Η ατομική καθαριότητα σε παλαιότερες εποχές δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση.
Η ύδρευση και η αποχέτευση στα σπίτια ήταν ανύπαρκτη τις περισσότερες φορές
και οι άνθρωποι είχαν άλλα σοβαρότερα βάσανα να αντιμετωπίσουν από το να προσέχουν σχολαστικά την ατομική υγιεινή τους. Παρ’ όλα αυτά όσοι μπορούσαν φρόντιζαν να είναι καθαροί και αυτό εξαρτιόταν βασικά από την κοινωνική και την οικονομική τους θέση.
Στην αρχαιότητα το πρόβλημα είχε λυθεί με τα δημόσια λουτρά, ένα χώρο όπου μπορούσαν
οι πολίτες να πλένονται με άνεση, εφόσον εκεί υπήρχαν όλες οι απαραίτητες εγκαταστάσεις που δεν υπήρχαν στα σπίτια τους. Οι πολύ πλούσιοι είχαν βέβαια τη δυνατότητα ενός ιδιωτικού λουτρού, αλλά οι υπόλοιποι έπρεπε να πάνε στα δημόσια λουτρά, αν ήθελαν να είναι καθαροί.
Δημόσια λουτρά υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και μετά στη Ρώμη. Η συνήθεια πέρασε και στο Βυζάντιο κατόπιν.
Υπάρχει η αντίληψη ότι οι βυζαντινοί μας πρόγονοι για λόγους θρησκευτικούς αλλά και πρακτικούς δεν συμπαθούσαν το καθαρό σώμα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τη δυτική Ευρώπη και λιγότερο για το Βυζάντιο. Όχι πως δεν κυκλοφορούσαν ρυπαροί οι περισσότεροι, αλλά όσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση σύχναζαν στα δημόσια λουτρά, όπου εκτός από το μπάνιο τους έκαναν και πολλά άλλα πράγματα, μερικά από αυτά μάλιστα ήταν και πονηρά.
Σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αυτοκρατορίας υπήρχαν δημόσια λουτρά και οι συγγραφείς της εποχής συχνά αναφέρονται σε αυτά. Μερικοί φαίνεται το παράκαναν με την ατομική καθαριότητα, γιατί βλέπουμε τους ιεράρχες να γκρινιάζουν κάθε τόσο: «συνεχώς και πολλάκις της ημέρας λούεσθαι», μουρμουρίζει ενοχλημένος ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Αλλά πολλάκις της ημέρας πλένονταν και οι κληρικοί και οι μοναχοί. Ο πατριάρχης Σισίνιος Α’ , όταν ήταν επίσκοπος, πήγαινε στα δημόσια λουτρά δυο φορές την ημέρα και, όταν κάποιοι τον ρώτησαν γιατί το κάνει, απάντησε: «Επειδή δεν μπορώ να πάω τρεις φορές».
Τον 12ο αι. πάντως είχε επικρατήσει μια πιο μετριοπαθής άποψη: τρεις φορές την εβδομάδα ήταν καλά, το περισσότερο ήταν δείγμα βλακείας (!). Επίσης, σύμφωνα με τη γνώμη των γιατρών, τον Ιανουάριο έπρεπε να πλένεται κανείς μέχρι τέσσερις φορές, το Μάρτιο μέχρι έξι και τον Απρίλιο μέχρι οχτώ το πολύ. Το Νοέμβριο οι γιατροί απαγόρευαν εντελώς τα λουτρά, αλλά μάλλον κανείς δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά.
Οι μοναχοί πλένονταν κι αυτοί, αλλά έπρεπε να προσέχουν να μην κάνουν καταχρήσεις.
Μια φορά κάθε τέσσερις μήνες ήταν καλά. Ή έστω μια φορά το μήνα. Ή δύο φορές το μήνα.
