Φυλάχτρεs του Ρέντη και...έλη τηs Γλυφάδαs!
Πέρασαν καιροί πολλοί πάνω από το «σώμα» της Αττικής γης, και ούτε η ζώσα μνήμη δεν θυμάται τις εποχές που οι μπεκάτσες έπεφταν χιλιάδες στα «βαρκά»... της Βούλας και της Γλυφάδας ή τα τρυγόνια κάνανε «πέρασμα» στα λιόδενδρα του Ρέντη και στα πευκάκια της Κολοκυνθούς!
Ολοι, λίγο-πολύ, κάτι έχουμε ακούσει, κάποιος παππούς που «ξεριζώθηκε» από το χωριό κάτι πρόλαβε να δει και να μας διηγηθεί, αλλά συχνά ούτε και η φαντασία δεν μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα που βίωνε κάποτε η τσιμεντούπολη που σήμερα γνωρίζουμε... ως Αθήνα...
Ευτυχώς, έχουν διασωθεί λίγα ...σχεδόν συλλεκτικά... αντίτυπα των αναμνήσεων του Θεόδωρου Γαροφαλίδη από κυνήγια της δεκαετίας του 1920, που έστω και νοερά ανασυνθέτουν τοπία της εποχής, περιγράφουν χώρους και τόπους της Αθήνας που χάθηκαν διά παντός, και δίνουν ένα «στίγμα» των κυνηγετικών εξορμήσεων εκείνων των καιρών.
Ιδού χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις «Αναμνήσεις ενός κυνηγού», διά χειρός Θ. Γαροφαλίδη:
«Στα παλιά χρόνια κυνηγούσα με τον πατέρα μου τα τρυγόνια στην Κολοκυθού. Στην πραγματικότητα, βέβαια εγώ κρατούσα την τσάντα του κυνηγίου. Μα αυτό δεν μ'εμπόδιζε να λέω «Σήμερα με τον πατέρα μου σκοτώσαμε 5 τρυγόνια στον "Ελαιώνα"», όπως λέγαμε τότε την περιοχή, που σήμερα εξαφάνισε το μπετόν.
Πρωί-πρωί σηκωνότανε ό πατέρας μου και έβγαινε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας, στα «Πευκάκια», άναβε ένα τσιγάρο κι'έπινε τον καφέ του. Στης 5 1/2 άρχιζαν οι τουφεκιές, που ακουγόντουσαν από το σπήτι μας. Αμα νόμιζε πώς ήταν πυκνό το τουφεκίδι, έμπαινε στο δωμάτιό μου και ξυπνούσε εμένα και τον αδελφό μου. «Σηκωθήτε, σήμερα έχει τρυγόνια».
Πεταγόμαστε σαν σούστες και σε 10 λεπτά ήμαστε έτοιμοι. Κατεβαίναμε στην οδόν Ιπποκράτους και περνάμε το τραμ Κολοκυθούς στης 6 το πρωΐ και σε 20'είμαστε στον τόπο του κυνηγίου. Αυτή ή σκηνή, την Κυριακή άλλαζε. Δεν περίμενε ν'ακούση τής τουφεκιές, άλλα φεύγαμε στης 4 το πρωί, μαζί μέ 2-3 φίλους του κυνηγούς, νοικιάζαμε ένα αμαξάκι που μας πήγαινε με 4 δραχμές στην Κολοκυθού. Στης 9 οί τουφεκιές σταματούσαν και οί κυνηγοί μαζευόντουσαν στο καφενείο, κάτω από μιά μεγάλη λεύκα καί τά «λέγανε». Ακουγα, παιδί τότε, του καθενός τή διήγησι και σχημάτισα άπό τήν εποχή εκείνη τήν τάσι που είχαν στης υπερβολές ή και στα ψέμματα.
Εννοείται πώς δ καλλίτερος κυνηγός δεν έκανε πιό πολλά άπό 10 τρυγόνια, μά τί σημασία είχε; Μέ τή φαντασία του τήν άλλη μέρα τά πολλαπλασίαζε ....
Τα πόστα...
Οταν βρίσκαμε τρόπο να πάμε μέχρι τον Αγιο Ιωάννη τον Ρέντη, ή κυνηγετική εκδρομή γινότανε ημερησία. Το μεσημέρι τρώγαμε από τα φαγιά που είχαμε μαζί μας σε κανένα καπηλειό και γυρίζαμε μέ τά πόδια τό βράδυ.Καί ο «ΙΙύργος τής Αμαλίας» ήταν πέρασμα καλό για τά τρυγόνια, αλλά η είσοδος δεν επετρέπετο. Εκεί κυνηγούσε ο πρίγκιψ Νικόλαος, που ήταν ένα από τα καλά τουφέκια της εποχής του.
Οταν γύρισα από τή Θράκη, μετατεθείς επί τέλους στην Αθήνα, έπειτα από 4 1/2 χρόνια μέτωπο, εστάλην ως αρχηγός αποστολής του Ελληνικού Ερυθρού Σταύρου στη Μαύρη θάλασσα να φέρω ανταλλασσομένους πληθυσμούς. Εκανα δύο ταξίδια επί κεφαλής τής αποστολής αυτής, ένα στη Σαμψούντα και ένα στη Μερσίνα. Οταν έπειτα από έξάμηνον απουσία ν γύρισα στην Αθήνα και άπελύθην του στρατού, ό Ελλην. Ερυθρός Σταυρός μέ διώρισε εσωτερικόν διευθυντήν του Ασκληπιείου Βούλας, εις το οποίον έκτοτε υπηρετώ.
