Ο γυμνασιάρχης ήταν ένα στριμμένο άντερο. Με το παραμικρό μοίραζε αποβολές. Άλλοι καιροί. Μιλάμε για επαρχιακό γυμνάσιο πριν τριάντα πέντε χρόνια. Ξέρετε τι σήμαινε βαθιά ελληνική επαρχία εν έτει 1977; Η Αθήνα ήταν πολύ μακριά, πέρα απ’ την άκρη της απελπισιάς. Ο πατέρας σου, ο μπάρμπας σου, ο χωροφύλακας, ο γυμνασιάρχης, ο επιστάτης του σχολειού, είχαν απόλυτες εξουσίες πάνω σου. Ο αυστηρός γείτονας που σε πετύχαινε να βγαίνεις στα μουλωχτά απ’ το μπιλιάρδο, δεν ενημέρωνε το σπίτι σου, σε πλάκωνε κατ’ ευθείαν στις σφαλιάρες.
Τα Σαββατόβραδα λέγαμε ότι θα πάμε βόλτα κι εμείς πηγαίναμε σε μια τρισάθλια ντισκοτέκ, όπου παριστάναμε ότι χορεύαμε με το μάτι μας θολό για γυναίκα. Οι κοπελιές ήταν κλεισμένες στα σπίτια, τις βλέπαμε μόνο στο φροντιστήριο αφού τα γυμνάσια ήταν χωρισμένα σε αρρένων και θηλέων. Βέβαια, από τη μακρινή Αθήνα κατέφθαναν κάτι σκόρπιες πληροφορίες που αποκτούσαν την ισχύ μύθου. Άλλες ιδέες, άλλες απόψεις, άλλες πράξεις, άλλοι άνθρωποι, άλλες μουσικές, άλλη ζωή. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση δεν τα ‘δειχνε αυτά, μόνο κάτι μακρυμάλληδες φοιτητές μας τα διηγούνταν τα καλοκαίρια που γύριζαν σπίτια τους. Κι εμείς ονειρευόμασταν να φύγουμε... να πάρουμε ένα καράβι και να φύγουμε τρέχοντας… να πάμε εκεί πάνω… εκεί που όλα ήταν αλλιώς.
Ο λυκειάρχης ήταν στριμμένο άντερο. Φασισταριό τον λέγαμε, όμως κάθε Παρασκευή μετά την προσευχή, επέτρεπε να παίρνει το μικρόφωνο όποιος μαθητής ήθελε να κάνει ανακοίνωση για αυστηρά σχολικές εκδηλώσεις. Οι τάξεις τότε μάζευαν λεφτά με δύο τρόπους: Είτε με κινηματογραφικές προβολές παλιών ελληνικών ταινιών, είτε με χοροεσπερίδες. «Το Γ1, μεθαύριο Κυριακή, στις 11 το πρωί, στον κινηματογράφο «Αστέρι», προβάλλει την ταινία «Η θεία απ’ το Σικάγο». Τιμή εισιτηρίου, δραχμές πέντε.» Οι χοροεσπερίδες είχαν είσοδο δέκα ή δεκαπέντε δραχμές. Όμως η απόφαση να πάρεις το μικρόφωνο δεν ήταν εύκολη. Μόλις τα παιδιά έβλεπαν κάποιον ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, άρχιζαν την καζούρα. Η αναγγελία σκεπαζόταν από σφυρίγματα, κραξίματα, γέλια, συνθήματα και κοροϊδευτικά χειροκροτήματα. Μόνο οι μάγκες των τάξεων, οι σκληροί, οι περπατημένοι, αυτοί που διέθεταν κύρος και ισχύ μέσα στη σκληρή επαρχιακή εφηβική κοινότητα αποτολμούσαν να ξεχωρίσουν από το σωρό και να εκτεθούν.
Ξαναπιάνω το νήμα απ’ την αρχή. Την ίδια χρονιά που ο γυμνασιάρχης ήταν στριμμένο άντερο, ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε το έργο του «Αχαρνείς, ο Αριστοφανης που γύρισε από τα θυμαράκια». Η παράσταση για την οποία γράφτηκε δεν ανέβηκε τελικά, αλλά μόλις κυκλοφόρησε ο δίσκος ο Σαββόπουλος έκανε μια πανελλαδική περιοδεία για να τον διαφημίσει. Μαζί του ο Ρασούλης, ο Παπάζογλου, η Τανάγρη, ο Μπουλάς και δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Τότε δεν υπήρχαν εταιρείες διοργάνωσης συναυλιών και τέτοια. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης έστελνε δυο βδομάδες πριν τη συναυλία ένα άτομο στην πόλη για να προετοιμάσει το έδαφος. Αυτός κολλούσε αφίσες, έβαζε αγγελίες στις τοπικές εφημερίδες και διακινούσε τα εισιτήρια με όποιο τρόπο μπορούσε. Συνήθως τα πήγαινε σε βιβλιοπωλεία και δισκάδικα κι αυτοί τα πουλούσαν με προμήθεια 10%. Οι συναυλίες γίνονταν σε σινεμά.