Ή μια φορά την εβδομάδα. Κάθε μοναστήρι δηλαδή είχε τους δικούς του κανόνες. Εκτός αν ήταν άρρωστοι. Τότε μπορούσαν να πλένονται δυο φορές την εβδομάδα ή και περισσότερο, ανάλογα με το τι θα αποφάσιζαν οι γιατροί.
Γενικά το λουτρό ήταν μια κάπως πονηρή ενασχόληση, εφόσον έπρεπε κανείς να βγάλει τα ρούχα του και να μείνει γυμνός. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός παινεύοντας
τον Μ. Βασίλειο λέει: «Η αλουσία το εκείνου σεμνολόγημα». (Άπλυτος ο Μ. Βασίλειος;
Για φαντάσου!). Ομοίως ο Χρυσόστομος παρότρυνε τις χήρες να απέχουν από τα βαλανεία (έτσι τα έλεγαν τα δημόσια λουτρά), διότι η λουόμενη πολεμεί την άσπιλον και καθαράν Εκκλησίαν.
Και ο Άγιος Αθανάσιος συμβουλεύει μια μοναχή: « μόνον το πρόσωπόν σου νίψαι και τας χείρας και τους πόδας». Ο Θεόδωρος Στουδίτης πιστεύει πάλι ότι η είσοδος στον παράδεισο ετοιμάζεται με εγκράτεια και αποχή από κρεοφαγία, οινοποσία και «λουτρίσματα».
Παρά τη δυσφορία των ιερωμένων ο κόσμος στο Βυζάντιο πήγαινε φαίνεται στα δημόσια λουτρά και πλενόταν, ίσως όχι τόσο από ανάγκη ατομικής υγιεινής, όσο από ανάγκη κοινωνικών σχέσεων και επαφών. Θα το δούμε αυτό καλύτερα παρακάτω.
Τα δημόσια λουτρά χτίζονταν στα κεντρικά σημεία των πόλεων. Εκτός από τον κύριο χώρο για το λουτρό υπήρχαν και πολλά πλάγια διαμερίσματα, τα «απόδυτρα», όπου οι λουόμενοι άφηναν τα ρούχα τους. Υπήρχαν και τα «αποχωρητήρια» για τις φυσικές ανάγκες των πελατών. Το κτήριο ήταν διώροφο. Στον επάνω όροφο ανέβαιναν μετά το λουτρό για να ξεκουραστούν και να πάρουν και κανένα υπνάκο. Άλλοι έπιναν κανένα ποτό ή το έριχναν και στο φαγητό κανονικά, μια και μετά το μπάνιο ανοίγει πάντα την όρεξη. Αλλά η όρεξη άνοιγε φαίνεται και για άλλα πράγματα, διότι οι λουτράρισσες εκτός από την κανονική δουλειά τους, πρόσφεραν και ερωτικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή. Έτσι λοιπόν μια επίσκεψη σε δημόσιο λουτρό περιελάμβανε ποικίλες απολαύσεις και ποιος ήταν τόσο κουτός ή τόσο πιστός, ώστε να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των Αγίων Πατέρων.
Τα μεγάλα δημόσια λουτρά ήταν διακοσμημένα με πολυτελή μάρμαρα, με ψηφιδωτά, με καθρέφτες και με αγάλματα και σε διάφορα σημεία ήταν ζωγραφισμένοι σταυροί, θρησκευτικές εικόνες αλλά και εικόνες από την ελληνική μυθολογία, τοπία, λουλούδια, πουλιά κλπ. Κατά κανόνα δεν ήταν πολύ φωτεινά, γιατί, αν άνοιγαν τα παράθυρα που δεν είχαν τζάμια, θα έφευγε ο ζεστός αέρας. Ο φωτισμός τους γινόταν λοιπόν με καντήλια.
