Εβδομήντα χρόνια πέρασαν από τότε (1938) που οι Αθηναίοι απέκτησαν το επίσημο ραδιόφωνό τους. Το «μαγικό κουτί» που ενθουσίασε τους κατοίκους της πρωτεύουσας και τους κράτησε συντροφιά σε δύσκολες και χαρούμενες στιγμές, έχει πλούσια ιστορία.Ευτυχώς, οι αρμόδιοι των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων φρόντισαν ώστε η επέτειος να γιορτασθεί με τον κατάλληλο τρόπο και ακόμη περισσότερο με τη δέουσα σοβαρότητα. Ο Μικρός Ρωμηός ως ελάχιστη συμβολή στους εορτασμούς δημοσιεύει άγνωστες στο ευρύ κοινό… ραδιοφωνικές ιστορίες.«Μέσα εις το ωραίο σας σαλονάκι, εις την γλυκείαν ζέστην και την ησυχίαν του σπιτιού σας, κεκλεισμένων των θυρών και των παραθύρων, μπορείτε σήμερα να περάσετε θαυμάσια τη βραδυά σας, αν έχετε ένα δέκτην ραδιοσυναυλιών». Αυτή είναι η διαφήμιση ενός από τους πρώτους αντιπροσώπους ραδιοφώνων στην Αθήνα, όπως δημοσιευόταν στις εφημερίδες το 1926. Πρόκειται για μία από τις διαφημίσεις των πρώτων ραδιοφώνων. Απευθύνονταν βέβαια στα υψηλά βαλάντια, δεδομένου ότι οι «δέκτες» κόστιζαν 20.000 δραχμές, μια ολόκληρη περιουσία. Όσο κόστιζε ένα μικρό σπιτάκι στις λαϊκές συνοικίες της πόλης.Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που διέθεταν το 1926 ραδιόφωνο ή για την ακρίβεια «δέκτες ραδιοσυναυλιών του τελειοτέρου γαλλικού συστήματος Εταμπλισμάν Ραντιό Ελ Ελ», όπως διέσωσε σε σχετικό ρεπορτάζ του 1956 ο Γιάννης Καιροφύλας. Και δεν ήταν εύκολο να αποκτήσει και να εγκαταστήσει κάποιος στο σπίτι του συσκευή. Προφανώς για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να εκδοθεί ειδική άδεια από το Υπουργείο Ναυτικών. Οι «δέκτες ραδιοσυναυλιών» αποτελούνταν από ένα τετράγωνο κιβώτιο μεγέθους μιας συνηθισμένης βαλίτσας, από ένα μεγάφωνο χωνί γραμμοφώνου, από ένα πλαίσιο αποτελούμενο από σύρμα τυλιγμένο και από μία ηλεκτρική συστοιχία δύο μπαταριών.Φαίνεται πως η πρώτη λήψη εκπομπής έγινε το 1926 στο σπίτι του αντιπροσώπου και διευθυντή της γαλλικής εταιρείας, ονόματι Πέτριτς, που βρισκόταν στην οδό Αλκαμένους 38. Η μετάδοση εκπομπής από τη Ρώμη υπήρξε μέγα γεγονός για τη μικρή ακόμη κοινωνία της πρωτεύουσας. Μετεωρολογικό δελτίο, τιμές συναλλάγματος και εμπορευμάτων και «αρμονικοί ήχοι γλυκύτατης ορχήστρας». «Όλοι έμειναν κυριολεκτικώς κατάπληκτοι δια την διαύγειαν και ζωηρότητα με την οποίαν ηκούοντο οι καλλιτέχναι του μελοδράματος και η ορχήστρα» ανέφερε το σχετικό ρεπορτάζ, συμπληρώνοντας