Η αγορά των παλιών δίσκων έχει τους δικούς της κανόνες
που υπακούουν περισσότερο στο μεράκι
Πόσο αποδοτική μπορεί να αποδειχθεί η επένδυση
Μοιάζουν με το παλιό κρασί: όσο περνούν τα χρόνια τόσο καλύτεροι γίνονται και όλο πιο ψηλά ανεβαίνει η τιμή τους.
Ο λόγος για τους δίσκους βινυλίου, οι οποίοι ζουν και βασιλεύουν τουλάχιστον στις καρδιές των ανθρώπων εκείνων όπου η ψηφιακή τεχνολογία δεν έχει κάνει πλήρη κατάληψη. Για να μυηθεί κανείς στα μυστικά των ηχητικών αυτών θησαυρών πρέπει να διαθέτει γνώση, μεράκι και χρήματα, με το μεράκι να αποτελεί ίσως την κυριότερη προϋπόθεση για να ασχοληθεί κανείς με αυτή την αγορά.
Οπως κάθε άλλη αγορά, έτσι και αυτή των παλαιών δίσκων έχει το δικό της χρονικό εύρος.«Στην Ελλάδα», λέει ο κ. Ζ. Μαντζουράνης, ιδιοκτήτης καταστήματος παλαιών δίσκων,«η αγορά του μεταχειρισμένου δίσκου αφορά κυρίως την περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του '50 και μετά. Σήμερα θεωρείται πολύ δύσκολο να βρει κανείς στην αγορά προγενέστερα κομμάτια». Ετσι οι πρώτες εκδόσεις δίσκων της δεκαετίας του '50 παρουσιάζουν ιδιαίτερο συλλεκτικό ενδιαφέρον. «Πρόκειται», εξηγεί ο ίδιος, «για προσεγμένες εκδόσεις με πολύ καλή εγγραφή, ποιότητα βινυλίου και χαρτιού στο εξώφυλλο». Και ανάλογα με τη σπανιότητα του δίσκου και φυσικά την κατάστασή του διαμορφώνεται και η τιμή του.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι συλλεκτικοί δίσκοι μπορούν να διακριθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: πρώτον, τις σπάνιες ηχογραφήσεις και, δεύτερον, τους παλιούς δίσκους.
Οι σπάνιες ηχογραφήσεις αναφέρονται περισσότερο σε δίσκους των οποίων οι αρχικές μήτρες έχουν καταστραφεί και δεν είναι εφικτή η επανέκδοσή τους.
Τέτοιοι δίσκοι είναι συνήθως 45 στροφών. Παλιοί δίσκοι είναι αυτοί που ηχογραφήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Στην αγορά των δίσκων ο προσδιορισμός της τιμής είναι δύσκολη υπόθεση. Και αυτό συμβαίνει επειδή τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν την τιμή των δίσκων είναι πολλά και συνήθως υποκειμενικά. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με το εξωτερικό, δεν υπάρχει κάποιο αρμόδιο δημοπρατικό όργανο το οποίο να καταγράφει τους παλιούς δίσκους και με αντικειμενικά κριτήρια να καθορίζει μια τιμή.
«Για τους συλλέκτες αλλά και τους πωλητές», λέει ο κ. Μαντζουράνης, «εκείνα τα στοιχεία που καθορίζουν την τιμή κάποιου δίσκου είναι το περιεχόμενό του, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται τη στιγμή που διατίθεται προς πώληση (αν έχει υποστεί φθορά και ποια είναι αυτή), σε πόσα αντίτυπα είχε πρωτοκυκλοφορήσει και πόσες επανεκδόσεις έχει κάνει ως σήμερα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ηχογραφήθηκε, οι καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν για τη δημιουργία του και τέλος η ζήτηση που υπάρχει».
Οι τιμές των παλιών δίσκων, που έχουν φυσικά κάποια συλλεκτική αξία, ξεκινούν από τις 6.000 δρχ. περίπου. Ως ακριβότερος ελληνικός τίτλος έχει καταγραφεί ο δίσκος του Γ.Ρωμανού «Δύο μικρά γαλάζια άλογα», που άλλαξε χέρια σε δημοπρασία στο Λονδίνο στην τιμή των 1.000 στερλινών, δηλαδή 490.000 δρχ. περίπου.