Οι βυζαντινοί σύχναζαν εκεί τις μεσημεριανές ώρες και γι’ αυτό, σύμφωνα με τις διαταγές των Αγίων Αποστόλων, οι σεμνές γυναίκες έπρεπε να πηγαίνουν νωρίτερα, όταν τα λουτρά ήταν ακόμα άδεια. Νωρίς έπρεπε να πηγαίνουν και οι όμορφες παρθένες για να αποφεύγουν τα βλέμματα των ενοχλητικών νεαρών. Ομοίως τέτοιες ώρες σύχναζαν στα λουτρά και όσοι έπασχαν από κάποια αρρώστια πχ κήλη και δεν ήθελαν να τους βλέπουν οι άλλοι.
Τώρα προκύπτει ένα πρόβλημα με τα λουτρά τύπου μπαιν μιξτ που λένε. Πώς γίνεται να μπαινοβγαίνουν εκεί μέσα άνδρες και γυναίκες όλοι μαζί παρέα; Μια λύση ήταν τα δίδυμα λουτρά, δηλαδή δυο ξεχωριστά λουτρά δίπλα-δίπλα σε ένα κτίσμα. Αν όμως δεν υπήρχαν δίδυμα λουτρά, τότε άλλες ώρες και μέρες πήγαιναν εκεί οι γυναίκες και άλλες οι άνδρες.
Για τα μπαιν μιξτ θα μιλήσουμε και παρακάτω,
Οι πλούσιοι πήγαιναν εκεί έφιπποι μαζί με τους ακολούθους τους, οι υπόλοιποι πήγαιναν με τα πόδια κρατώντας τα «λουτρικά» τους κι όταν έμπαιναν μέσα, έκαναν το σταυρό τους.
Μια αρχόντισσα πήγαινε με συνοδεία και η όλη επιχείρηση είχε κάτι το πομπώδες και μεγαλόπρεπο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μάς παραδίδει την περιγραφή μιας τέτοιας πομπώδους τελετής μιας βασιλικής νύφης που σήμερα φαντάζει στα μάτια μας ελαφρώς (ή και βαρέως) γελοία:
Την τρίτη μέρα μετά το γάμο έρχονταν οι αντιπρόσωποι των Πράσινων και των Βένετων, τοποθετούσαν σε τρία σημεία τα μουσικά όργανα που είχαν φέρει και στέκονταν οι μεν απέναντι στους δε. Ακολουθούσε η πομπική παρέλαση αυτών που κρατούσαν τα λουτρικά, πετσέτες, μυροθήκες, θήκες που περιείχαν τα φορέματα του λουτρού, χρυσοϋφάντινα λέντια (υφάσματα για να καλύπτουν τα γεννητικά όργανα) και τα δοχεία, με τα οποία αντλούσαν το νερό για να λούσουν τη νεόνυμφη. Όλα αυτά τα συνόδευαν μέχρι το λουτρό κιθαριστές, χορευτές και τραγουδιστές που τραγουδούσαν τα λεγόμενα «θυμελικά» τραγούδια. Ακολουθούσαν επίσης και οι ύπατοι που, αφού έφταναν στα λουτρά, ξαναγύριζαν πίσω και περίμεναν τη βασιλική νύφη σε ένα σημείο της διαδρομής.
Η νύφη έβγαινε κάποια στιγμή από το βασιλικό κοιτώνα και τότε οι Πράσινοι και οι Βένετοι άρχιζαν να παίζουν τα μουσικά όργανα που είχαν κουβαλήσει και να της τραγουδούν διάφορες επευφημίες. Τη νύφη την ακολουθούσαν οι αρχόντισσες και οι πατρίκιοι και λίγο πιο κάτω την παραλάμβαναν οι ύπατοι. Τέλος πάντων έφτανε κάποια στιγμή στο λουτρό, πλενόταν και μετά μπανιαρισμένη και καθαρή γύριζε πίσω με τη συνοδεία και τις επευφημίες όλων αυτών που αναφέραμε πιο πάνω και έμπαινε πάλι, μόνη της πια, στο νυφικό κοιτώνα δια τα περαιτέρω. Σε όλη την πορεία δεξιά και αριστερά της βάδιζαν δυο γυναίκες της Αυλής και από πίσω ερχόταν η «παρακαθίστρια». Μαζί και οι τρεις αυτές κρατούσαν «πορφυρούν ροδιώνα διάλιθον» ( ίσως κάποιο ύφασμα ρόδινο ή ίσως κάποιο πολύτιμο χρυσό μήλο ή ρόδι). Και όλη αυτή η φασαρία γινόταν για να πλυθεί η βασιλική νύφη. Λατρεία με τις τελετές που είχαν εκείνοι οι άνθρωποι. Αλλά τότε βλέπετε δεν είχαν τηλεόραση για να απασχολείται με άλλα show ο κόσμος.
