Ο Ιωάννης Μπάγκας (ή Πάγκας) ήταν γιός του έμπορου και επίσης ευεργέτη Γεωργίου Μπάγκα. Γεννήθηκε στην Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου το 1814. Σε ηλικία 19 χρόνων ξενιτεύτηκε στη Θήβα, από εκεί στη Χαλκίδα και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια, όπου στην αρχή εργάστηκε ως ράφτης εγχώριων ελληνοαλβανικών ενδυμάτων και ύστερα ως επιστάτης και ενοικιαστής αγροτικών μεγαλοκτημάτων. Ανήσυχο πνεύμα εγκατέλειψε και την Αίγυπτο για να εγκατασταθεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις ίδιες εργασίες. Σχεδόν αγράμματος, αλλά ολιγαρκής, φιλόπονος και ευσεβής, δεν άργησε να θησαυρίσει. Τα πλούτη του διέθεσε απλόχερα για κοινωφελείς σκοπούς.
Σε μεγάλη πια ηλικία ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα πάμπλουτος. Αντί να περιοριστεί σε μια στείρα απόλαυση της ζωής, την οποία ασφαλώς και του επέτρεπε η μεγάλη περιουσία του, αποφάσισε να γίνει εθνικός ευεργέτης. Έτσι το 1889 δώρισε τα πάντα στο Ελληνικό Δημόσιο, κρατώντας μόλις 500 δραχμές το μήνα προς συντήρησή του και αρκούμενος να ζει λιτότατα σε ένα δωμάτιο του δικού του ξενοδοχείου ‘‘Μέγας Αλέξανδρος’’. Χρειάστηκε πολλή επιμονή από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη για να πειστεί ο μεγάλος πατριώτης να αυξήσει το ποσό της αποζημίωσης σε 1.000 δραχμές ! Πεθαίνοντας άφησε στην επιτροπή διαχείρισης του κληροδοτήματός του, και τις οικονομίες που σχημάτισε από την πενιχρή μηνιαία χορηγία του. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως ο Ιωάννης Μπάγκας διέθεσε την περιουσία του στην πατρίδα όχι με διαθήκη, δηλαδή μετά το θάνατό του, αλλά ενόσω ήταν ακόμη στη ζωή. Και εξηγώντας την πράξη του αυτή, έγραφε στην συμβολαιογραφική πράξη εκχώρησης, που σημειωτέον από την πλευρά του Δημοσίου αποδέχτηκε αυτοπροσώπως ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ότι : «...αναλογιζόμενος το πρόσκαιρον του παρόντος βίου και μάλιστα το προκεχωρηκός της ηλικίας αυτού και επιθυμών να χρησιμοποιήση από τούδε υπέρ κοινωφελών τω έθνει έργων την περιουσίαν αυτού, όπως και ζων ίδη του καρπούς της τοιαύτης διαθέσεως, δωρείται αιτία θανάτου και δωρεάν αμετάκλητον τω Ελληνικώ Έθνει και τω Ελληνικώ Δημοσίω την ακίνητον περιουσίαν...». Πράγματι πρόκειται για μοναδική περίπτωση.
Η περιουσία που πρόσφερε ο Μπάγκας στο Ελληνικό Κράτος, αποτελείται από: Την επί της Πλατείας Ομονοίας οικία του, και η οποία αργότερα μετατράπηκε σε ξενοδοχείο, (το γνωστό ‘‘Μέγας Αλέξανδρος’’), 200.000 δραχμές σε μετρητά (ποσό τεράστιο για την εποχή) και 1.400 μετοχές των Σιδηροδρόμων Αθηνών- Πειραιώς. Λίγα χρόνια μετά τη μεγάλη αυτή δωρεά, ο Μπάγκας προχώρησε και σε νέα ανάλογη χειρονομία, αφού στο μεταξύ είχε αποκτήσει και καινούργια περιουσία ! Έτσι αγοράστηκε το απέναντι της κατοικίας του οικόπεδο, στο οποίο οικοδομήθηκε το επιβλητικό μέγαρο, που είναι το ξενοδοχείο ‘‘Μπάγκειο’’, του οποίου η πλήρης επωνυμία ήταν ‘‘Μπάγκειον Ξενοδοχείον, Φίλιππος Β’ ’’. Επιπλέον αγόρασε στην οδό Αθηνάς και Αρμοδίου στην Αθήνα και άλλο οικόπεδο στο οποίο άρχισε να κτίζει ξενοδοχείο, που όμως έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Το κτίριο περατώθηκε πολλά χρόνια αργότερα - πάλι με χρήματα που άφησε ο ευεργέτης - και λειτούργησε με το όνομα ‘‘Ολυμπιάς’’.
