Παιδικές αναμνήσεις.
Με την παρότρυνση καλών φίλων και ιδίως του εν… μνήμαις συμπλέοντος «feugatou», του οποίου η συμβολή υπήρξε καταλυτική στο «ξεκλείδωμα» της δικής μου μνήμης, αλλά και με το δεδομένο πως μέλλον, δεν έχω, παρόν, μας το έκαναν τόσο μαύρο που δεν βλέπεται με τίποτα, άρα το μόνο που μου μένει είναι η φουλ….pisostapalia, αναμόχλευση παλιών βιωμάτων και η σταχυολογημένη καταγραφή τους! Χωρίς σειρά και σκόρπια, ακριβώς όπως μου κατεβαίνουν. Σαν μιά νοσταλγική φυγή και στρουθοκαμιλίστικη απόκρυψη από το σημερινό μας χάλι και, ταυτόχρονα, σπονδή σε όσα είδα κι έζησα σε μια εποχή, μπορεί φτωχότερη, αλλά σίγουρα πιό αγνή, πιό ήμερη και πιό «μπεσαλίδικη». Κατά συνέπεια, πολύ ωραιότερη και, κυρίως, πιό ανθρώπινη.
Βασικά μου πλεονεκτήματα η πείρα της ηλικίας, η πλήρης απουσία, επί του παρόντος, κάθε ίχνους αλτσχάιμερ και το πολύ μικρό μέγεθος της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων. Η πόλη μιά μπουκιά κι οι Αθηναίοι μιά χούφτα, όπου όλοι γνώριζαν όλους και όλα!
(Σημ. Γιά να γίνει απόλυτα κατανοητό το τελευταίο, αναφέρω δύο φρέσκα περιστατικά που έζησα, σήμερα ακριβώς, ευρισκόμενος γιά μιά δουλειά-αστραπή στην Αθήνα. Κατεβαίνοντας πεζή την Σταδίου, στο ύψος της Σανταρόζα με ρώτησε μιά κυρία που ήταν η οδός Μπενάκη! Και όταν γύριζα γιά Ωρωπό, με το λεωφορείο που είχε δρομολόγιο από Κηφισίας, κάποια κυρία, όταν φθάσαμε στην Αγία Τριάδα Αμπελοκήπων, έβαλε τις φωνές:
- Κύριε οδηγέ, σταμάτα. Νόμιζα πως πάτε… Αγία Παρασκευή!
Όμως η προμετωπίδα του λεωφορείου έγραφε «ΔΗΛΕΣΙ»!
Όμως η προμετωπίδα του λεωφορείου έγραφε «ΔΗΛΕΣΙ»!
Αυτοί είναι οι σημερινοί Αθηναίοι! Οπότε οι Γκάγκαροι, καιρός να του δίνουν! Δεν έχουν θέση σ' αυτόν τον τόπο που ύμνησαν οι παλιοί τραγουδοποιοί, (Αττίκ, Σουγιούλ, Τραϊφόρος, Μουζάκης, Μωράκης, και, και, και), τραγούδησαν οι παλιοί κανταδόροι, (Μαρούδας, Γούναρης, Πολυμέρης, Δανάη, Νικολαϊδου και τόσοι άλλοι...) και χάρηκαν οι τυχεροί «εκείνου του καιρού».
Παλιά, κάνοντας μιά βόλτα περί το κέντρο, κάτι που μας ήταν ψωμοτύρι, συναντούσες όλες τις διασημότητες κι όλα τα «νούμερα» της εποχής, μαζί και κάθε παράξενο που συνέβαινε στο …κλεινόν άστυ. Έτσι, έχω ανταλλάξει χειραψία με την Μαρίκα Παλαίστη, την «μουρλέγκω» όπως έλεγαν όλοι και διαφωνούσε η μητέρα, η οποία επέμενε πως τα έχει 400 αλλά χάνει από το σουλούπι. (Ίδια η κυρά Σπυριδούλα, η πλύστρα μας ήταν, συν ένας φιόγκος στα μαλλιά!).
Έχω τιμηθεί με καπελαδούρα και βαθιά υπόκλιση από τον πρόεδρο Αρμάνδο Δελαπατρίδη, έξω από την πόρτα του Λουμίδη, στα Χαυτεία μετά της προσφωνήσεως:
-«Ωοοοο΄, τον αγαπητό μου! Αλήθεια, πώς λέγεσθε αγαπητέ;», όταν τον σταμάτησα γιά να του δηλώσω πως η νεολαία ήταν σύσσωμη μαζί του, με το κόμμα των Κυανολεύκων.
Έχω παρακολουθήσει, πολλές φορές, τον Ωνάση, όταν είχε γραφεία στην αρχή της Ιπποκράτους, κάπου στη στοά του Ακροπόλ, βγαίνοντας στον δρόμο να παίζει μονά-ζυγά μ’ έναν υπαίθριο φυστικά που είχε τον πάγκο του στο πεζοδρόμιο. Και δεν ξεκολλούσε ο μπαγάσας αν δεν κέρδιζε! Οπότε ξεφλούδιζε κι απολάμβανε το αιγηνίτικο έπαθλο με έκφραση θριαμβευτική. Μετά έμπαινε στο αμάξι που τον περίμενε, ενώ κάποιος που τον ακολουθούσε, προφανώς συνεννοημένος, έβαζε μπόλικα ψιλά στην τσέπη του φυστικά, που το μάτι του γυάλιζε από ικανοποίηση. Εκεί συμπάθησα τον Ωνάση. Γιά δύο λόγους. Το πείσμα του γιά τη επιτυχία και τη γενναιοδωρία του στους «κάτω».