Τα λουτρικά ήταν μέρος της προίκας της βυζαντινής, τα οποία μάλιστα μνημονεύονται συχνά στα προικοσύμφωνα. Οι παντρεμένες πάλι διαβάζουμε ότι παραπονιούνται καμιά φορά στους άνδρες τους, όταν δεν φρόντιζαν να τους αγοράσουν τα λουτρικά τους. Στα λουτρικά περιλαμβάνονται τα απαραίτητα σκεύη και υφάσματα για το λουτρό, δηλαδή ο κάδος, οι λεκάνες, το σαββανολουτρικόν, τα λέντια , τα προσόψια και το λουτήριον, λινό ύφασμα με το οποίο σκούπιζαν το σώμα τους. Επίσης η μυροθήκη και διάφορα μπουκαλάκια με έλαια.
Όταν λοιπόν έμπαινε ο βυζαντινός στο κτίριο και έκανε μάλιστα και το σταυρό του (όπως περίπου έκαναν πριν μερικές δεκαετίες το σταυρό τους όσοι έμπαιναν στη θάλασσα, το θυμάται κανείς αυτό;), πήγαινε στο απόδυτρον και γδυνόταν. Τα ρούχα του τα άφηνε στον «καψάριο» που ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξή τους. Γίνονταν φαίνεται συχνά κλοπές εκεί μέσα, γι’ αυτό τον καψάριο τον περίμενε αυστηρή τιμωρία σε τέτοιες περιπτώσεις.
Μετά έμπαινε γυμνός στον κύριο χώρο του λουτρού που αποτελούνταν από τρία μέρη, το «ψυχρόν», το «χλιαροψύχριον» και το «θερμόν». (Η φράση «έμεινε στα κρύα του λουτρού» προέρχεται από εδώ, με τη σημασία του ότι κάποιος έμεινε στο «ψυχρόν» και για κάποιο λόγο δεν προχώρησε πιο μέσα για να κάνει το μπάνιο του).Το «θερμόν» ήταν ζεστός και ευχάριστος χώρος, μερικές φορές όμως ήταν και αποπνικτικός με πολλή ζέστη και πολλές αναθυμιάσεις. Εκεί ο πελάτης, πριν αρχίσει να ιδρώνει, αλειφόταν πρώτα με λάδι ή αρωματικό κρασί ή άλλες αρωματικές ουσίες για να προφυλάξει το δέρμα του και να αποφύγει τα εξανθήματα. Μερικοί αλείφονταν και με κάτι ειδικά φάρμακα για αποτρίχωση.
Αυτό με την αποτρίχωση όμως εθεωρείτο μάλλον πρόστυχη συνήθεια . Αν μάλιστα το έκαναν και μοναχοί και τους έπαιρναν είδηση, τότε έπρεπε να αρχίσουν τις μετάνοιες και έτρωγαν και έναν εβδομαδιαίο αφορισμό. Τώρα τι ακριβώς αποτρίχωναν οι άνδρες, δεν ξέρω. Πάντως η σημερινή μόδα που βάζει τους άνδρες να αποτριχώνονται για να δείχνουν πιο ωραίοι (;) είναι, όπως βλέπουμε πολύ παλιά τελικά.