Ακόμη κληροδότησε ένα σημαντικό ποσό στο Αμαλίειο Οικοτροφείο Αθηνών για να προικίζονται ορφανά κορίτσια, με τον όρο ότι τα χρήματα θα χορηγούνται την παραμονή του γάμου τους,
ο οποίος πρέπει υποχρεωτικά να πραγματοποιείται την επέτειο των γάμων του διαδόχου Κωνσταντίνου ! Τρεις χιλιάδες δραχμές ετησίως άφησε στο Μητροπολίτη Κορυτσάς προκειμένου να τις διανέμει στους φτωχούς κάθε χρόνο το Πάσχα. Επίσης οι διαχειριστές της Μπαγκείου Επιτροπής «...οφείλουσιν να δαπανώσιν δεκαοκτώ χιλιάδας δραχμάς τον χρόνο προς συντήρησιν του Ελληνικού Σχολείου της Κορυτσάς, του προωρισμένου δια την ελληνικήν αυτόθην κοινότητα.» Όρισε «...να δίνονται και εις το εν Αθήναις Νοσοκομείον Ευαγγελισμός, το υπό την προστασίαν της Αυτού Μεγαλειότητος της βασιλίσσης, δύο χιλιάδαι δραχμαί κατ’έτος». Επίσης κληροδότησε και 18.000 δρχ. ετησίως στο ‘‘Δημοτικόν Νοσοκομείο η Ελπίς’’ των Αθηνών.
Διέταξε επιπλέον ετήσια χορηγία προς τη Ριζάρειο Σχολή, για να δίνονται κάθε χρόνο υποτροφίες σε δύο σπουδαστές από την Κορυτσά. οι οποίοι άν συνεχίζουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, να λαμβάνουν για πέντε χρόνια υποτροφία και στη συνέχεια να διορίζονται υποχρεωτικά καθηγητές στο γυμνάσιο της Κορυτσάς που ο ίδιος ίδρυσε. Τέλος όρισε ότι με το υπόλοιπο των εσόδων της ακίνητης περιουσίας του «να ιδρυθεί στην Αθήνα ορφανοτροφείο αρρένων για την διδασκαλία των προπαιδευτικών μαθημάτων και την εκμάθηση βιοποριστικών τεχνών κατά τα τελειότερα ευρωπαϊκά συστήματα, ενώ στην Κορυτσά να ιδρυθεί παράρτημα αυτού ».
Να σημειωθεί ότι μετά το θάνατο του ευεργέτη βρέθηκαν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν ούτε στην συμβολαιογραφική πράξη, ούτε στη διαθήκη του. Επρόκειτο για Ομολογίες της Εθνικής Τράπεζας, άλλες μετοχές των Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς, μετρητά σε αγγλικές λίρες, γαλλικά φράγκα και δραχμές, καθώς και πολλές μετοχές. Επίσης ο Μπάγκας δώρισε στο Ελληνικό Δημόσιο ένα οικόπεδο στους Αμπελόκηπους των Αθηνών, στο οποίο υπήρχε και μία αρχοντική οικία, όπως και ένα οικόπεδο 5.867τ.μ. στη διασταύρωση των οδών Σκοπετέα, Μιχαήλ Μελά, Εμμ. Παππά και Τιμ. Φιλήμονα. . Όλοι οι εθνικοί ευεργέτες είναι αναμφίβολα άξιοι της εθνικής ευγνωμοσύνης. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι από αυτούς που προκαλούν πραγματικό δέος με την απέραντη μεγαλοσύνη της ψυχής τους και την παθιασμένη λατρεία τους προς την πατρίδα. Ένας τέτοιος εθνικός ευεργέτης ήταν και ο Ιωάννης Μπάγκας. Δεν είναι τόσο το μέγεθος της δωρεάς που αναδεικνύει τον Μπάγκα σε έναν από τους κορυφαίους εθνικούς ευεργέτες. Υπήρξαν ασφαλώς άλλοι που πρόσφεραν περισσότερα. Εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει, είναι ο τρόπος και ο χρόνος που έκρινε για να προβεί στην εθνική χειρονομία της προσφοράς της περιουσίας του, την οποία δώρισε ολόκληρη στην Ελλάδα όταν ζούσε ακόμη.
Ο Ιωάννης Μπάγκας πέθανε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 1895, σε ηλικία 81 ετών. Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία η κηδεία του ήταν απλή και λιτή, όπως άλλωστε και όλη του η ζωή. Ο Μπάγκας παρέμεινε άγαμος.