ότι «ενόμιζε κανείς ότι ευρίσκεται εντός θεάτρου…». Εντύπωση επίσης προκάλεσε το γεγονός της ρύθμισης της ώρας: «Μετά παρέλευσιν ολίγων λεπτών ηκούσθησαν πέντε ισχυρότατοι ήχοι καμπάνας. Προειδοποιούσεν ο Άγιος Πέτρος της Ρώμης, τους παρακολουθούντας τον σταθμόν αυτόν, δια να δώση την ακριβή ώραν». Στη συνέχεια μεταδόθηκε πρόγραμμα «τζαζ μπαντ, η οποία έπαιζε εις ξενοδοχείον, όπου εδίδετο την νύκτα εκείνην επίσημος χορός».Ποικίλες όμως ήταν και οι απορίες που γεννήθηκαν στους λίγους Έλληνες ακροατές που έμεναν κοντά στο σπίτι του Πέτριτς. «Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβη πως είναι δυνατόν ν’ ακούγεται μια ορχήστρα την ίδια στιγμή που έπαιζε σε ένα ξενοδοχείο. Ο αντιπρόσωπος της γαλλικής εταιρείας προσπάθησε να εξηγήσει σε όσους είχε καλέσει στο σπίτι του πως λειτουργούσε η «ραδιοτηλεφωνική» συσκευή, ενώ «οι κάτοικοι της πρωτευούσης έκαναν σαν μικρά παιδιά, καθόντουσαν έξω από τα παράθυρα και κάτω από τα μπαλκόνια και σχημάτιζαν ολόκληρη διαδήλωσι για να δουν και ν’ ακούσουν το μαγικό αυτό μηχάνημα, που μιλούσε και τραγουδούσε χωρίς κανένας να το αγγίζη. Μερικοί, μάλιστα, στην αρχή υποψιάστηκαν μήπως πρόκειται για καμμιά φάρσα και οι κάτοχοι των ραδιοφώνων έχουν κρυμμένο μέσα στη συσκευή κανένα γραμμόφωνο»!Στις αρχές του 1930, και αφού ήδη είχε προηγηθεί πειραματική εκπομπή από τη «Σχολή Μεγαρέως», στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη η λειτουργία του Ραδιοφώνου Τσιγγιρίδη, θα εκπέμψει πομπός που είχε τοποθετηθεί στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» (πλατεία Καρύτση), σε συνεργασία με τον Όμιλο Φίλων του Ασυρμάτου. Ήταν η προσπάθεια προοδευτικών ανθρώπων της εποχής να διαφημίσουν τα οφέλη του ραδιοφώνου. Είχε προηγηθεί σειρά διαλέξεων από Καθηγητές του Πανεπιστημίου και μηχανικούς, ενώ την ημέρα της εκπομπής δόθηκε διάλεξη με θέμα «Σκοπός και ωφελήματα εκ της παγκοσμίου ραδιοφωνίας». Καταγράφεται δε, ως η πρώτη οργανωμένη μνεία και προσπάθεια ανοικτής επικοινωνίας του πολιτισμένου κόσμου. Τα εγκαίνια εκείνου του Σταθμού έγιναν με κάθε επισημότητα από τον Υπουργό Συγκοινωνίας Καραπαναγιώτη, ενώ μεταδόθηκε συναυλία με το έργο «Ελληνική Ραψωδία» από τους καθηγητές του Ελληνικού Ωδείου Ηβη Πανά, Τ. Σούλτσε, Σ. Μάγκου και Α. Αντωνοπούλου. Ο πομπός είχε εγκατασταθεί σε ειδικό θάλαμο στον πρώτο όροφο του Παρνασσού, ενώ η κεραία είχε τοποθετηθεί στη στέγη του