Μετά τις αλοιφές άρχιζε η εφίδρωση. Τότε ένας υπάλληλος ή δούλος που υπηρετούσε στο λουτρό έπαιρνε το «τρίπτρον» και άρχιζε να τρίβει τον πελάτη για να φύγει ο ρύπος.
Το τρίπτρον ήταν από ύφασμα ή από σπάρτο (στον Πόντο το έλεγαν αλειφτήριν και (ει)λήφη. Η λέξη έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας). Μετά τον σαπούνιζαν με πολλή σαπουνάδα και τον ξέπλεναν με άφθονο νερό.
Ο Χρυσόστομος θεωρούσε ευπρεπές πάντως να πλένεται ο καθένας μόνος του. Δίκιο είχε, αν αναλογιστούμε τι παρενέργειες μπορεί να προκληθούν, όταν κάθεται κανείς γυμνός μέσα στο ζεστό νερό και κάποιος άλλος τον πασπατεύει.
Μετά το ξέπλυμα ο πελάτης ερχόταν στο «ψυχρόν», ένα χώρο όπου έκανε το ντους του και μετά σκουπιζόταν. Ακολουθούσε η επάλειψη με τα μύρα και το ντύσιμο. Έπειτα ανέβαινε στον πάνω όροφο για να «αναπαυθεί». Έτσι έλεγαν τις απολαύσεις που ακολουθούσαν. Αλλά, εδώ που τα λέμε, έπρεπε να μείνουν προφυλαγμένοι για ένα διάστημα μετά το ζεστό μπάνιο, αλλιώς, αν έβγαιναν αμέσως έξω στο κρύο, θα άρπαζαν καμιά πούντα.
Ας αναφέρουμε πάλι τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο που μας μιλά για ένα περίεργο βασιλικό λούσμα με αγιασμένο νερό που ως αγιασμένο όχι μόνο διώχνει το σωματικό ρύπο, αλλά επαναφέρει ως φαίνεται σε άσπιλη αγνότητα και την αυτοκρατορική ψυχή.
Και πάλι έχουμε εδώ ολόκληρη τελετή, όπου ο αυτοκράτορας μαζί με τους γιους του και την ακολουθία του ανεβαίνει σε πλοίο, αποβιβάζεται μπροστά στην πύλη του τείχους των Βλαχερνών, όπου τον περιμένουν οι συγκλητικοί με τις επίσημες στολές τους, ανεβαίνουν όλοι σε άλογα, ενώ ακολουθεί τμήμα της βασιλικής φρουράς και φτάνουν στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Μπαίνουν μέσα, ανάβουν κεριά στις εικόνες παντού, μετά βγαίνουν και πάνε στα λουτρά. Ο αυτοκράτορας και οι γιοι του γδύνονται στο αποδυτό (άλλη ονομασία για το αποδυτήριο), φορούν ένα χρυσό περίζωμα, το λέντιο, και μπαίνουν στο άγιο λούσμα, όπου ανάβουν κεριά. Μετά βουτάνε στο νερό, το οποίο προηγουμένως ο «πρωτοεμβατάριος» το έχει αγιάσει με το σταυρό τρεις φορές επαναλαμβάνοντας μια ειδική ευχή. Όση ώρα διαβάζεται η ευχή οι κατώτεροι υπάλληλοι παίρνουν ως φιλοδώρημα από ένα νόμισμα που τους δίνει ο αυτοκράτορας αυτοπροσώπως. Μετά το λουτρό ο αυτοκράτορας φορά τα χρυσοΰφαντα ρούχα του και πάει κι αυτός στον πάνω όροφο να αναπαυθεί μετά από τόση κούραση.
Σ’ αυτό τον πάνω όροφο, όπως αναφέραμε προηγουμένως, μπορούσε κανείς και να κοιμηθεί για λίγο. Γι’ αυτό υπήρχαν ανάκλιντρα με βαμβακερά στρώματα και μαλακά μαξιλάρια.