Έτυχε να βρίσκομαι μέσα στο βιβλιοπωλείο όταν παραδόθηκαν τα εισιτήρια. Ο βιβλιοπώλης που με ήξερε διότι αγόραζα απ'αυτόν μεταχειρισμένα βιβλία, θεωρώντας εκ των υστέρων ότι πήρε πολλά, μου ‘δωσε δυο μπλοκάκια: «Αν τα πουλήσεις, θα πάρεις τη μισή προμήθεια» μου είπε. Τα ‘βαλα στην τσέπη κι αποχώρησα ζαλισμένος. Τα κράτησα βαθιά μέσα στην τσέπη μου για τρεις μέρες, χωρίς να το πω σε κανέναν. Ήταν κάτι σαν θησαυρός. Όμως, κάποια στιγμή έπρεπε να το πάρω απόφαση και να τα βγάλω στο φως.
Και το ‘κανε ο διάολος να είναι Παρασκευή. Δίχως καν να το σκεφτώ, μόλις ο γυμνασιάρχης ρώτησε αν υπάρχουν ανακοινώσεις, αγουροξυπνημένος και κατάπληκτος με τον ίδιο μου τον εαυτό, βγήκα από τη γραμμή κι άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά. Ήμουν ένα μικρό, ισχνό και δειλό παιδάκι που πλησίαζε το μικρόφωνο, ενώ πίσω του άρχισαν ήδη οι φωνές και τα σφυρίγματα. Ούτε διάσημος ήμουν, ούτε καλός μαθητής, ούτε μάγκας, ούτε γκομενιάρης, ούτε τσαμπουκάς, ούτε ψηλός, ούτε χορευτής, ούτε μηχανόβιος, ούτε καλός στο ποδόσφαιρο. Ήμουν το ιδανικό θύμα για τον εφηβικό όχλο.
Θυμάμαι πως την ώρα που προσπαθούσα τρέμοντας να ξεβιδώσω τη βάση του μικροφώνου για να το κατεβάσω στο ύψος μου, από κάτω γινόταν χαμός. Και οι καθηγητές με κοίταζαν χαμογελώντας, αλλά η κόλαση ήταν στην αυλή. ‘Όμως εγώ, με μια παράξενη εσωτερική ηρεμία, σα να έπαιζα το παιχνίδι της ζωής μου, πλησίασα το στόμα στο μικρόφωνο και είπα δυνατά και ψυχρά: «Εκπροσωπώ τον Διονύση Σαββόπουλο. Όποιος θέλει εισιτήρια για τη συναυλία του, να έρθει στο Β3 με 60 δραχμές. Μόνο μετρητοίς.»
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που ακολούθησε την ξερή αυτή ανακοίνωση. Σα να πέρασε ένα ξυράφι πάνω από την αυλή και ξύρισε κάθε ήχο. Στο περίβολο του σχολείου απλώθηκε μια βαθιά ξαφνική έκπληκτη σιωπή. Στράφηκα στους καθηγητές. Με κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια. Ήταν μια αναγγελία πέρα από τα μέτρα του σχολείου, της πολιτειούλας μας, της μικροκοινωνίας μας. Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, στα μάτια όλων εκτοξεύτηκα σ’ ένα άλλο σύμπαν, απροσπέλαστο γι αυτούς. Εκείνο το πρωί, ανέβηκα στο μικρόφωνο με ύψος ένα εξήντα και κατέβηκα τρία μέτρα. Όταν ξαναμπήκα στη γραμμή της τάξης, οι συμμαθητές μου απομακρύνθηκαν από κοντά μου κι έφτιαξαν ένα κύκλο γύρω μου. Με κοίταζαν με δέος, σα να με ξαναγνώριζαν από την αρχή.
Ο Αμπράμοβιτς, όταν πρόσφατα ρωτήθηκε πως πέτυχε τόσο πολλά στη ζωή του, απάντησε: «Σε τι διαφέρει ένας ποντικός από ένα χάμστερ; Το χάμστερ είναι ένας ποντικός με πολύ καλές δημόσιες σχέσεις.» Εγώ αυτό το κατάλαβα το 1977.
ΥΓ1: Αν και μετά ήμουν σίγουρος ότι θα φάω αποβολή, δεν έπαθα τίποτα. Το στριμμένο άντερο δεν ήξερε ποιος ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος.
ΥΓ2: Πολλοί λίγοι συμμαθητές μου αγόρασαν εισιτήριο. Δεν είχαν τόσα λεφτά.
ΥΓ2: Πολλοί λίγοι συμμαθητές μου αγόρασαν εισιτήριο. Δεν είχαν τόσα λεφτά.
Τα περισσότερα τα πήραν οι καθηγητές, ειδικά οι πιο νέοι. Στα μουλωχτά.
ΥΓ3: Ποτέ δεν παρακολούθησα αυτή τη συναυλία που άλλαξε το κοινωνικό μου status.
ΥΓ3: Ποτέ δεν παρακολούθησα αυτή τη συναυλία που άλλαξε το κοινωνικό μου status.
Δε μ’ άφησε ο πατέρας μου να πάω σ’ αυτό τον «γιε-γιε» τραγουδιστή. Δεν ήθελε να γίνω αλήτης.