κτιρίου. Παραπλεύρως του θαλάμου μάλιστα είχε διαμορφωθεί στούντιο («μουσικός θάλαμος») απ’ όπου μεταδιδόταν η συναυλία, ενώ ραδιόφωνο (δέκτης) είχε τοποθετηθεί στην αίθουσα διαλέξεων και ακουγόταν στο κοινό μέσω ενός μεγαφώνου μεγάλης ισχύος. «Η ακτίς δράσεως του πομπού θα είνε δύο περίπου χιλιόμετρα, κατά συνέπειαν θα ακουσθή εις όλην σχεδόν την πόλιν των Αθηνών υπό των κατόχων ραδιοφωνικών δεκτών», έγραφαν οι εφημερίδες!Με νόμο του 1939, το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά, για ευνόητους λόγους, θα επιχειρήσει να θέσει υπό πλήρη έλεγχο το λαοφιλές ραδιόφωνο. Υποχρέωσε τους κατόχους ραδιοφώνου των Αθηνών και του Πειραιώς να το δηλώσουν επ’ αποδείξει στο Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Από τον Ιούλιο εκείνου του χρόνου, όποιος αγόραζε ραδιόφωνο, το δήλωνε υποχρεωτικά εντός ενός μηνός από την αγορά του, ενώ αντίστοιχες δηλώσεις έπρεπε να γίνουν στις περιπτώσεις πώλησης, μεταβίβασης ή καταστροφής ενός ραδιοφώνου. Εάν το ραδιόφωνο αγοραζόταν από σχολείο, υπεύθυνοι για τη δήλωση ήταν οι διευθυντές, στις επιχειρήσεις οι επιχειρηματίες κ.ο.κ. Όσοι θα αμελούσαν την υποχρέωσή τους τιμωρούνταν με πρόστιμο ή κράτηση και παραπομπή στη δικαιοσύνη. Αντίστοιχες δηλώσεις έπρεπε να υποβάλουν και όσοι πωλούσαν ραδιόφωνα. Εάν παρέλειπαν την υποχρέωσή τους τιμωρούνταν με φυλάκιση 2 μηνών και χρηματική ποινή 20.000 δραχμών. Ουρές σχηματίζονταν καθημερινά στην οδό Φιλελλήνων 26 , εκεί όπου βρισκόταν το Υφυπουργείο Τύπου. Εντός ενός 15νθημέρου (από 10 έως 21 Ιουλίου 1939) είχαν δηλωθεί 13.000 ιδιοκτήτες ραδιοφώνου στην Αθήνα, ενώ επισήμως υπολογιζόταν ότι υπήρχαν 22 με 23 χιλιάδες ραδιόφωνα! Δυστυχώς, αυτή την υποδομή βρήκαν οι Γερμανοί όταν εισέβαλαν στην Αθήνα και κατόρθωσαν να ελέγξουν σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα που υπήρχαν στην πόλη.
Εβδομήντα χρόνια πέρασαν από τότε (1938) που οι Αθηναίοι απέκτησαν το επίσημο ραδιόφωνό τους. Το «μαγικό κουτί» που ενθουσίασε τους κατοίκους της πρωτεύουσας και τους κράτησε συντροφιά σε δύσκολες και χαρούμενες στιγμές, έχει πλούσια ιστορία.Ευτυχώς, οι αρμόδιοι των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων φρόντισαν ώστε η επέτειος να γιορτασθεί με τον κατάλληλο τρόπο και ακόμη περισσότερο με τη δέουσα σοβαρότητα. Ο Μικρός Ρωμηός ως ελάχιστη συμβολή στους εορτασμούς δημοσιεύει άγνωστες στο ευρύ κοινό… ραδιοφωνικές ιστορίες.
