του πατέρα του, ο οποίος κακοποιεί τον μικρό Αντώνη Δαγκλή, τον αδελφό του και τη μητέρα του. Τα υπόλοιπα, αναμενόμενα για όσους γνωρίζουν το θλιβερό παρελθόν του.
Το 1986, όταν ο Αντώνης Δαγκλής ήταν 12 χρόνων, ο πατέρας του φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας χρέη στην οικογένεια. Εκείνος, για να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα του, σταματά το σχολείο και εργάζεται σε εταιρεία. Με σωρεία ψυχολογικών προβλημάτων, που φυσικά προέρχονται από τη βάναυση συμπεριφορά του πατέρα του απέναντί τους, τέσσερα χρόνια μετά συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται για αποπλάνηση ανήλικης. Για έξι μήνες βρίσκεται στο αναμορφωτήριο. Η μητέρα του, στο μεταξύ, εργάζεται σε μπαρ αλλά δεν του το αποκαλύπτει.
«Να ποια είναι η μάνα σου!»
Όπως θα υποστηρίξει ο Δαγκλής στην κατάθεσή του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας στις 16/1/1997 τον τραυμάτισε ψυχικά το γεγονός ότι είδε τη μάνα του να κάνει σεξ με άντρα. Εκείνη τη στιγμή άλλαξαν τα πάντα. Η αγάπη που ένιωθε για εκείνη αυτομάτως έγινε μίσος. «Ο πατέρας μου μας άφησε ατελείωτα χρέη. Μας πέταξαν έξω από το σπίτι. Δεν είχαμε πού να μείνουμε. Τα κατέσχεσαν όλα και καταλήξαμε να μένουμε σε ξενοδοχεία», έλεγε στους δημοσιογράφους κατά τη δίκη του.
Η μητέρα του, από την άλλη, υποστήριζε: «Δεν μίλησα στο παιδί μου τότε γι'αυτή τη δουλειά. Κάποιος καλοθελητής γείτονας παίρνει τον Αντώνη που ήταν μικρός και μου τον φέρνει στο μαγαζί λέγοντάς του: "να ρε ποια είναι η μάνα σου η πόρνη". Το παιδί με βλέπει και αμέσως το βάζει στα πόδια και πάει στο ξενοδοχείο (...). Εγώ έφυγα νωρίτερα εκείνη τη νύχτα από το μαγαζί. Πήγα στο ξενοδοχείο και βρήκα τον Αντώνη πνιγμένο στο κλάμα. "Γιατί μάνα να μου πεις ψέματα; (...)". "Μα αγόρι μου, δεν σου είπα ψέματα, αλλά έπρεπε να πάω σε αυτή τη δουλειά. Με είδες να κάνω τίποτα κακό;" (...)», έλεγε, μεταξύ των άλλων, στον «Ελεύθερο Τύπο» (23/1/1997).
29 Οκτωβρίου 1995 και κοντά στα διόδια της Τραγάνας ανακαλύπτεται διαμελισμένο πτώμα: Πρόκειται για την 29χρονη ιερόδουλη Ελένη Παναγιωτοπούλου που βρέθηκε με κομμένα σπλάχνα και τις θηλές από το στήθος. Η τραγική κατάσταση στην οποία ήταν το πτώμα, όπως ήταν φυσικό, σόκαρε τις διωκτικές Αρχές αλλά και την κοινωνία. Η πρωτοφανής αγριότητα του δολοφόνου πάγωσε το πανελλήνιο, δυστυχώς όμως δεν ήταν η τελευταία...
Περίπου δύο μήνες μετά, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1995, περαστικοί βρίσκουν εντελώς τυχαία στον Βοτανικό το πτώμα της 26χρονης πόρνης Αθηνάς Λαζάρου. Τα στοιχεία πλέον έδειχναν καθαρά ότι η Αστυνομία είχε να κάνει με έναν serial killer ιερόδουλων. Ψυχολόγοι ανιχνεύοντας την προσωπικότητά του υποστηρίζουν πως είναι πεπεισμένοι ότι έχει ψυχολογικά προβλήματα από την παιδική του ηλικία.
Σύλληψη και ομολογία τρίτου φόνου
24 Ιανουαρίου 1996, και ύστερα από συντονισμένες ενέργειες και παρακολούθηση, οι αστυνομικοί πραγματοποιούν έλεγχο σε ένα λευκό φορτηγάκι. Ένα φορτηγάκι που έμοιαζε με τις περιγραφές των μαρτύρων που κινούνταν στις πιάτσες με τις ιερόδουλες... Υπήρχαν βάσιμες υποψίες πως ανήκε στον κατά συρροή δολοφόνο, και όντως έτσι ήταν: Στο εσωτερικό του είχε τοποθετηθεί στρώμα από αφρολέξ ενώ υπήρχε και ένα κουτί με εργαλεία. Το γεγονός πως στο κουτί αυτό βρέθηκε και ένας σταυρός που ανήκε στη νεκρή Παναγιωτοπούλου τούς οδήγησε στη σύλληψη του ιδιοκτήτη.
Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Αντώνη Δαγκλή, ο οποίος όχι μόνο παραδέχτηκε τους φόνους αλλά ομολόγησε πως το 1993 με το ίδιο λευκό Volkswagen φορτηγάκι (τo ασύλληπτο, δε, της υπόθεσης είναι πως στο φορτηγάκι είχε και εικόνα της Παναγίας), ενώ ήταν 18 στα 19, είχε διαπράξει ακόμα ένα έγκλημα: Είχε πάρει με το αμάξι μια πόρνη από την οδό Σέκερη, που του είπε ότι την έλεγαν Καίτη, πήγαν μαζί στον Καρέα, την έγδυσε, έκαναν σεξ και κατά τη συνουσία τη στραγγάλισε. Όπως ομολόγησε, τοποθέτησε το πτώμα σε απόμερο σημείο, επιστράτευσε μαχαίρι και πριόνι και το τεμάχισε, διασκορπίζοντας στη συνέχεια τα μέλη του σε διάφορα σημεία της Αθήνας ούτως ώστε να μην εντοπιστούν. Τα στοιχεία του πρώτου του θύματος δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ από τις Αρχές!
Στο δικαστήριο αναγνώστηκε η πραγματογνωμοσύνη που είχαν συντάξει οι ψυχίατροι Χρ. Βούρδας και Νικ. Παπαναστασίου, σύμφωνα με την οποία ο δράστης είχε σεξουαλική διαστροφή, ωστόσο δεν υπέφερε από ψυχική νόσο. Ο Χρ. Βούρδας, καταθέτοντας στη δίκη, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο Δαγκλής μού είπε για τρεις ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. (...) Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή, και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. (...) Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που έχει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο». Απόκλιση από την άποψη αυτή εξέφρασε ο ψυχίατρος του Ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού Μ. Σκόδρας, που παρακολουθούσε τον κατηγορούμενο κατά την προφυλάκισή του, ο οποίος βεβαίωσε ότι ο Αντώνης Δαγκλής παρουσίαζε «δυσθυμική διαταραχή της προσωπικότητάς του».
Ο κατηγορούμενος από την άλλη είπε στην ομολογία του: «Πήγαινα κανονικά μαζί τους (σ.σ.: τις ιερόδουλες) για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον... (...) Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. (...) Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα.(...) Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας πω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες(...).
Η μεγαλύτερη ποινή
Ο ίδιος ο δράστης είπε στη διάρκεια της δίκης: «Νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου!» Τέτοιο μίσος είχε γι'αυτήν... Στο πρόσωπο των θυμάτων του έβλεπε την αμαρτία της μάνας του, την οποία ήθελε να εκδικηθεί, αλλά τελικά συγχώρησε. Μετά την ομολογία ήρθε και η καταδίκη: Τον Ιανουάριο του 1997, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας επέβαλε στον Αντώνη Δαγκλή 12 φορές ισόβια κάθειρξη για τρεις δολοφονίες γυναικών, έξι απόπειρες ανθρωποκτονιών, δέκα ληστείες, βιασμούς, προσβολή μνήμης νεκρού, που αφορά στον τεμαχισμό πτωμάτων, και βιασμούς ιεροδούλων.
Συγκεκριμένα, πέραν των δολοφονιών, τον Σεπτέμβριο του '95 λήστεψε τη 46χρονη Θ. Μαλέλη, αποπειράθηκε να στραγγαλίσει και τελικά μόνο λήστεψε την 38χρονη Δ. Βεντούρη-Βλαχάκη και επίσης λήστεψε την 29χρονη Αλ. Μηλιώνη καθώς και την 31χρονη Κ. Μαγδαληνού. Επίσης επιτέθηκε στην 30χρονη Αγγλίδα Αν Χάμσον. Τον Οκτώβριο του '95 αποπειράθηκε ακόμα μία φορά να σκοτώσει αλλά λήστεψε μόνο τελικά την 33χρονη Ευμ. Μπαρμπούδη, επιτέθηκε και λήστεψε την Α. Ζαχαρίου και προσπάθησε να στραγγαλίσει την 29χρονη Π. Καϊτατζή.
Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ποινή που είχε επιβληθεί μέχρι τότε σε καταδικασθέντα αφότου καταργήθηκε η θανατική ποινή στην Ελλάδα. Η δίκη του, μάλιστα, ήταν επεισοδιακή, καθώς η μητέρα του κατά την ακρόαση της ετυμηγορίας των δικαστών λιποθύμησε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Η συνέχεια, ακόμα πιο τραγική: Τον Αύγουστο του '97 βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί 33 του Ψυχιατρείου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού. Όλοι τότε μίλησαν για αυτοκτονία, πλην όμως τα αίτιά της ποτέ δεν γνωστοποιήθηκαν...
Πηγή: http://www.eglimatikotita.gr