ΣΤΗ ΣΟΛΩΜΟΥ, στα Εξάρχεια, το προηγούμενο Σάββατο και στη Στοά Πεσμαζόγλου τη Δευτέρα «τα είδα όλα» κατά το κοινώς λεγόμενο.
Στην πρώτη περίπτωση είχα αποφασίσει με αφετηρία την Ομόνοια, μέσω Πατησίων, ν'ανηφορίσω προς την πλατεία Εξαρχείων. Και ενώ ξέκλεβα εικόνες από ρυπαρές πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου, προσπαθώντας να αποφεύγω όσο μπορούσα το ρύπο των πεζοδρομίων, βρέθηκα ανάμεσα σε μια παρέα χρήστες και στα βαποράκια τους.
Εχασα αυτόματα τις κοινωνικές μου ευαισθησίες, σιχτίρισα από μέσα μου και κινήθηκα με ταχύτητα, κάτι που αναλόγως συνέβη και τη Δευτέρα, όταν ως φρικτή εικόνα μαζεύονταν
οι χρήστες, βρομεροί και τρισάθλιοι για να παραλάβουν δόσεις στη στοά.
Φυσικά και στις δύο περιπτώσεις τόσο το κοινωνικό κράτος όσο και η Αστυνομία είχαν πάει διακοπές, ή μάλλον βιώνουν μόνιμες διακοπές, αφού άλλωστε με τον τρόπο τους συμβάλλουν στη δημιουργία της εμπορίας πρέζας.
Σ'αυτές τις δύο αντίθετες διαδρομές είναι πραγματικά να τα χάνεις με όσα βλέπουν τα μάτια σου.
Η πλατεία Εξαρχείων ήταν γεμάτη απορρίμματα ανθρώπων, το Σαββάτο, αλλά και Αθηναίους που έπιναν τον καφέ τους, διαβάζοντας εφημερίδες, δίχως να ενοχλούνται, ώς και τις κομψές κατά το δυνατόν ηλικιωμένες παλαιές Αθηναίες που τις πήγαιναν βόλτα οι οικιακές βοηθοί. Βγαίνοντας από την Πανεπιστημίου στη Σταδίου, στη δεύτερη περίπτωση, και περπατώντας προς την Ερμού το τοπίο ανθρώπευε, ζωντάνευε, έπαυε να όζει, ομόρφαινε.
Είναι σαφές πως ζούμε σε πόλη πολλών ταχυτήτων, όμως νιώθω πια ανασφαλής σ'αυτή την πόλη που κάποτε θεωρούσα δική μου. Δεν με τρομάζει το μαύρο χρώμα ή τα σκιστά μάτια. Δεν με τρομάζουν εκείνοι που προστατεύουν τις ιερόδουλες, αφού εξ ορισμού αν δεν ενοχλήσεις το αντικείμενο της εργασίας τους, δεν θα σ'ενοχλήσουν. Δεν με τρομάζουν τα έρημα κλεφτρόνια που θα προσπαθήσουν να μου ανοίξουν τ'αυτοκίνητο μπας και βρουν τίποτα ψιλά.
Μα με τρομάζει η ανάγκη εκείνου που για να τρυπηθεί θα μετέλθει όλα τα μέσα. Με τρομάζει το άρρωστο πάθος, δίχως να εξαιρώ από αυτό και το πάθος που ξεκινώντας από την ηλιθιότητα και την αμορφωσιά οδηγεί στους γνωστούς νεοναζί.
Οποίο συμπέρασμα: εν ολίγοις, με τρομάζουν τα πρεζόνια και οι χρυσαυγίτες.
Δεν μου χαλάνε απλώς τη διάθεση, μου χαλάνε το τοπίο.
Κι εκείνο που με χαλάει περισσότερο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει γιατρειά.
Ενα καλό κράτος θα μπορούσε στο μέτρο του δυνατού να γιάνει και τις δύο ασθένειες.
Οχι πως δεν θα υπάρχουν άτομα που θα συνεχίσουν να παρασύρονται, όμως ένα καλό κράτος μπορεί να μειώσει δραματικά το ποσοστό τους.
Κι έτσι, βρε αδελφέ, θα μπορέσουμε να εξακολουθήσουμε να περπατάμε σ'αυτή την πόλη που ούτως ή άλλως αγαπάμε, με το φόβο μη φάμε κανένα μάρμαρο από τις «μοντέρνες» πολυκατοικίες της καραμανλικής οκταετίας στο κεφάλι κι όχι με τον άλλο φόβο: εκείνο του στιλέτου ή της σύριγγας που χρησιμοποιείται ως στιλέτο
(«Εχω έιτζ και θα στο μεταφέρω») για να παραδοθεί
το πορτοφόλι.