«Μέσα εις το ωραίο σας σαλονάκι, εις την γλυκείαν ζέστην και την ησυχίαν του σπιτιού σας, κεκλεισμένων των θυρών και των παραθύρων, μπορείτε σήμερα να περάσετε θαυμάσια τη βραδυά σας, αν έχετε ένα δέκτην ραδιοσυναυλιών». Αυτή είναι η διαφήμιση ενός από τους πρώτους αντιπροσώπους ραδιοφώνων στην Αθήνα, όπως δημοσιευόταν στις εφημερίδες το 1926. Πρόκειται για μία από τις διαφημίσεις των πρώτων ραδιοφώνων. Απευθύνονταν βέβαια στα υψηλά βαλάντια, δεδομένου ότι οι «δέκτες» κόστιζαν 20.000 δραχμές, μια ολόκληρη περιουσία. Όσο κόστιζε ένα μικρό σπιτάκι στις λαϊκές συνοικίες της πόλης.Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που διέθεταν το 1926 ραδιόφωνο ή για την ακρίβεια «δέκτες ραδιοσυναυλιών του τελειοτέρου γαλλικού συστήματος Εταμπλισμάν Ραντιό Ελ Ελ», όπως διέσωσε σε σχετικό ρεπορτάζ του 1956 ο Γιάννης Καιροφύλας. Και δεν ήταν εύκολο να αποκτήσει και να εγκαταστήσει κάποιος στο σπίτι του συσκευή. Προφανώς για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να εκδοθεί ειδική άδεια από το Υπουργείο Ναυτικών. Οι «δέκτες ραδιοσυναυλιών» αποτελούνταν από ένα τετράγωνο κιβώτιο μεγέθους μιας συνηθισμένης βαλίτσας, από ένα μεγάφωνο χωνί γραμμοφώνου, από ένα πλαίσιο αποτελούμενο από σύρμα τυλιγμένο και από μία ηλεκτρική συστοιχία δύο μπαταριών.
Φαίνεται πως η πρώτη λήψη εκπομπής έγινε το 1926 στο σπίτι του αντιπροσώπου και διευθυντή της γαλλικής εταιρείας, ονόματι Πέτριτς, που βρισκόταν στην οδό Αλκαμένους 38. Η μετάδοση εκπομπής από τη Ρώμη υπήρξε μέγα γεγονός για τη μικρή ακόμη κοινωνία της πρωτεύουσας. Μετεωρολογικό δελτίο, τιμές συναλλάγματος και εμπορευμάτων και «αρμονικοί ήχοι γλυκύτατης ορχήστρας». «Όλοι έμειναν κυριολεκτικώς κατάπληκτοι δια την διαύγειαν και ζωηρότητα με την οποίαν ηκούοντο οι καλλιτέχναι του μελοδράματος και η ορχήστρα» ανέφερε το σχετικό ρεπορτάζ, συμπληρώνοντας ότι «ενόμιζε κανείς ότι ευρίσκεται εντός θεάτρου…». Εντύπωση επίσης προκάλεσε το γεγονός της ρύθμισης της ώρας: «Μετά παρέλευσιν ολίγων λεπτών ηκούσθησαν πέντε ισχυρότατοι ήχοι καμπάνας. Προειδοποιούσεν ο Άγιος Πέτρος της Ρώμης, τους παρακολουθούντας τον σταθμόν αυτόν, δια να δώση την ακριβή ώραν». Στη συνέχεια μεταδόθηκε πρόγραμμα «τζαζ μπαντ, η οποία έπαιζε εις ξενοδοχείον, όπου εδίδετο την νύκτα εκείνην επίσημος χορός».
Ποικίλες όμως ήταν και οι απορίες που γεννήθηκαν στους λίγους Έλληνες ακροατές που έμεναν κοντά στο σπίτι του Πέτριτς. «Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβη πως είναι δυνατόν ν’ ακούγεται μια ορχήστρα την ίδια στιγμή που έπαιζε σε ένα ξενοδοχείο. Ο αντιπρόσωπος της γαλλικής εταιρείας προσπάθησε να εξηγήσει σε όσους είχε καλέσει στο σπίτι του πως λειτουργούσε η «ραδιοτηλεφωνική» συσκευή, ενώ «οι κάτοικοι της πρωτευούσης έκαναν σαν μικρά παιδιά, καθόντουσαν έξω από τα παράθυρα και κάτω από τα μπαλκόνια και σχημάτιζαν ολόκληρη διαδήλωσι για να δουν και ν’ ακούσουν το μαγικό αυτό μηχάνημα, που μιλούσε και τραγουδούσε χωρίς κανένας να το αγγίζη. Μερικοί, μάλιστα, στην αρχή υποψιάστηκαν μήπως πρόκειται για καμμιά φάρσα και οι κάτοχοι των ραδιοφώνων έχουν κρυμμένο μέσα στη συσκευή κανένα γραμμόφωνο»!