Θυμάμαι επίσης με τι γέλια παρακολουθούσαμε μέσα από το μαγαζί μας, στην αντιδιαμετρική γωνία της «Ίριδας», του φοιτητικού σινεμά, τις υπομονετικές ουρές που έφερναν -γιρλάντα- το τετράγωνο, να βαδίζουν σημειωτόν μέχρι να φτάσουν στη γωνία Πανεπιστημίου και Χαριλ. Τρικούπη και ν’ αγοράσουν …. παγωτό χωνάκι! Μιά μικρή τρύπα-ζαχαροπλαστείο, με τ’ όνομα «Νάκη», ήταν το πρώτο που λανσάρισε αυτό το είδος παγωτού στην Αθήνα, φέρνοντας το σχετικό αυτόματο μηχάνημα παρασκευής, και…. δώσε και μένα μπάρμπα και λεφτά με ουρά! Βέβαια σε λίγο, όπως ήταν φυσικό κι επόμενο, γέμισε η Αθήνα τέτοια μηχανήματα και το μονοπώλιο πήγε περίπατο. Πάντως, όπως και να ’χει, ο τύπος αν δεν θησαύρισε, θα πρέπει να ήταν ή πολύ σπάταλος γυναικάς, ή πολύ άτυχος χαρτοπαίχτης.
Η καθυστερημένη στην τεχνολογία και στερημένη από τους σύγχρονους καταναλωτικούς πειρασμούς και τις μοντέρνες λιχουδιές, Αθήνα, έπεφτε με τα μούτρα σε κάθε γευστικό νεωτερισμό. Τέτοιοι ήσαν, τα μηχανήματα παρασκευής ποπ-κόρν που γέμισαν τις εισόδους των θερινών σινεμά, τα μίξερ χυμών, θυμάμαι τον κινηματογράφο «Τιτάνια» επί της Πανεπιστημίου, (πριν γίνει ξενοδοχείο), όταν έκλεινε το καλοκαίρι στην είσοδό του τοποθετούσαν πλήθος από μίξερ, (κι αυτό νέο φρούτο, τότε), με τα οποία σου έφτιαχναν παχύρρευστο χυμό, πολτοποιώντας φρούτα της εποχής, σε συνδυασμούς της επιλογής σου. Και η Πανεπιστημίου βούιζε. Τόσο από τα πάμπολλα μίξερ που σφύριζαν δαιμονισμένα, (μπορεί και 20!), αλλά κι απ’ το μεταλλίκι που έπεφτε βροχηδόν στο ταμείο!
Η τελευταία γαστριμαργική ψύχωση που θυμάμαι συνέβη αρκετά αργότερα, καλοκαίρι του ’70, όταν άνοιξε στην πλατεία της Αγ. Παρασκευής η πρώτη πιτσαρία με την, περίπου, σημερινή μορφή του είδους. Ήταν το «Porto Fino», η οποία αργότερα πήρε το νούμερο 1, αφού ο πανέξυπνος επιχειρηματίας, (λένε πως ήταν ομογενής από Καναδά), άνοιξε γύρω στις 20 όμοιες, ανά «τας οδούς και τας ρίμας» του Λεκανοπεδίου, πριν δύσει κι αυτού το άστρο, κατά την αμείλικτη νομοτέλεια του ανταγωνισμού και της φθοράς του χρόνου. Θυμάμαι τον πανζουρλισμό που γινόταν μπροστά στον πάγκο, παρά την οργάνωση και τα χαρτάκια προτεραιότητος που μοίραζαν, από το αλλόφρων και μαινόμενο πλήθος, που έκανε λες κι είχε να βάλει μπουκιά στο στόμα από την…Κατοχή.
Ξεκαλοκαιριάζοντας οικογενειακώς σ’ ένα νοικιασμένο υπόγειο στα Βριλήσσια, χάριν…. του μωρού, έπεφτα κι εγώ συχνά θύμα της ηλιθιότητος, (η δική μου ήταν η μεγαλύτερη), της παρέας που επέμενε, αυτή μεν να φάει πίτσα κι εγώ, ως διακινητής, το ανηλεές…στριμωξίδι και την ταλαιπωρία του …delivery!
Λόγω καθυστερημένης επιστροφής, η σημερινή ανάρτηση είναι πιό σύντομη ένεκα κοπώσεως, χωρίς όμως να σημαίνει και κοντή μνήμη. Γύρισα πτώμα, ψυχικά και σωματικά, επειδή απήλαυσα άλλη μία φορά την ασχήμια, τη ρυπαρότητα και τη βαρβαρότητα της πόλης που γεννήθηκα, αγάπησα και, στο τέλος, σιχάθηκα αφόρητα! Μιά βαρβαρότητα αντίληψης και συμπεριφοράς όλων εκείνων που την αντιδιαστέλλουν από τον… σοσιαλισμό, αλλά την εφαρμόζουν… «πλέρια»! (Υπενθυμίζω την πομπώδη σαχλαμάρα της περίφημης Ηγερίας του σοσιαλισμού, της Ρόζας Λούξενμπουργκ: «Σοσιαλισμός ή… βαρβαρότης»!). Αλλά γι' αυτά... αύριο.
Τα ξαναλέμε.