Το βασικότερο όμως στοιχείο που προσδιορίζει την τιμή είναι το μεράκι του συλλέκτη και το ποσό που ο ίδιος διαθέτει για την αγορά του δίσκου και την αναβίωση των αναμνήσεων που έχει συνδέσει με αυτόν. Για μανιώδεις του είδους ορισμένοι δίσκοι δεν έχουν τιμή και, όταν τους ανακαλύψουν, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν αδρά για να τους αποκτήσουν. Και η απόκτησή τους αποτελεί μέγιστη ικανοποίηση.
«Οι περισσότεροι εκ των συλλεκτών», λέει ο κ. Μαντζουράνης, «είναι άτομα πουασχολούνται με τη μουσική, όπως μουσικοί παραγωγοί ραδιοφώνου αλλά και άτομα που τα ίδια παίζουν κάποιο όργανο. Γι'αυτούς τους ανθρώπους οι συλλεκτικοί δίσκοι δεν έχουν τιμή. Είναι επίσης άνθρωποι που μαγεύονται από τον ήχο του βινυλίου και διαθέτουν μηχανήματα κατάλληλα ώστε να δώσουν πολύ καλό ηχητικό αποτέλεσμα».
«Ενας παλιός δίσκος», λέει ο κ. Γ. Μονεμβασίτης, ραδιοφωνικός παραγωγός της ΕΡΑ, ο οποίος έχει στην κατοχή του χιλιάδες δίσκους βινυλίου που τους έχει αγοράσει κατ'επιλογήν, όπως επισημαίνει, «έχει διαφορετική αξία για τον κάθε συλλέκτη, η οποία δεν είναι πάντα ακουστική. Υπάρχουν δίσκοι σπασμένοι ή σε πάρα πολύ άσχημη κατάσταση και με χαμηλότατη ακουστική απόδοση, που όμως έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση λόγω παλαιότητας και περιορισμένων αντιτύπων».
Πάντως, κάθε είδος μουσικής έχει τους δικούς του λάτρεις και συλλέκτες. Στη χώρα μας οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολούνται με ελληνική μουσική αλλά πολλούς φίλους έχει και το ξένο ρεπερτόριο: ροκ, σόουλ, τζαζ, κάντρι, χέβι μέταλ αλλά και κλασική μουσική.
Τα καταστήματα που εμπορεύονται παλιούς δίσκους συνήθως διαθέτουν όλα τα είδη μουσικής. Από αυτή την αγορά βεβαίως δεν λείπουν και τα εξειδικευμένα καταστήματα που πωλούν δίσκους συγκεκριμένων μουσικών ακουσμάτων. Αναζητώντας το παλιό, καλό βινύλιο
Εκείνοι που έχουν το μεράκι της συλλογής παλιών δίσκων είναι σίγουρα άνθρωποι που γνωρίζουν πώς θα επιλέξουν ένα δίσκο και πώς θα τον διατηρήσουν σε καλή κατάσταση. Αν όμως έχετε ξεκινήσει να δημιουργείτε τώρα τη συλλογή σας με «παλιά βινύλια», υπάρχουν ορισμένα πράγματα που πρέπει να έχετε υπόψη σας τόσο για την αγορά όσο και για τη συντήρηση των κομματιών της συλλογής σας.
Οπως επισημαίνουν συλλέκτες και πωλητές, ένας δίσκος επιλέγεται σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και το ακουστικό αποτέλεσμα που δίνει. Πώς όμως ξεχωρίζουμε ένα δίσκο και καταλαβαίνουμε σε τι κατάσταση βρίσκεται και τι ακουστικό αποτέλεσμα μας δίνει;
Οταν αγοράζουμε ένα δίσκο παλιό και μεταχειρισμένο, θα πρέπει να ελέγχουμε την επιφάνειά του ώστε να είναι σε καλή κατάσταση, δίχως γρατσουνιές και σπασίματα. Είναι προφανές ότι όσο καλύτερη οπτική εικόνα έχει ένας δίσκος τόσο καλύτερο ακουστικό αποτέλεσμα θα παράγει. Επίσης θα πρέπει να ελέγξουμε αν έχει εμφανώς στραβώσει για να περιστρέφεται σωστά και να τον πιάνει καλά η βελόνα.
Πέρα από τα προβλήματα που εντοπίζονται με την πρώτη ματιά, τον τελικό λόγο στην αξιολόγηση της ποιότητας ενός αποκτήματος ακουστικής αξίας τον έχει το... αφτί μας. Τα περισσότερα από τα καταστήματα που εμπορεύονται τους δίσκους διαθέτουν μηχανήματα που σας επιτρέπουν έναν πρώτο έλεγχο ακουστικής. Ζητήστε λοιπόν να ακούσετε τον δίσκο προτού προβείτε στην αγορά του.