Στις αρχές του 1930, και αφού ήδη είχε προηγηθεί πειραματική εκπομπή από τη «Σχολή Μεγαρέως», στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη η λειτουργία του Ραδιοφώνου Τσιγγιρίδη, θα εκπέμψει πομπός που είχε τοποθετηθεί στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» (πλατεία Καρύτση), σε συνεργασία με τον Όμιλο Φίλων του Ασυρμάτου. Ήταν η προσπάθεια προοδευτικών ανθρώπων της εποχής να διαφημίσουν τα οφέλη του ραδιοφώνου. Είχε προηγηθεί σειρά διαλέξεων από Καθηγητές του Πανεπιστημίου και μηχανικούς, ενώ την ημέρα της εκπομπής δόθηκε διάλεξη με θέμα «Σκοπός και ωφελήματα εκ της παγκοσμίου ραδιοφωνίας». Καταγράφεται δε, ως η πρώτη οργανωμένη μνεία και προσπάθεια ανοικτής επικοινωνίας του πολιτισμένου κόσμου. Τα εγκαίνια εκείνου του Σταθμού έγιναν με κάθε επισημότητα από τον Υπουργό Συγκοινωνίας Καραπαναγιώτη, ενώ μεταδόθηκε συναυλία με το έργο «Ελληνική Ραψωδία» από τους καθηγητές του Ελληνικού Ωδείου Ηβη Πανά, Τ. Σούλτσε, Σ. Μάγκου και Α. Αντωνοπούλου. Ο πομπός είχε εγκατασταθεί σε ειδικό θάλαμο στον πρώτο όροφο του Παρνασσού, ενώ η κεραία είχε τοποθετηθεί στη στέγη του κτιρίου. Παραπλεύρως του θαλάμου μάλιστα είχε διαμορφωθεί στούντιο («μουσικός θάλαμος») απ’ όπου μεταδιδόταν η συναυλία, ενώ ραδιόφωνο (δέκτης) είχε τοποθετηθεί στην αίθουσα διαλέξεων και ακουγόταν στο κοινό μέσω ενός μεγαφώνου μεγάλης ισχύος. «Η ακτίς δράσεως του πομπού θα είνε δύο περίπου χιλιόμετρα, κατά συνέπειαν θα ακουσθή εις όλην σχεδόν την πόλιν των Αθηνών υπό των κατόχων ραδιοφωνικών δεκτών», έγραφαν οι εφημερίδες!