Τα δημόσια λουτρά δεν ήταν όμως μόνο ένας χώρος ατομικής καθαριότητας. Ήταν και τόπος επίδειξης. Οι πλούσιοι έφερναν μαζί τους τα μεταξωτά σεντόνια τους, δηλαδή οι δούλοι τους τα έφερναν, και τα άπλωναν επιδεικτικά πάνω στα ανάκλιντρα για να τα βλέπουν οι άλλοι. Οι πλούσιες κυρίες περιέφεραν εκεί τα κοσμήματά τους και τα χρυσά λουτρικά σκεύη τους.
Εκτός από τον υπνάκο που έπαιρναν εκεί στον πάνω όροφο, οι πελάτες μπορούσαν να πιουν τα ποτά τους και να φάνε. Και τελικά να ξεφαντώσουν. Λέει ο Λιβάνιος: «χορούς τε ένδον (των λουτρών) ιστάναι και ένια των επί σκηνής άδεσθαι». Με άλλα λόγια τραγουδούσαν κι έστηναν χορούς. Μπορούμε να φανταστούμε και τα υπόλοιπα με τις λουτράρισσες που είπαμε πιο πάνω.
Εννοείται ότι το κουτσομπολιό έπεφτε σύννεφο. Ο Λιβάνιος πάλι αναφέρει τις φλύαρες κυρίες που σχολιάζουν τις άλλες κυρίες που είδαν γυμνές στο λουτρό: ποια ήρθε, ποια δεν ήρθε, ποια ήρθε χωρίς συνοδεία, ποια με συνοδεία, ποια είχε σωματικό ελάττωμα, ποια ήταν βρώμικη, ποια ρυτιδιασμένη, ποια μακιγιαρισμένη, ποια σαπουνίστηκε, ποια έχασε το σανδάλι της, ποια αναποδογύρισε τον κάδο της λουτράρισσας, ποια έδωσε μεγάλο φιλοδώρημα, ποια μικρό και ποια καθόλου.
Στα περισσότερα δημόσια λουτρά ο κόσμος πλενόταν δωρεάν. Σε άλλα κατέβαλλε ένα μικρό σχετικά ποσό. Κάποιοι αρνούνταν να πληρώσουν και ακολουθούσαν οι σχετικοί καυγάδες.
Τη διεύθυνση την είχε ο βαλανεύς και η βαλανεύτρια (αν υπήρχαν χωριστά γυναικεία λουτρά). Επρόκειτο για άτομα μάλλον ανυπόληπτα. Το δε υπόλοιπο προσωπικό αποτελούνταν από άτομα της κατωτάτης υποστάθμης, δουλικά συνήθως.
Οι χριστιανοί απαγορευόταν να πλένονται μαζί με αλλόθρησκους και μάλιστα εβραίους. Σύμφωνα με τον ΙΑ’ κανόνα της έκτης Οικουμενικής Συνόδου κανείς δεν έπρεπε να συλλούεται με Ιουδαίους στα δημόσια λουτρά κι αν κάποιος το επιχειρούσε, αν μεν ήταν κληρικός, τον περίμενε η καθαίρεση, αν ήταν λαϊκός, τον περίμενε ένας ξεγυρισμένος αφορισμός.
Οι μικροί συνοικισμοί και τα νησιά δεν διέθεταν την πολυτέλεια των δημόσιων λουτρών.
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης σε ένα ποίημά του τονίζει την αλουσία των κατοίκων της Κέας. Το ίδιο πρέπει να υποθέσουμε ότι συνέβαινε σε όλους τους μικρούς οικισμούς της επικράτειας, όπου οι άνθρωποι δεν είχαν και πολύ φανατισμό με την ατομική υγιεινή τους. Είχε εξάλλου άλλα βάσανα ο κόσμος σε εκείνα τα μέρη.
