Ποιος από εσάς που τρέχει κάθε τρεις και λίγο στο Μοναστηράκι, θα φανταζόταν, ότι εκεί μπροστά στο τζαμί –σήμερα μουσείο- βρισκόταν τα χρόνια τα παλιά το πιο μικρό οινομαγειρείο της Αθήνας. Σήμερα θα διεκδικούσε μια θέση στο βιβλίο Γκίνες.
Τότε διεκδικούσε μια θέση στην καρδιά της εργατιάς και της φτωχολογιάς. Οκτώβριο έχουμε, ξεκίνησαν και τα πρώτα πρωτοβρόχια. Ας μαζευτούμε λοιπόν σιγά-σιγά. Ελάτε μαζί μου για μια νοσταλγική επίσκεψη στην πιο μικρή ταβερνούλα-μαγειρειό της Πλάκας.
Μιλάμε φυσικά για το οινομαγειρείον «Η Οικονομία» του Χαράλαμπου Τασούλα. Αντιγράφουμε από το περιοδικό «Μπουκέτο» του 1925: «Είναι το πιο περίεργο και το πιο μικρό μαγειρειό της Αθήνας και βρίσκεται σε μία από τις τρύπες που έχει στο ισόγειό της το αιωνόβιο τζαμί στο Μοναστηράκι. Οδός Άρεως, αριθμός 1. Για να διαβάσετε την επιγραφή του, πρέπει να τύχετε ή πολύ πρωί ή μετά το μεσημέρι. Όλες τις άλλες ώρες τη σκεπάζει, όπως και την είσοδο του καταστήματος, ένα πυκνό σύννεφο από τους καπνούς του τηγανιού, άλλοτε με μαρίδες, άλλοτε με μπακαλιαράκια, άλλοτε με τζιεράκια (σ.σ. εντόσθια) και καμιά φορά –ως είδος πολυτελείας– με τους κεφτέδες. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού συνοδεύεται συχνά και από το σιγανό τραγούδι του Χαράλαμπου, πάντα με ένα πιρούνι στο χέρι. Η κουζίνα του καταστήματος αποτελείται από μια φουφού που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ με το τηγάνι. Διακοπές του τηγανιού γίνονται μονάχα λίγες ώρες το πρωί και νωρίς το απόγευμα, όταν βράζει στο τσουκάλι η ημερήσια φασολάδα με μπόλικες πιπεριές και κρεμμύδι.
Το εσωτερικό του καταστήματος έχει εμβαδόν, πάνω κάτω, ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψος δύο, και είναι πιασμένο από ράφια γεμάτα χαρτοσακούλες με όσπρια, με αλεύρι για το τηγάνισμα και διάφορα μπαχαρικά. Στα μπροστινά ράφια βρίσκονται μπουκάλες με κρασί, γιατί ο μικρός χώρος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση βαρελιού. Η «τραπεζαρία» είναι απέξω, κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι. Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες. Οι πελάτες στέκονται όρθιοι και τρώνε μπρος στο τηγάνι ή το τσουκάλι που αχνίζει στη φουφού. Αν θέλουν να φάνε πιο «άνετα», κάθονται στην άκρη σε ένα ξύλινο πεζούλι, που είναι δεξιά κι αριστερά από την πόρτα του μαγαζιού. Παίρνουν στα χέρια το πιάτο με τη φασολάδα ή τον πατσά και... φασκελώνουν τις πολυτέλειες του «Αβέρωφ» και του «Διεθνούς». Σε περίπτωση συνωστισμού, κάθε πελάτης περιφρουρεί αυστηρά το πιάτο του, γιατί πολλοί επιτήδειοι παίρνουν κουταλιές και από τα πλαϊνά πιάτα! Αν είναι κάποιος τυχερός, μπορεί να ακούσει και μουσική από καμιά περαστική λατέρνα που σταμάτησε για να ξεκουραστεί ο ιδιοκτήτης της. Ενώ ο «μαέστρος» τρώει τη φασολάδα του, κάποιο αργόσχολο χαμίνι γυρίζει το «καβουρντιστήρι» των μουσικών κομματιών, διασκεδάζοντας έτσι τον καταστηματάρχη και την πελατεία του.» Εγκαταλείποντας την Πλάκα και τα οινοπνεύματα της, ας σημειώσουμε κάπου την προσευχή του μπεκρή. Ίσως μας χρειαστεί κάποια φορά! Κύριε των δυνάμεων Του πνεύματος και της σαρκός Φείδου και σώματος και νου Και μέθυσόν μας επαρκώς.Πηγή: www.lifo.gr