Με νόμο του 1939, το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά, για ευνόητους λόγους, θα επιχειρήσει να θέσει υπό πλήρη έλεγχο το λαοφιλές ραδιόφωνο. Υποχρέωσε τους κατόχους ραδιοφώνου των Αθηνών και του Πειραιώς να το δηλώσουν επ’ αποδείξει στο Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Από τον Ιούλιο εκείνου του χρόνου, όποιος αγόραζε ραδιόφωνο, το δήλωνε υποχρεωτικά εντός ενός μηνός από την αγορά του, ενώ αντίστοιχες δηλώσεις έπρεπε να γίνουν στις περιπτώσεις πώλησης, μεταβίβασης ή καταστροφής ενός ραδιοφώνου. Εάν το ραδιόφωνο αγοραζόταν από σχολείο, υπεύθυνοι για τη δήλωση ήταν οι διευθυντές, στις επιχειρήσεις οι επιχειρηματίες κ.ο.κ. Όσοι θα αμελούσαν την υποχρέωσή τους τιμωρούνταν με πρόστιμο ή κράτηση και παραπομπή στη δικαιοσύνη. Αντίστοιχες δηλώσεις έπρεπε να υποβάλουν και όσοι πωλούσαν ραδιόφωνα. Εάν παρέλειπαν την υποχρέωσή τους τιμωρούνταν με φυλάκιση 2 μηνών και χρηματική ποινή 20.000 δραχμών. Ουρές σχηματίζονταν καθημερινά στην οδό Φιλελλήνων 26 , εκεί όπου βρισκόταν το Υφυπουργείο Τύπου. Εντός ενός 15νθημέρου (από 10 έως 21 Ιουλίου 1939) είχαν δηλωθεί 13.000 ιδιοκτήτες ραδιοφώνου στην Αθήνα, ενώ επισήμως υπολογιζόταν ότι υπήρχαν 22 με 23 χιλιάδες ραδιόφωνα! Δυστυχώς, αυτή την υποδομή βρήκαν οι Γερμανοί όταν εισέβαλαν στην Αθήνα και κατόρθωσαν να ελέγξουν σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα που υπήρχαν στην πόλη.
Εβδομήντα χρόνια πέρασαν από τότε (1938) που οι Αθηναίοι απέκτησαν το επίσημο ραδιόφωνό τους. Το «μαγικό κουτί» που ενθουσίασε τους κατοίκους της πρωτεύουσας και τους κράτησε συντροφιά σε δύσκολες και χαρούμενες στιγμές, έχει πλούσια ιστορία.Ευτυχώς, οι αρμόδιοι των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων φρόντισαν ώστε η επέτειος να γιορτασθεί με τον κατάλληλο τρόπο και ακόμη περισσότερο με τη δέουσα σοβαρότητα. Ο Μικρός Ρωμηός ως ελάχιστη συμβολή στους εορτασμούς δημοσιεύει άγνωστες στο ευρύ κοινό… ραδιοφωνικές ιστορίες.
«Μέσα εις το ωραίο σας σαλονάκι, εις την γλυκείαν ζέστην και την ησυχίαν του σπιτιού σας, κεκλεισμένων των θυρών και των παραθύρων, μπορείτε σήμερα να περάσετε θαυμάσια τη βραδυά σας, αν έχετε ένα δέκτην ραδιοσυναυλιών». Αυτή είναι η διαφήμιση ενός από τους πρώτους αντιπροσώπους ραδιοφώνων στην Αθήνα, όπως δημοσιευόταν στις εφημερίδες το 1926. Πρόκειται για μία από τις διαφημίσεις των πρώτων ραδιοφώνων. Απευθύνονταν βέβαια στα υψηλά βαλάντια, δεδομένου ότι οι «δέκτες» κόστιζαν 20.000 δραχμές, μια ολόκληρη περιουσία. Όσο κόστιζε ένα μικρό σπιτάκι στις λαϊκές συνοικίες της πόλης.Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που διέθεταν το 1926 ραδιόφωνο ή για την ακρίβεια «δέκτες ραδιοσυναυλιών του τελειοτέρου γαλλικού συστήματος Εταμπλισμάν Ραντιό Ελ Ελ», όπως διέσωσε σε σχετικό ρεπορτάζ του 1956 ο Γιάννης Καιροφύλας. Και δεν ήταν εύκολο να αποκτήσει και να εγκαταστήσει κάποιος στο σπίτι του συσκευή. Προφανώς για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να εκδοθεί ειδική άδεια από το Υπουργείο Ναυτικών. Οι «δέκτες ραδιοσυναυλιών» αποτελούνταν από ένα τετράγωνο κιβώτιο μεγέθους μιας συνηθισμένης βαλίτσας, από ένα μεγάφωνο χωνί γραμμοφώνου, από ένα πλαίσιο αποτελούμενο από σύρμα τυλιγμένο και από μία ηλεκτρική συστοιχία δύο μπαταριών.
