Μία από τις πιο γραφικές εορταστικές καθημερινότητες που έχει εξαφανιστεί ήταν ο έμμετρος λόγος εκείνων που εργάζονταν στον δημόσιο χώρο. Οι οδοκαθαριστές, οι νεροκράτες και ιδιαίτερα οι φανοκόροι! Για να αποσπάσουν το χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημά τους πλημμύριζαν τα σπίτια με έντυπα ευχετηρίων στίχων, που πολλοί από αυτούς μάλιστα έφταναν στο σημείο να ομοιάζουν με πινδαρικούς διθυράμβους. Η χαριτωμένη αυτή φιλολογική παραγωγή αποτελούσε έμπνευση κυρίως των φανοκόρων, της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας εργαζομένων που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του φωτισμού στη χώρα μας. Ευκαιρία λοιπόν να το καταγράψουμε.
Τέσσερις ήταν οι σταθμοί του φωτισμού, όπως τους γνώρισε ο ελληνικός λαός. Πρώτα τα λαδοφάναρα και μετά η λάμπα πετρελαίου, την οποία ακολούθησαν το γκάζι και το ηλεκτρικό ρεύμα. Πολλοί ακόμη θυμούνται τις λάμπες με τον αχνό φωτισμό και τη χαρακτηριστική μυρωδιά και ακόμη περισσότεροι το γκάζι. Εξέλιπαν όμως εκείνοι που είχαν ζήσει τα λαδοφάναρα στους δρόμους.
Ήταν η πρώτη μορφή δημόσιου φωτισμού που εμφανίσθηκε με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων το 1835, όταν τοποθέτησε δεκαπέντε φανάρια λαδιού σε κεντρικά σημεία της πόλης. Πρωτόγνωρη εμπειρία για όλους ο δημόσιος φωτισμός, ο οποίος τις ήρεμες νύχτες φώτιζε τα συγκεκριμένα σημεία. Όταν όμως φυσούσε, τα λαδοφάναρα έσβηναν, σκεπάζοντας στο απόλυτο σκοτάδι τη μικρή τότε πόλη των Αθηνών. Μέχρι το 1850 τα φανάρια έφτασαν τον εντυπωσιακό αριθμό των διακοσίων. Κάποιος όμως έπρεπε να τα ανάβει και αυτός
ήταν ο φανοκόρος, ο οποίος ξεκινούσε τη δουλειά του από το σούρουπο.
Οι φανοκόροι
και οι έμμετρες ευχές
Οι περιγραφές των αθηναιογράφων τον παρουσίαζαν ως έναν άνθρωπο ξερακιανό, μια χαρακτηριστική σιλουέτα που γλίστραγε από γωνιά σε γωνιά, άνοιγε με το καμάκι του το φανάρι, το γέμιζε λάδι, το σκούπιζε με πανί και το άναβε ώστε να φέγγει ολόκληρη τη νύκτα. Και ο ίδιος πάλι, σκυφτός, αμίλητος, κουκουλωμένος, «σαν μάγος του παραμυθιού», όπως τον αποτυπώνει σε αφήγησή του ο πεζογράφος Γεώργιος Δροσίνης, όταν πλέον το σκοτάδι της νύχτας υποχωρούσε γλιστρούσε σαν μυστηριώδης σκιά και έσβηνε τα φανάρια γρήγορα-γρήγορα για να μην επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός του Δήμου.
«Αυτός ο συγχρωτισμός του με το φως τον έκανε κάθε πρωτοχρονιά από ετερόφωτον αυτόφωτον. Αυτή την ημέρα ο άνθρωπος με την μπλούζα και το κασκέττο και το…ακτινοβόλον κοντάρι δεν εφώτιζε μόνο τους δρόμους, αλλά εσκόρπιζε και άφθονον πνευματικό φως», γράφει ο χρονογράφος Τίμος Μωραϊτίνης, διασώζοντας περίτεχνους στίχους που τύπωναν οι φανοκόροι σε χαρτάκια, χαρίζοντας ευχές για το νέο έτος:
Εν τω μέσω του χειμώνος
και εν τω μέσω των ανέμων
Εν τω μέσω της θυέλλης
και υπό του ψύχους τρέμων
Υπό άστρα ομιχλώδη
κι ομιχλώδεις ουρανούς
Σας ανάπτω τους φανούς.
Και ως Προμηθεύς σοφός
διανέμω σ’ όλους φως.
Και εις έτη πολλά.
Ο άνθρωπος με το κοντάρι πίστευε ότι ήταν και ολίγον Προμηθεύς. Και ως απόγονος του τιτάνος σκιαγραφεί μελοδραματικά τις υπηρεσίες που προσφέρει στην κοινων
Και εντός των οικιών σας,
και των οικιών εκτός
σας ανάπτουσι με ζήλον
τους ηλίους της νυκτός.
Για να συνεχίσει τον ύμνο του ως εξής:
Ως φρουρός σας προφυλάττει
με το φως του το γλυκύ
και τους κλέπτας εκδιώκει
ως κλητήρ αστυνομίας (!)
αγρυπνεί για τη ζωή σας
ως μητέρα μυστική,
και σας είνε, συν τοις άλλοις,
κόσμημα πολυτελείας.
Ευφάνταστοι πάντως ήταν και οι οδοκαθαριστές και οι νεροκράτες – οι άνθρωποι που κρατούσαν το «κλειδί» της ευτυχίας στις φτωχογειτονιές, αφού άνοιγαν τις βρύσες συγκεκριμένες ώρες για να προμηθευτούν νερό με τα σταμνιά τους οι κοπέλες και οι κυράδες.
Με στίχους κομμένους στην ίδια φόρμα, μοίραζαν ευχές, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά,
οι οδοκαθαριστές. Γνώριζαν όλους τους κατοίκους, έναν προς έναν, και συναγελάζονταν μαζί τους καθημερινά. Ανάλογα με το χαρτζιλίκι που έπαιρναν, φρόντιζαν κάθε σπίτι. Εξάλλου, τότε περνούσε το κάρο καθαριότητας και ο οδοκαθαριστής έπρεπε να φροντίζει ώστε τα απορρίμματα κάθε σπιτιού να συγκεντρώνονται στο κατάλληλο σημείο. Περιμένοντας λοιπόν το κάρο του εργολάβου, στόλιζαν την παρουσία τους και με κάποιο έμμετρο τετράστιχο:
Με την σκούπαν αιωνίως εις τους ώμους
Καθαρίζω πεζοδρόμια και δρόμους
Και σας δίδω αιωνίαν
Ωραιότητα κι υγείαν.
«Τώρα πώς ήταν δυνατόν με μια σκούπα, που βρισκότανε “αιωνίως εις τους ώμους”,
να σκουπίζωνται οι δρόμοι και να εξασφαλίζεται η υγεία των κατοίκων, αυτό το ήξερε μόνο
ο πρωτοχρονιάτικος ποιητής», αναρωτιέται εύστοχα ο Μωραïτίνης. Ωστόσο, η ποιητική φαντασία των ανθρώπων που ήταν ταγμένοι να εργάζονται στους δημόσιους χώρους και πολλές φορές ήταν εξαιρετικά «διάσημοι» μπορεί να αποτελέσει αξιόλογο υλικό για έναν λαογράφο που θα θελήσει να το συλλέξει, να το συστηματοποιήσει και να το καταγράψει, διασώζοντας έτσι συνήθειες μιας άλλης εποχής.