Η κυρά Ρένα ήταν μια γυναίκα γύρω στα 35 όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα. Έμενε στον Πειραιά, στη γούβα του Βάβουλα. Γειτονόπουλό της ήταν ο συνομιλητής μου, ο λαογράφος – συγγραφέας Δημήτρης Φερούσης, ο οποίος έζησε σαν παιδί την Κατοχή. Μου λέει την ιστορία της.
«Ήταν άσχημες εποχές. Πείνα, εξαθλίωση και οι Γερμανοί έκαναν συνέχεια μπλόκα. Βλέπεις ο Πειραιάς ήταν το λιμάνι και φοβόντουσαν συνέχεια μήπως γίνει κάποιο σαμποτάζ. Αλίμονο σε εκείνον που τον έπιαναν μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Στη γειτονιά μου, μια αυλή είμασταν όλοι και όλοι τότε, ζούσε η κυρία Ρένα, μια πανέμορφη γυναίκα. Νταρντάνα! Ο άντρας της, κάποιοι λέγανε ότι σκοτώθηκε, κάποιοι άλλοι πως είχε καταφύγει στη Βόρεια Αφρική και πολεμούσε με τους συμμάχους. Μια μέρα, είδαμε να βγαίνει από το σπίτι της ένας γερμανός αξιωματικός. Έγινε σούσουρο στη γειτονιά. Αλλά κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει τότε. Υπήρχε φόβος. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό. Το βράδυ ερχόταν ο Γερμανός και ήταν φιλικός με όσους τύχαινε να συναντήσει στην αυλή. Αν και οι περισσότεροι μόλις τον βλέπαμε, κλεινόμαστε στα σπίτια μας. Του έβγαζε νερό και πλενόταν, έτρωγε μετά, κοιμόταν και έφευγε το πρωί.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, οι πατριώτες την βούτηξαν τη γυναίκα και την πήγαν στο δικαστήριο. Παραλίγο να την κουρέψουν κιόλας, συνηθιζόταν αυτό τότε, για να διακρίνει ο κόσμος ποιες πήγαιναν με τον εχθρό. Στο δικαστήριο πήγε μάρτυρας και η μάνα μου. Ήταν η μοναδική που την υπερασπίστηκε. Η μάνα μου γνώριζε πράγματα που εγώ αλλά και η υπόλοιπη γειτονιά, αγνοούσαμε. Μιλούσαν με την κυρά Ρένα, σε ώρες που εγώ έπαιζα έξω από το σπίτι. Η κυρά Ρένα μέσω του Γερμανού είχε βοηθήσει πολύ κόσμο. Και τρόφιμα της έφερνε που τα μοίραζε σε δικούς μας αλλά το κυριότερο, είχαν κοπεί εντελώς τα μπλόκα από τη γειτονιά. Μπορούσαμε να κινούμαστε πιο ελεύθερα από πριν. Αλλά κανείς δεν είχε σκεφτεί τότε πως αυτό γινόταν λόγω της κυρά Ρένας.
Το εντυπωσιακό είναι πως ο δικαστής την αθώωσε! Μετά έφυγε από το σπίτι. Δεν την ξαναείδα από τότε…»
Το εντυπωσιακό είναι πως ο δικαστής την αθώωσε! Μετά έφυγε από το σπίτι. Δεν την ξαναείδα από τότε…»
ΓΥΝΑΙΚΕΣ – ΟΠΛΑ
Η περίπτωση της κυρά Ρένας δεν είναι η μοναδική στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το βιβλίο του παλαίμαχου δημοσιογράφου Α. Αθανασιάδη «Τι έκαμα για την Ελλάδα; Απομνημονεύματα» - Αθήνα 1949, αντιστασιακοί προέτρεπαν τις δηλωμένες πόρνες να μην πηγαίνουν στους οίκους ανοχής, προκειμένου να υποχρεωθούν οι Γερμανοί- Ιταλοί στρατιώτες να καταφύγουν σε πόρνες του δρόμου, οι οποίες έπασχαν (οι περισσότερες) από σύφιλη, αντικειμενικός στόχος ήταν με τον τρόπο αυτό να τεθούν εκτός μάχης πολυάριθμοι κατοχικοί φαντάροι!