Ας επανέλθουμε λίγο στα λουτρά τύπου μπαιν μιξτ. Φαίνεται ότι στους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί ακολουθώντας τις συνήθειες των ρωμαίων πλένονταν όλοι μαζί παρέα, γυναίκες και άνδρες, και έχουμε μαρτυρίες γι’ αυτό. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γράφει ότι τα βαλανεία είναι ανοιχτά για άνδρες και γυναίκες που «αποδύονται επί την ακρασίαν». Και αλλού: όσοι θέλουν να δουν γυμνές τις γυναίκες των άλλων που (όλο τον υπόλοιπο καιρό) είναι κατάκλειστες στα σπίτια τους, τις βλέπουν στα βαλανεία όπου γδύνονται, χωρίς να ντρέπονται, λες και βρίσκονται σε καπηλειά. Ο δε Χρυσόστομος δεν ήθελε να πλένονται με γυναίκες ούτε τα μικρά αγόρια και σ’ αυτό δεν είχε και άδικο, μολονότι ακόμα κανείς δεν υποπτευόταν τη θεωρία του Φρόιντ περί το Οιδιπόδειο.
Άλλες πάλι, πιο σεμνότυφες αυτές, μπορεί να μην πλένονταν παρέα με άνδρες, έβαζαν όμως τους υπηρέτες τους να τις γδύνουν και να τις τρίβουν. Τι ωραίες εποχές αλήθεια...
Το 320 μΧ στη σύνοδο της Λαοδίκειας ο 30ός κανόνας όριζε ότι δεν επιτρέπεται σε ιερωμένους, κληρικούς ή ασκητές να πλένονται στα βαλανεία μαζί με γυναίκες. Ούτε και σε χριστιανούς λαϊκούς επιτρεπόταν αυτό. Με άλλα λόγια δηλαδή...απλώς φανταστείτε τι γινόταν εκεί μέσα στα λουτρά με γυμνές γυναίκες και γυμνούς ιερωμένους.
Έναν αιώνα αργότερα τίποτε δεν είχε φαίνεται αλλάξει, καθώς ο Άγιος Νείλος γράφει: «Το λούεσθαι άνδρας μετά γυναικών ουδαμώς επέτρεψαν οι του Χριστού φοιτηταί, αλλά και απέτρεψαν και εβδελύξαντο και απηγορεύκασιν ως ανάρμοστον και ασύμφορον υπάρχον Χριστιανοίς και αποβεβλήκασι και απέπτυσαν».
Ο Ευάγριος στην Εκκλησιαστική ιστορία του αναφέρεται στην απάθεια των μοναχών της Παλαιστίνης, οι οποίοι «και βαλανείοις συχνοίς ομιλούσι τα πολλά, γυναιξί συναυλιζόμενοι και συλλουόμενοι». Τι να συζητούσαν άραγε οι συναυλιζόμενοι και συλλουόμενοι μοναχοί με τις συλλουόμενες και συναυλιζόμενες; Έχω μεγάλη απορία.
Στις Διαταγές των Αγίων Αποστόλων διαβάζουμε ότι μια γυναίκα πιστή δεν πρέπει να πλένεται μαζί με άνδρες, γιατί πώς γίνεται να κρύβει το πρόσωπό της με συστολή για να μην την βλέπουν οι ξένοι άνδρες και μετά να πηγαίνει και να πλένεται μαζί τους γυμνή στα λουτρά;
Έλα ντε...
Μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα αυτή η κακή συνήθεια των μπαιν μιξτ υφίστατο, αλλιώς η εν Τρούλλω Οικουμενική σύνοδος δεν θα χρειαζόταν να επαναλάβει τους αφορισμούς και τις καθαιρέσεις των κληρικών για το σχετικό θέμα. Από τον 7οαιώνα και μετά η συνήθεια αυτή επιτέλους σταματά, διότι επενέβη και η Πολιτεία που την απαγόρευσε με νόμο. Στα δημόσια λουτρά μπορούσαν πάντως να μπανιαριστούν μαζί τα ανδρόγυνα με τον ισχυρισμό ότι είναι σάρκα μία και δεν υπάρχει τίποτε το άσεμνο σε αυτό που κάνουν.
