Τόνοι καὶ Πνεύματα ….
Αυτά συνέβησαν πριν 60-70 χρόνια και είναι από πρώτο χέρι.
Μου τα διηγήθηκε ο μπάρμπα-Ντίνος που γεννήθηκε μεν στον Λεήμωνα αλλά εκείνα τα χρόνια ήξερε και που γεννούν οι κότες στο Δουραλή.
Θυμάμαι έντονα την ιστορία, όχι μόνο γιατί μου αρέσουν τα παλιά, αλλά κυρίως γιατί αφορούσε πιπεράτο προξενιό του χωριού μας ,που είχε βέβαια αίσιο τέλος ,θα έλεγε κανείς, μα η διαδικασία ήταν εκείνη που έκανε να ρέει άφθονο γέλιο.
Στο συγκεκριμένο σπίτι του χωριού εκείνη την μέρα ήταν όλοι στο πόδι.
Από το πρωί οι γυναίκες έπλεναν και σιδέρωναν, σκούπισαν, άστραψαν τα ασημικά, άλλαξαν τα κεντήματα και τα πλεκτά.
Αυτά βέβαια γίνονταν πάντα μια φορά την βδομάδα αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά.
Το βράδυ περίμεναν τον μπάρμπα-Ντίνο που ήθελε, λέει, να κάνει προξενιό στην κόρη του σπιτιού την Μαντώ τον ανεψιό του τον Κώστα.
Ο πατέρας ,που ήξερε το γαμπρό και του καλάρεσε η ιδέα, δεν δίστασε να καλέσει μαζί με τον προξενητή και τον ίδιο τον γαμπρό.
Έτσι λοιπόν ,όταν νύχτωσε οι δύο άνδρες πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού, καθαροί, καλοχτενισμένοι και καλοσιδερωμένοι.
Τους καλοδέχτηκαν οι νοικοκυραίοι, τους πέρασαν στη σάλα και εκεί αφού μίλησαν πρώτα περί ανέμων και υδάτων για να σπάσει ο πάγος μπήκαν στο ψητό, την προίκα.
Από την οικογένεια της κοπέλας δεν υπήρχε αντίρρηση καμιά. Μικρός ο τόπος και όσο να είναι ήξερε ο ένας τον άλλον.
Όσο για την … κοπέλα εκείνα τα χρόνια δεν της έπεφτε και πολύ ο λόγος. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος.
Μέσα σε άλλα λοιπόν ο πατέρας προίκιζε την Μαντώ με ένα σωρό καλά. Δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Τον είχαν τον τρόπο τους και στάρια είχαν και κριθάρια και σπίτια και χρήματα.
Απαρίθμησε λοιπόν στον γαμπρό αυτά που θα του έδινε και στο τέλος έδωσαν τα χέρια. Η συμφωνία έκλεισε με τα κεράσματα για να γλυκάνουν την περίσταση.
Η Μάνα της νύφης ονομαστή για τα γλυκά του κουταλιού που έφτιαχνε, το κυδώνι, το σταφύλι, το μελιτζανάκι. Κάθε εποχή είχε το δικό της γλυκό.
Το κέρασμα βέβαια θα γινόταν από την νύφη, τη Μαντώ, που σίγουρη για την αίσια έκβαση του προξενιού τα είχε μισοετοιμάσει στην κουζίνα.
Έβαλε στο γυαλισμένο δίσκο το πλεχτό πετσετάκι, που είχε φτιάξει με τα χέρια της και πάνω τα πιατελάκι με το γλυκό, τα κουταλάκια και τα ποτήρια με το νερό και κίνησε για την σάλα κουνιστή και λυγιστή.
Όλα πήγαιναν τέλεια ως εκείνη την στιγμή και θα πήγαιναν μέχρι το τέλος αν δεν έβαζε ο διάβολος το χεράκι του.
Αφού πήραν από τον δίσκο το γλυκό τους οι μεγαλύτεροι και ήπιαν το νεράκι τους ευχόμενοι τα καλύτερα ΚΑΙ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ,ήρθε η σειρά του γαμπρού.
Καθώς έσκυψε μπροστά του η Μαντώ, σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, εκείνη την στιγμή βρήκε και της έφυγε …. ένας …βροντώδης (κοινώς αερίστηκε).
Πρασίνισε, κοκκίνισε η Μαντώ, άλλαξε τόσα χρώματα, μα καθώς είδε πως ο γαμπρός δεν ταράχτηκε , ησύχασε. Το ίδιο και οι δικοί της. Ίσως να μην κατάλαβε .σκέφτηκαν, μα πάλι ,ήταν ο άτιμος τόσο βροντερός…
Πήρε το γλυκό του ο γαμπρός, ευχήθηκε και εκείνος στην ώρα την καλή και η Μαντώ ησύχασε.
Ο γαμπρός ο Κώστας περίμενε στην εκκλησία τον ερχομό της νύφης με τα λουλούδια της λεμονιάς στο χέρι.
Η Μαντώ δεν τον έστησε καθόλου .Στην ώρα της κι αυτή με το ένα χέρι στο μπράτσο του πατέρα της και το άλλο στου μεγάλου αδελφού της.
Έγιναν οι σχετικοί χαιρετισμοί και βγήκε ο παπα-Χαράλαμπος να παραλάβει το ζευγάρι να το μπάσει στην εκκλησία.
Εκεί όμως ο γαμπρός κώλωσε, που πάει να πει , δεν έκανε βήμα να μπει στην εκκλησία.
Τραβούσε ο παπάς, ο Κώστας στυλωμένο μουλάρι.
Πήρε είδηση ο πατέρας της νύφης και έτρεξε να προλάβει το ρεζιλίκι.
-Τι τρέχει μωρέ γαμπρέ ;
-Δεν μπαίνω
-Γιατί ;
-Θέλω να μου δώσεις ακόμα εκείνο το χωράφι στα ποταμάκια τις ελιές στο Βρύνικο και το αμπελάκι.
… πάνιασε ο Πεθερός …
-Καλά δεν τα είπαμε, δεν τα συμφωνήσαμε, δεν δώσαμε τα χέρια …
-Μωρέ τα κάναμε όλα αυτά ..
-Τι μα και ξε μα.
..έσκυψε στο αυτί του ο Κώστας και του ψιθύρισε.
-Μα .. δεν μου είπες πως η κόρη σου είναι πορδού.
Άναυδος έμεινε ο πεθερός μα τι να κάνει μην πάρουν είδηση οι καλεσμένοι !
-Θα στα δώσω κι αυτά, έχεις το λόγο μου ,του ψιθύρισε κι αυτός.
Ἐτσι έγινε ο γάμος και έζησαν καλά κι ευτυχισμένα μέχρι τα γεράματα.
Αυτά τουλάχιστον για τον κόσμο που δεν ξέρει τι γίνεται σαν κλείσει η πόρτα του σπιτιού.
Γεώργιος Ι. Γλεντζές