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και σε βιβλίο του ο γιατρός Κώστας Γιαννάτος, μέλος της ΟΑΓ (παρακλάδι αντιστασιακής οργάνωσης) εκείνη την εποχή. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Σε δύο λοιπόν από τους πιο αξιοπρεπείς οίκους ανοχής που σύχναζαν οι μαχητές της Βέρμαχτ, είχαν μοιράσει τις κοπέλες σε δύο «βάρδιες». Η πρώτη βάρδια ήταν οι υγιείς γυναίκες που δούλευαν μόνο κάποιες ώρες δύο φορές την εβδομάδα όταν οι Γερμανοί γιατροί εξέταζαν το «προσωπικό» του «οίκου». Η δεύτερη βάρδια που ήταν πόρνες κυρίως που νοσούσαν. Το παιχνίδι αυτό κράτησε ένα περίπου χρόνο (Δεκέμβρης 1941 – Φεβρουάριος 1943) και βοήθησε η Ελληνική Αστυνομία εκδίδοντας πλαστές ταυτότητες. Τον Φεβρουάριο του 1943 οι Γερμανοί βρήκαν την άκρη και εξάρθρωσαν την οργάνωση Από την υπόθεση αυτή προσβλήθηκαν από αφροδίσια νοσήματα 20.000 Γερμανοί στρατιώτες (το νούμερο το βάζω όπως το βρήκα). Ποιοι στρατιώτες ήταν αυτοί ; Εκτός των ντόπιων κατακτητικών μονάδων ήταν και φαντάροι του «Άφρικα Κορπς» αυτοί έμεναν επί μήνες στην Αθήνα μέχρι να βρεθεί τρόπος μεταφοράς τους στην Αφρική. Λέγεται ότι ο Ρόμελ παραπονέθηκε ότι του έστελναν «σαπισμένες» ενισχύσεις…»
«Σε δύο λοιπόν από τους πιο αξιοπρεπείς οίκους ανοχής που σύχναζαν οι μαχητές της Βέρμαχτ, είχαν μοιράσει τις κοπέλες σε δύο «βάρδιες». Η πρώτη βάρδια ήταν οι υγιείς γυναίκες που δούλευαν μόνο κάποιες ώρες δύο φορές την εβδομάδα όταν οι Γερμανοί γιατροί εξέταζαν το «προσωπικό» του «οίκου». Η δεύτερη βάρδια που ήταν πόρνες κυρίως που νοσούσαν. Το παιχνίδι αυτό κράτησε ένα περίπου χρόνο (Δεκέμβρης 1941 – Φεβρουάριος 1943) και βοήθησε η Ελληνική Αστυνομία εκδίδοντας πλαστές ταυτότητες. Τον Φεβρουάριο του 1943 οι Γερμανοί βρήκαν την άκρη και εξάρθρωσαν την οργάνωση Από την υπόθεση αυτή προσβλήθηκαν από αφροδίσια νοσήματα 20.000 Γερμανοί στρατιώτες (το νούμερο το βάζω όπως το βρήκα). Ποιοι στρατιώτες ήταν αυτοί ; Εκτός των ντόπιων κατακτητικών μονάδων ήταν και φαντάροι του «Άφρικα Κορπς» αυτοί έμεναν επί μήνες στην Αθήνα μέχρι να βρεθεί τρόπος μεταφοράς τους στην Αφρική. Λέγεται ότι ο Ρόμελ παραπονέθηκε ότι του έστελναν «σαπισμένες» ενισχύσεις…»
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΜΑΧΤ
Εκτός από τις παραπάνω περιπτώσεις, υπάρχει και άλλο ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στα παιδιά που έκαναν Ελληνίδες μαζί με Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής. Δεν γνωρίζουμε το πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν οι σχέσεις (αν π.χ. ήταν έρωτας, συναίσθημα δηλαδή ή αν τα γεγονότα συνέβησαν υπό το καθεστώς του φόβου). Διαβάζουμε από το βιβλίο της γεμανίδας ιστορικού και ψυχολόγου Κέρστιν Μουτ που έχει τίτλο «Η Βέρμαχτ στην Ελλάδα» το οποίο ρίχνει φως στην Ιστορία:
«Η Όλγα ήταν μια από τις «νύφες της Βέρμαχτ», τις Ελληνίδες που απέκτησαν παιδιά με Γερμανούς στρατιώτες της Kατοχής, τα λεγόμενα «παιδιά της Βέρμαχτ» ή τα «μπάσταρδα των Γερμανών», όπως τα αποκαλούσαν στην Ελλάδα. Γι’ αυτές τις γυναίκες υπήρχαν δύο επιλογές. Ή έφευγαν, στη Γερμανία για να ζήσουν ως άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας, εφόσον δεν ανήκαν στην άρια φυλή ή έμεναν πίσω, και ρίχνονταν από την κοινωνία στην «πυρά». Στη Γερμανία, τους απαγόρευαν, λόγω φυλετικής «κατωτερότητας», ακόμα και να μπουν στα καταφύγια για να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων, ενώ στην Ελλάδα, ήταν τα «γουρούνια των ναζί», οι «πόρνες-προδότριες», οι «σκύλες του Χίτλερ», καταδικασμένες να μην παντρευτούν και να ζήσουν στο περιθώριο. Τα παιδιά τους, όταν βαφτίζονταν, καταχωρούνταν στα εκκλησιαστικά μητρώα χωρίς επώνυμο, γιατί αυτό θα ήταν του Γερμανού πατέρα τους».