Το λουτρό όμως είναι και τόπος δολοφονιών. Ο Χίτσκοκ στο «Ψυχώ» δεν κατέβασε από το μυαλό του την τρομαχτική σκηνή της δολοφονίας στο μπάνιο. Είχαν προηγηθεί πολλές πραγματικές δολοφονίες λουτρού και μεταξύ αυτών και εκείνες που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τη βυζαντινή εποχή.
Ο Μ. Κωνσταντίνος δολοφόνησε τη γυναίκα του Φαύστα στο μπάνιο της. Ο εγγονός του Ηρακλείου Κώνστανς δολοφονήθηκε στη Σικελία, ενώ βρισκόταν στο λουτρό του. Ο Ρωμανός Αργυρός πνίγηκε στο λουτρό του από τους συνωμότες του Μιχαήλ Παφλαγόνα.
Ο Αλέξιος Γ’ ο Μούρτζουφλος τυφλώθηκε στο λουτρό του μετά από διαταγή του πεθερού του. Αν και έχουμε ελάχιστες μαρτυρίες, πρέπει να υποθέσουμε ότι δολοφονίες και απλών ανθρώπων θα συνέβαιναν στα δημόσια λουτρά.
Τέλος δεν πρέπει να παραλείψουμε και την εικόνα των δημόσιων λουτρών απέξω, όταν ήταν χειμώνας κι έκανε παγωνιά. Οι φτωχοί και οι άστεγοι πήγαιναν και ξάπλωναν μισόγυμνοι στην είσοδο και ζητιάνευαν από τον κόσμο που μπαινόβγαινε εκεί μέσα. Οι λουτράρηδες τους έδιωχναν κακήν κακώς, αλλά εκείνοι ξαναγύριζαν.
Και επειδή βρισκόμαστε στο μεσαίωνα, όπου οι προλήψεις είναι φουντωμένες στο έπακρο, να πούμε τελειώνοντας ότι οι βυζαντινοί πίστευαν πως στα λουτρά μένουν φαντάσματα.
Ο Γρηγόριος Νύσσης μιλά για ένα λουτρό όπου τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι εμφανίζονται φαντάσματα μέσα σε καπνούς και φωτιές που βγαίνουν από το πάτωμα που ανοίγει στα δυο. Στο συναξάριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε ότι στα δημόσια λουτρά της Εφέσου κατοικούσε ένας άγριος δαίμονας που τρεις φορές το χρόνο έπνιγε ένα νέο ή μια νέα, επειδή, όταν χτιζόταν το λουτρό, στοιχειώθηκε με το θάψιμο ενός νέου και μια νέας.
Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ένα μάγο με το όνομα Σικιδίτης που μπορούσε να βγάζει από τον κρουνό του λουτρού άνδρες πιο μαύρους κι από την πίσσα.
Υποπτεύομαι ότι όλα αυτά τα έλεγαν οι άγιοι εκείνοι άνθρωποι με την ελπίδα να αποθαρρύνουν τους συγχρόνους τους που ήθελαν συνέχεια να μπαινοβγαίνουν στα δημόσια λουτρά. Από την άλλη, ένας χώρος που δεν έχει φως, που φωτίζεται με καντήλια και που είναι θολός από τους υδρατμούς είναι ό,τι πρέπει για να εγκατασταθούν εκεί τα στοιχειά και τα φαντάσματα.
Όπως και να’ χει, οι βυζαντινοί μας πρόγονοι αγαπούσαν τα λουτρά και όλα τα παρεπόμενα στον επάνω όροφο. Όταν αργότερα ήρθαν οι Οθωμανοί, βρήκαν τη συνήθεια αυτή πολύ ευχάριστη και την υιοθέτησαν.
Εμείς σήμερα ας βολευτούμε στη μπανιέρα του σπιτιού μας. Μόνο που δεν έχουμε δυστυχώς και κανέναν υπηρέτη να μας τρίβει την πλάτη...
(Πηγή: Φαιδ. Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τόμος Δ’ ).