Τα απογεύματα που βγαίναμε για παιχνίδι θα περνούσαμε από το τσαγκάρικο
του παππού για στραγάλια και καραμέλες τσάρλεστον.
Τα είχε σε βάζα υποτίθεται για πούλημα αλλά στην ουσία τα μοίραζε
στα παιδιά.
Θέλουμε ιστορία...του φωνάζαμε και εκείνος δεν μας χάλαγε χατίρι.
Φυσικά οι ιστορίες του θα ήταν από την πατρίδα του την Μ.Ασία αλλά
και από την Κατοχή.
Τον εμφύλιο τον είχε σβήσει από την μνήμη του επειδή τα παιδιά του
είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα.
Πόσες φορές μας είχε πεί για τους πεινασμένους που αρπάζανε
τα γλυκά από τα χέρια
αυτών που μόλις τα είχαν αγοράσει από ζαχαροπλαστείο στα Χαυτεία.
Έφευγε από την Κατοχή και πήγαινε στην Σμύρνη....
Εκεί σκοτείνιαζε....δάκρυζε....οι Τσέτες σκότωναν αλύπητα ...Έλληνας
να ήταν και δεν είχε σημασία η ηλικία και το φύλο.
Άλλαζε κόπια γιατί είμαστε έτοιμοι να κλάψουμε και ξαναγύριζε
στην Κατοχή για να θυμηθεί ευτράπελο.
Είχε βρεί στην αγορά νωπές σαρδέλες ....τις έφερε σπίτι και με χοντρό
αλάτι τις πάστωσε για να έχουν να τρώνε αρκετές ημέρες.
Μια σαρδέλα έκαστος λύσα από αλάτι και μπόλικο νερό ...γεμάτο
το στομάχι.
Τις είχε βάλει σε τσουβάλι με μια πέτρα από πάνω και τις άφησε
στην ταράτσα για να στραγγίξουν.
Η βρώμα αφόρητη με τους γείτονες να φωνάζουν και να ψάχνουν
για ψοφίμι.
Γέλια εμείς αλλά και ο πελάτης που θα περίμενε υπομονετικά
για να μπαλώσει τα παπούτσια του.
πίσω στα παλιά