Βλέπουμε ότι η γερμανική ιστοριογραφία δίνει έστω και έπειτα από δεκαετίες φωνή στα «παιδιά» τα οποία στις πατρίδες τους ήρθαν αντιμέτωπα με την κοινωνική κατακραυγή και κυρίως την εσωτερικευμένη ντροπή για ένα ανομολόγητο κρίμα που δεν είχαν διαπράξει. Το 2005 εκδόθηκε το βιβλίο της Εbba Drolshagen με ιδιαίτερη έμφαση στα νόθα παιδιά Γερμανών με Νορβηγίδες και την ίδια χρονιά η μελέτη των Jean-Ρaul Ρicaper και Ludwig Νorz για τα «μπάσταρδα» των Γαλλίδων. Στη Νορβηγία το ζήτημα έλαβε μεγάλη έκταση καθώς νόθα κόρη γερμανού φαντάρου ήταν και η τραγουδίστρια των Αbba Αnni-Frid Lyngstad. Στη Γαλλία τα «παιδιά» αυτά που είναι πια ηλικιωμένοι οργανώθηκαν και διεκδικούν συμβολικά το γερμανικό διαβατήριο. Αυτό το ταμπού επρόκειτο να σπάσει και στην Ελλάδα και η Κέρστιν Μουτ. Από τα 12 παιδιά που εντόπισε δέχθηκαν να της μιλήσουν μόνο τα έξι. Διηγούνται την ιστορία τους κρυμμένα πίσω από ψευδώνυμα. Εξι ιστορίες ανθρώπων εσωτερικά ακρωτηριασμένων με την ίδια τυπολογία: μεγάλωσαν χωρίς πατέρα - αυτός συνήθως είχε εξαφανιστεί στο ανατολικό μέτωπο ή είχε επιστρέψει στη Γερμανία - οι μητέρες τους συνήθως τα απέρριπταν και ο περίγυρος τα χλεύαζε.
Ο Γερμανός Ρόμπερτ Ζόμερ (Robert Sommer), μελετητής της Ιστορίας του Πολιτισμού, τόλμησε πριν από κάποιο καιρό να παρουσιάσει την πρώτη εμπεριστατωμένη έρευνα για το θέμα με τίτλο: «Τα πορνεία των στρατοπέδων συγκέντρωσης - σεξουαλική καταναγκαστική εργασία».
Από τις ιστορικές πηγές είναι γνωστό ότι οι ναζί και ο ίδιος ο Χίτλερ δεν αποφάσιζαν τίποτε χωρίς ενδελεχή μελέτη, χωρίς γνωμοδότηση ειδικών και χωρίς συγκεκριμένο πλάνο. Έτσι ελήφθη το 1941 και η απόφαση για την σύσταση πορνείων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στόχος της: η αύξηση της παραγωγικότητας των κρατουμένων.
Όπως είπε στο μικρόφωνο της Deutsche Welle ο ερευνητής Ρόμπερτ Ζόμερ, «η ιδέα ήταν του Χάινριχ Χίμλερ: πίστευε ότι με τα πορνεία θα προσφέρουν στους άνδρες κρατούμενους ένα κίνητρο για να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο σαν εργατικό δυναμικό. Οι επιδόσεις όμως αυτού του συγκεκριμένου εργατικού δυναμικού ήταν προβληματικές, διότι οι συνθήκες διαβίωσης σε αυτά ήταν άθλιες: λίγο φαγητό υπό την συνεχή τρομοκρατία των SS. Έτσι η παραγωγικότητα ήταν χαμηλή.» Κάτω από το 1% των κρατουμένων επισκέφθηκαν τα πορνεία