Επειδή όμως όσο καθαρός και καλοδιατηρημένος κι αν φαίνεται ένας δίσκος έχει σχεδόν πάντοτε υπολείμματα σκόνης και λίπους στα αυλάκια του, οι ειδικοί συνιστούν να τον καθαρίσετε προτού τον χρησιμοποιήσετε στα δικά σας ηχητικά συστήματα. Οι δίσκοι καθαρίζονται με χλιαρό νερό και ουδέτερο σαπούνι και σκουπίζονται με ένα μαλακό πανί. Με αυτόν τον τρόπο καθαρίζουν εσωτερικά τα αυλάκια του δίσκου από σκόνη αλλά και λίπη τα οποία συσσωρεύονται από τα δάχτυλά μας.
Για να διατηρήσετε σε καλή κατάσταση τον μικρό σας θησαυρό θα πρέπει να τον καθαρίζετε αρκετά συχνά και να τον προφυλάσσετε από τις μεγάλες θερμοκρασίες. Φτιάξτε λοιπόν τη δισκοθήκη σας μακριά από εστίες θερμότητας και τοποθετείτε κάθετα πάντα τους δίσκους και χωρίς να πιέζονται για να μη στραβώνουν.
Επίσης θα πρέπει να λάβετε σοβαρά υπόψη σας ότι για να έχετε το επιθυμητό αποτέλεσμα σε ήχο αλλά και να διατηρήσετε σε καλή κατάσταση τους δίσκους σας χρειάζεστε πικ-απ το οποίο να έχει καλή βελόνα για να μη σκάβονται τα αυλάκια του. Η επένδυση λοιπόν επεκτείνεται και στην αγορά μηχανημάτων πέρα από την αγορά δίσκων. Τζουκ μποξ: από τις παιδικές αναμνήσεις στο σαλόνι μας
Για τους λάτρεις του παλιού ήχου, εκτός από τους δίσκους βινυλίου και βακελίτη, πολύ μεγάλη σημασία έχουν και τα μηχανήματα ήχου και επειδή όλα αυτά μας πηγαίνουν πίσω στη δεκαετία του '50 και του '60, από τις επιλογές μας δεν μπορούν να λείπουν τα πασίγνωστα σε όλους τζουκ μποξ.
Τα μηχανήματα αυτά ήταν μια από τις πλέον γνώριμες εικόνες όλων των χώρων διασκέδασης των δεκαετιών του '50 και του '60 και λιγότερο του '70. Η σύγχρονη τεχνολογία και οι ασιάτες «μάγοι» των ηλεκτρονικών έχουν φροντίσει να εξαφανίσουν πλέον αυτού του είδους τα μηχανήματα από το προσκήνιο.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστα τέτοια μηχανήματα και η τιμή τους είναι αρκετά υψηλή. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονταν από την Αμερική, κάποιο πολύ μικρό ποσοστό από τη Γαλλία και από την Ιταλία.
Στην Ελλάδα, όπως μας λέει ο κύριος Δ. Ξενάκης, συλλέκτης ο ίδιος τέτοιων μηχανημάτων αλλά και επισκευαστής τους, ενώ υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση, λόγω της αναβίωσης του πνεύματος της δεκαετίας του '60 και του '70, δεν υπάρχουν μηχανήματα αρκετά για να καλυφθεί
αυτή η ζήτηση. Στην Αττική, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ζήτημα αν υπάρχουν 40-50 τέτοια μηχανήματα.
Οποιος θελήσει να τοποθετήσει ένα τέτοιο μηχάνημα στο σαλόνι του θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Υπάρχουν δύο ειδών τέτοια μηχανήματα, αυτά που μπορούν να «παίξουν» δίσκους 45 στροφών και εκείνα που δέχονται δίσκους τόσο 45 στροφών αλλά και 78 στροφών.
Οι τιμές αυτών των μηχανημάτων κυμαίνονται από 200.000 δραχμές και μπορεί να φθάνουν και τα 2.000.000 δρχ. το καθένα, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και τη σπανιότητά τους. Και σε αυτή την αγορά η ζήτηση είναι ο κύριος παράγοντας διαμόρφωσης των τιμών.
ΤΟ ΒΗΜΑ 15/3/1998