Φαίνεται πως η πρώτη λήψη εκπομπής έγινε το 1926 στο σπίτι του αντιπροσώπου και διευθυντή της γαλλικής εταιρείας, ονόματι Πέτριτς, που βρισκόταν στην οδό Αλκαμένους 38. Η μετάδοση εκπομπής από τη Ρώμη υπήρξε μέγα γεγονός για τη μικρή ακόμη κοινωνία της πρωτεύουσας. Μετεωρολογικό δελτίο, τιμές συναλλάγματος και εμπορευμάτων και «αρμονικοί ήχοι γλυκύτατης ορχήστρας». «Όλοι έμειναν κυριολεκτικώς κατάπληκτοι δια την διαύγειαν και ζωηρότητα με την οποίαν ηκούοντο οι καλλιτέχναι του μελοδράματος και η ορχήστρα» ανέφερε το σχετικό ρεπορτάζ, συμπληρώνοντας ότι «ενόμιζε κανείς ότι ευρίσκεται εντός θεάτρου…». Εντύπωση επίσης προκάλεσε το γεγονός της ρύθμισης της ώρας: «Μετά παρέλευσιν ολίγων λεπτών ηκούσθησαν πέντε ισχυρότατοι ήχοι καμπάνας. Προειδοποιούσεν ο Άγιος Πέτρος της Ρώμης, τους παρακολουθούντας τον σταθμόν αυτόν, δια να δώση την ακριβή ώραν». Στη συνέχεια μεταδόθηκε πρόγραμμα «τζαζ μπαντ, η οποία έπαιζε εις ξενοδοχείον, όπου εδίδετο την νύκτα εκείνην επίσημος χορός».
Ποικίλες όμως ήταν και οι απορίες που γεννήθηκαν στους λίγους Έλληνες ακροατές που έμεναν κοντά στο σπίτι του Πέτριτς. «Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβη πως είναι δυνατόν ν’ ακούγεται μια ορχήστρα την ίδια στιγμή που έπαιζε σε ένα ξενοδοχείο. Ο αντιπρόσωπος της γαλλικής εταιρείας προσπάθησε να εξηγήσει σε όσους είχε καλέσει στο σπίτι του πως λειτουργούσε η «ραδιοτηλεφωνική» συσκευή, ενώ «οι κάτοικοι της πρωτευούσης έκαναν σαν μικρά παιδιά, καθόντουσαν έξω από τα παράθυρα και κάτω από τα μπαλκόνια και σχημάτιζαν ολόκληρη διαδήλωσι για να δουν και ν’ ακούσουν το μαγικό αυτό μηχάνημα, που μιλούσε και τραγουδούσε χωρίς κανένας να το αγγίζη. Μερικοί, μάλιστα, στην αρχή υποψιάστηκαν μήπως πρόκειται για καμμιά φάρσα και οι κάτοχοι των ραδιοφώνων έχουν κρυμμένο μέσα στη συσκευή κανένα γραμμόφωνο»!
