Παραμονή Χριστουγέννων του 1942 στην Καλαμωτή, του Κυριάκου Λεράκη.
Είχαμε πει τα κάλαντα σε συγγενείς και φίλους, μοιράσαμε τις λιγοστές μας εισπράξεις και ετοιμαζόμασταν να γυρίσουμε σπίτια μας. Σταμάτησα για λίγο στην Πάνω Πλατεία, μπροστά στην Αγία Παρασκευή.
Ήθελα να δοκιμάσω τον καινούριο μου, πλακέ φακό, που κόστιζε μια περιουσία. Αν, δηλαδή, το φως του έφτανε μέχρι την Κάτω Πλατεία, που βρισκόταν το μαγαζί του Χρήστου του Βιτέλλα. Ο Παράσκος, ο εξάδελφός μου ο Γιώργης και ο Ντίνος είχαν, από μέρες, παρόμοιους φακούς και τους καμάρωναν για τις φωτιστικές τους επιδόσεις. Εγώ, -κι εδώ καθυστερημένος-, είχα πάρει το φακό μου μόλις εκείνο το απόγευμα.
Αν και δεν ήταν ούτε οκτώ η ώρα, ψυχή δε φαινόταν στους σκοτεινούς δρόμους. Το Χωριό, το Χωριό μας, με τους δυο χιλιάδες τόσους κατοίκους, φαινόταν έρημο. Εδώ κι εκεί, μπορούσε μονάχα να δεις κάποια παιδιά που γύριζαν στα σπίτια τους από τα κάλαντα.
Οι πόρτες των σπιτιών ήταν κατάκλειστες. Το τζάκι και το μαγκάλι είχαν αναλάβει το καθήκον να μετριάσουν την παγωνιά, τουλάχιστο στην κουζίνα και στο καθιστικό, μα το ξεροβόρι, πεισματικά, τρύπωνε από τις χαραμάδες και κατάφερνε να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Παρά το κρύο, τα τρία καφενεία της Πάνω Πλατείας, -του Αριστοτέλη του Σταμούλα, του Νικόλα του Τριαντάφυλλου και του Γιάννη του Γαλάτουλα-, ήταν ασφυκτικά γεμάτα από τους συγχωριανούς. Απολάμβαναν την αχνιστή φασκομηλιά ή το γλυκύ βραστό
Πριν ακόμα αρχίσω τις δοκιμές του φακού, άκουσα, από τον πάνω όροφο του σπιτιού του Κωνσταντίνου του Τριαντάφυλλου, του Συμβολαιογράφου, μελωδικές φωνές παιδιών. Έψαλαν τα κάλαντα. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι γινόταν, και είδα την κυρία Καλλιόπη, τη γυναίκα του Συμβολαιογράφου, να βγαίνει στο κατώφλι.
- Κυριάκο, πήγαινε πάνω. Είναι κι άλλα παιδιά, μου είπε καλοσυνάτα.
Δεν περίμενα και πολύ για να επωφεληθώ από την αναπάντεχη πρόσκληση. Ανέβαλα τις δοκιμές του φακού και ανέβηκα γρήγορα τη μεγάλη, πέτρινη σκάλα.
Το θέαμα ήταν υπέροχο! Στην ευρύχωρη σάλα, εκτός από τη λάμπα πετρελαίου, υπήρχε και λουξ, που το λευκό του φως έλουζε ολόκληρο το χώρο. Η ευχαρίστηση των παρευρισκομένων καθρεφτιζόταν στα μάτια τους και στα ξαναμμένα τους πρόσωπα. Το στρογγυλό, μπακιρένιο μαγκάλι, φορτωμένο με κατακόκκινα κάρβουνα, έκανε ακόμα πιο ζεστή την ατμόσφαιρα.
Σε κάποια γωνιά, μια πολυθρόνα φιλοξενούσε τα παλτά και τα σακάκια των καλεσμένων, που ήταν ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Στη μέση της σάλας, πάνω στο μεγάλο, στρογγυλό τραπέζι, βρισκόταν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν μια κορυφή κυπαρισσιού, που έστελνε το μήνυμα της μεγάλης γιορτής που ξημέρωνε.
Η μικρή, χάρτινη φάτνη, στη βάση του δέντρου, με ψιλοκομμένα άχυρα στη βάση της, ήταν μια λιτή αναπαράσταση της ταπεινής σπηλιάς της Βηθλεέμ. Φυσικά, σε πρώτο πλάνο, η Θεία οικογένεια, με τους Μάγους.
Ένα λαμπάκι στην κορυφή του δέντρου άναβε συνέχεια και χάριζε ξεχωριστή ομορφιά. Τουλάχιστο, μέχρι να εξαντληθεί η πλακέ μπαταρία που το τροφοδοτούσε.
Η αρχική μου συστολή γρήγορα εξαφανίστηκε αφού το περιβάλλον ήταν γνώριμο. Βρίσκονταν εκεί συμμαθητές, φίλοι, και μερικά παιδιά από άλλες γειτονιές. Όλοι ένιωθαν άνετα και περιεργάζονταν το δέντρο και τη διακόσμησή του, απολαμβάνοντας, συγχρόνως, τη ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Δυο παιδιά είχαν αποτραβηχτεί παράμερα και προσπαθούσαν, διακριτικά, να ισιώσουν μερικά από τα χαρτονομίσματα που συγκέντρωσαν από τα κάλαντα. Μπορεί η ονομαστική αξία των κατοχικών χαρτονομισμάτων να ήταν σημαντική, αντιπροσώπευαν όμως μικρή αγοραστική δύναμη, αφού η έλλειψη αγαθών και η άνοδος των τιμών ήταν από τα κύρια γνωρίσματα εκείνων των καιρών.
Η εντυπωσιακή απουσία μεγάλων, που, πιστεύω, να μην ήταν τυχαία, - χάριζε άνεση κινήσεων και αυθορμητισμό στους μικρούς καλεσμένους.
Σε λίγο, το κέφι συμπλήρωσαν φρέσκα στραγάλια και αφράτα αμύγδαλα. Η εξαφάνισή τους, σε σύντομο χρόνο, ήταν η αναμφισβήτητη απόδειξη πως αποτελούσαν την κατάλληλη προσφορά που περίμεναν οι καλεσμένοι.
Όπως φάνηκε από την πρώτη στιγμή, την εποπτεία και την όλη καθοδήγηση για τη γιορτή, την είχε η Μαίρη η Κοκκινάκη, από τον Κάμπο. Ήταν, περίπου, δεκαέξι με δεκαοκτώ χρονών, λυγερή, κατάξανθη, με φωτεινό, χαρούμενο πρόσωπο.
Την επομένη, έμαθα ότι η Μαίρη βρέθηκε στο Χωριό φιλοξενούμενη, από την οικογένεια του Τριαντάφυλλου. Και ήταν αποκλειστικά δική της η πρωτοβουλία για την οργάνωση της γιορτής, με την έγκριση και τη βοήθεια, φυσικά, της οικογένειας που την φιλοξενούσε.
Πιστεύω όλοι οι παρευρισκόμενοι, τότε, να θυμούνται εκείνη τη γιορτινή βραδιά. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, τέτοιες συγκεντρώσεις ήταν σπάνιες, για να μην πω ανύπαρκτες