Η Βούλα τότε ήταν ένα έρημο μέρος, χωρίς δρόμο, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό. Είχεν όμως άφθονο κυνήγι. Μπεκάτσες, τσίχλες, τρυγόνια τό καλοκαίρι και πάπιες πολλές, που μαζεύονταν μπροστά από τον σημερινό χώρο του Πατριωτικού Ιδρύματος, που ήταν μια λίμνη από τά νερά των βροχών. Εκεί τής κυνηγούσα το βράδυ, όταν είχε φεγγάρι και ό ουρανός ήταν σκεπασμένος με άσπρα σύννεφα. Ξάπλωνα στην όχθη αυτής τής λίμνης, σκεπαζόμουν με μιά κουβέρτα που έπαιρνα άπό το Νοσοκομείο και περίμενα, πολλές φορές ως τά μεσάνυκτα, νάρθούν τά κοπάδια οι σαρσέλλες, τον Μάρτιο συνήθως.
Οι μπεκάτσες...
Τό καλοκαίρι ό χώρος αυτός ο λιμνάζων στέγνωνε και έκεί στρατοπέδευε μιά ίλη ιππικού, που γυμνάζονταν. Στο μέσον τής περιοχής αυτής είχαν φτιάσει οί ιππείς ένα στρογγυλό χώρο, που είχεν ένα πάσσαλο στο κέντρο και που έδεναν ένα άλογο να γυμνάζουν τους νεοσύλλεκτους. Αυτό τό «αλώνι» ήταν 1/2 μέτρο πιό βαθύ από τό έδαφος. Και μουτυχε μιά βραδυά νά σκοτώσω μιά σαρδέλλα που έπεσε 50...60 μέτρα μακρύτερα από τήν όχθη και που απεφάσισα νά τήν πάρω, μπαίνοντας στο νερό, γιατί την είδα όχι τελείως ακίνητη.
Τό καλοκαίρι ό χώρος αυτός ο λιμνάζων στέγνωνε και έκεί στρατοπέδευε μιά ίλη ιππικού, που γυμνάζονταν. Στο μέσον τής περιοχής αυτής είχαν φτιάσει οί ιππείς ένα στρογγυλό χώρο, που είχεν ένα πάσσαλο στο κέντρο και που έδεναν ένα άλογο να γυμνάζουν τους νεοσύλλεκτους. Αυτό τό «αλώνι» ήταν 1/2 μέτρο πιό βαθύ από τό έδαφος. Και μουτυχε μιά βραδυά νά σκοτώσω μιά σαρδέλλα που έπεσε 50...60 μέτρα μακρύτερα από τήν όχθη και που απεφάσισα νά τήν πάρω, μπαίνοντας στο νερό, γιατί την είδα όχι τελείως ακίνητη.
Καθώς περπατούσα μέ τής μπότες (το νερό δεν είχε περισσότερο άπό 30...40 πόντους) βούλιαξα απότομα και χώθηκα ως τό στήθος στο νερό. Είχα πέσει στό αλώνι του ίππικού.
Ο συνοδός μου ό Μήτσος, που ήταν ο σωφέρ του Ασκληπιείου, άρχισε νά γελά. Μά εγώ τά χρειάσθηκα, γιατί προσπαθώντας νά βγώ, κολλούσα πιό περισσότερο στή λάσπη. Ήλθε κοντά μου, μου έδωσε το χέρι του και βγήκα από τή λούμπα. Τό κρύο ήταν διαπεραστικό. Πήγα στό Νοσοκομείο, άλλαξα, φόρεσα στεγνά ρούχα και γύρισα στό καρτέρι. Το πρωί εκτός από τις πάπιες που μαζέψαμε στη λίμνη, βρήκαμε 4-5 στα κεραμίδια του Νοσοκομείου.
O πατέρας μου. παλαιός και δόκιμος κυνηγός, δεν ήξερε πώς ή Βούλα κρατούσε παπιά. Τακτικά βγαίναμε κυνήγι στα γύρω του Νοσοκομείου για μπεκάτσες. Είχε πολλές τότε και ιδίως στην Πυρναρή (Γλυφάδα).
Tήν εποχή που γράφω, όταν έφευγα από το Νοσοκομείο να πάω στην Αθήνα, έπαιρνα μαζί το τουφέκι μου και στο δρόμο σκότωνα ένα-δυό μπεκάτσες. Έκεί που είναι σήμερα το Κολλέγιο είχε τής περισσότερες. Τον χειμώνα του 1924 σε δυο ήμερες έκανα 25...30 μπεκάτσες χωρίς σκύλο. Καί όταν τής πήγα στο σπήτι ο πατέρας μου δυσκολεύτηκε νά πιστέψη πώς τή σκότωσα εγώ. H δύναμις τής συνήθειας τον έκανε δύσπιστο» !