Στις αρχές του 1930, και αφού ήδη είχε προηγηθεί πειραματική εκπομπή από τη «Σχολή Μεγαρέως», στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη η λειτουργία του Ραδιοφώνου Τσιγγιρίδη, θα εκπέμψει πομπός που είχε τοποθετηθεί στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» (πλατεία Καρύτση), σε συνεργασία με τον Όμιλο Φίλων του Ασυρμάτου. Ήταν η προσπάθεια προοδευτικών ανθρώπων της εποχής να διαφημίσουν τα οφέλη του ραδιοφώνου. Είχε προηγηθεί σειρά διαλέξεων από Καθηγητές του Πανεπιστημίου και μηχανικούς, ενώ την ημέρα της εκπομπής δόθηκε διάλεξη με θέμα «Σκοπός και ωφελήματα εκ της παγκοσμίου ραδιοφωνίας». Καταγράφεται δε, ως η πρώτη οργανωμένη μνεία και προσπάθεια ανοικτής επικοινωνίας του πολιτισμένου κόσμου. Τα εγκαίνια εκείνου του Σταθμού έγιναν με κάθε επισημότητα από τον Υπουργό Συγκοινωνίας Καραπαναγιώτη, ενώ μεταδόθηκε συναυλία με το έργο «Ελληνική Ραψωδία» από τους καθηγητές του Ελληνικού Ωδείου Ηβη Πανά, Τ. Σούλτσε, Σ. Μάγκου και Α. Αντωνοπούλου. Ο πομπός είχε εγκατασταθεί σε ειδικό θάλαμο στον πρώτο όροφο του Παρνασσού, ενώ η κεραία είχε τοποθετηθεί στη στέγη του κτιρίου. Παραπλεύρως του θαλάμου μάλιστα είχε διαμορφωθεί στούντιο («μουσικός θάλαμος») απ’ όπου μεταδιδόταν η συναυλία, ενώ ραδιόφωνο (δέκτης) είχε τοποθετηθεί στην αίθουσα διαλέξεων και ακουγόταν στο κοινό μέσω ενός μεγαφώνου μεγάλης ισχύος. «Η ακτίς δράσεως του πομπού θα είνε δύο περίπου χιλιόμετρα, κατά συνέπειαν θα ακουσθή εις όλην σχεδόν την πόλιν των Αθηνών υπό των κατόχων ραδιοφωνικών δεκτών», έγραφαν οι εφημερίδες!
Με νόμο του 1939, το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά, για ευνόητους λόγους, θα επιχειρήσει να θέσει υπό πλήρη έλεγχο το λαοφιλές ραδιόφωνο. Υποχρέωσε τους κατόχους ραδιοφώνου των Αθηνών και του Πειραιώς να το δηλώσουν επ’ αποδείξει στο Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Από τον Ιούλιο εκείνου του χρόνου, όποιος αγόραζε ραδιόφωνο, το δήλωνε υποχρεωτικά εντός ενός μηνός από την αγορά του, ενώ αντίστοιχες δηλώσεις έπρεπε να γίνουν στις περιπτώσεις πώλησης, μεταβίβασης ή καταστροφής ενός ραδιοφώνου. Εάν το ραδιόφωνο αγοραζόταν από σχολείο, υπεύθυνοι για τη δήλωση ήταν οι διευθυντές, στις επιχειρήσεις οι επιχειρηματίες κ.ο.κ. Όσοι θα αμελούσαν την υποχρέωσή τους τιμωρούνταν με πρόστιμο ή κράτηση και παραπομπή στη δικαιοσύνη. Αντίστοιχες δηλώσεις έπρεπε να υποβάλουν και όσοι πωλούσαν ραδιόφωνα. Εάν παρέλειπαν την υποχρέωσή τους τιμωρούνταν με φυλάκιση 2 μηνών και χρηματική ποινή 20.000 δραχμών. Ουρές σχηματίζονταν καθημερινά στην οδό Φιλελλήνων 26 , εκεί όπου βρισκόταν το Υφυπουργείο Τύπου. Εντός ενός 15νθημέρου (από 10 έως 21 Ιουλίου 1939) είχαν δηλωθεί 13.000 ιδιοκτήτες ραδιοφώνου στην Αθήνα, ενώ επισήμως υπολογιζόταν ότι υπήρχαν 22 με 23 χιλιάδες ραδιόφωνα! Δυστυχώς, αυτή την υποδομή βρήκαν οι Γερμανοί όταν εισέβαλαν στην Αθήνα και κατόρθωσαν να ελέγξουν σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα που υπήρχαν στην πόλη.