Οι μοιραίες συγκυρίες φτιάχνουν παράξενες ιστορίες και τότε το τεφτέρι της ζωής γεμίζει ως απάνω. Η δράση φέρνει αντίδραση και ο πόνος γίνεται έμπνευση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 εκρηκτικοί και ζωντανοί στίχοι γίνονται εστίες φωτιάς μέσα στο λαϊκό τραγούδι και αναστατώνουν το κοινό αίσθημα. Κάτι καμώματα μετατρέπουν μια δυνατή γυναικεία πένα σε παθιασμένο και ρωμαλέο λόγο που θαρρείς ξεκόρφισε από αντρική ψυχή. «Την περιβάλει ένας μύθος. Μια γυναίκα που κυκλοφορεί τις νύχτες, πάει στα μπουζούκια, πουλάει τα τραγούδια της, είναι πρόσφυγας.», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Η γραφική και ατίθαση φιγούρα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου εισβάλει στο ανδροκρατούμενο μουσικό καφενείο και διεκδικεί τη θέση της. Κουμαντάρει το ταλέντο της και την αποδοχή ακολουθεί το κυνήγι της σπουδαίας δουλειάς της. Το όνομά της γίνεται περιζήτητο στους κύκλους των συνθετών. Ερωτικοί πόθοι καίνε σαν ήλιος καλοκαιρινός και αγάπες τρυφερές γεμίζουνε το νου σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι σε νυχτερινό ουρανό. Βάσανα δεμένα στις ανθρώπινες ζωές ίδια με βαρίδια στις τσέπες γίνονται απόσταγμα αλήθειας μέσα σε λαϊκές πενιές. Άμεση και εκρηκτική έκφραση λόγου περιφέρεται στις αλάνες της καρδιάς μας κάνοντας τα τέλια άλλοτε να μεθοκοπάνε από το μεράκι κι άλλοτε να σπαράζουν από τον καημό.
Αναπάντεχες στροφές
Η Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Μ.Ασίας. Μεγαλώνει σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Έχουν το δικό τους στασίδι στην εκκλησία. Είναι αυτό που κάποια στιγμή θα πουλήσει σε κάποια κυρία ερήμην της μητέρας της, προκειμένου να αγοράσει με τα χρήματα στολίδια και φορέματα. Η απείθαρχη και δυναμική της φύση ξεχωρίζει από νωρίς. Ξύπνια και πεισματάρα το μυαλό της στροφάρει πάντα και παντού. Μια αρμένισσα υπηρέτρια που τους βοηθά στο σπίτι της μαθαίνει όλα τα κόλπα στα χαρτιά. Η ανεμελιά της θα κοπεί απότομα. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα της τη στιγματίζει. Παντός είδους αγοραπωλησίες κινούν το ενδιαφέρον της και αποτελούν τη σίγουρη διέξοδό της από το μισεμό. Στα 17 της χρόνια είναι κιόλας το πολυπόθητο και όμορφο κορίτσι όλης της περιοχής. Την παντρεύουν με κάποιο πλούσιο έμπορο αρκετά μεγαλύτερο της. Η αγάπη του για εκείνη δεν είναι αρκετή, για να τον ερωτευτεί. Ωστόσο, αποκτούν μαζί δυο κόρες. Η επέλαση των Τούρκων τυλίγει τρία μερόνυχτα στο θάνατο. Το κακό τη βρίσκει μόνη μαζί με τη μητέρα και τα παιδιά της. Σκληρές σκηνές βίας περνούν μπροστά από τα μάτια τους ενώ παγιδεύονται στην προσπάθειά τους να φτάσουν στη Σμύρνη, όπου βρίσκεται ο άντρας της. Ο κίνδυνος του θανάτου περνάει ξυστά σκίζοντας τα ρούχα της. Δεν θέλει να θυμάται.
Ο εχθρός πια γυροφέρνει. Οι πονηριές στα χαρτιά της εξασφαλίζουν την επιβίωση.
Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τη βρίσκει στο λιμάνι της Αττάλειας να ψάχνει διαφυγή. Μπροστά της αχνοφαίνεται ο Πειραιάς, στο βάθος διακρίνει τον άντρα της να την περιμένει. Πίσω της καπνίζουν ακόμα οι φωτιές, εκεί άφησε και τη ψυχή της. Ένας ξεριζωμός και κάτι μάτια υγρά στριμώχνονται σε μια ξένη πόλη. Η ελευθερία την κοπάνησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Όμως, ήταν αποφασισμένη να υποτάξει όλους τους φόβους της. Ήταν αποφασισμένη να φέρει πίσω την ελευθερία. Χρησιμοποιεί για λίγο καιρό το πτυχίο της δασκάλας που κουβαλάει από την πατρίδα της. Η απόφασή της να γευτεί τις χαρές και τις πίκρες από το θεατρικό σανίδι πέφτει με φόρα στα συντηρητικά ήθη της εποχής. Η άρνηση του συζύγου της δεν είναι αρκετή, για να τη σταματήσει. Ζητά να αποδεσμευτεί από εκείνον. Με τσαγανό και θάρρος στήνει σιγά σιγά τον κύκλο της. Έντιμη και θαρραλέα μιλάει ανοιχτά για τον έρωτα που ζει με κάποιον άλλο. Οι περιοδείες την ακολουθούν με το δικό του όνομα. Δεν χαμπαριάζει τίποτα. Ένα ασυγκράτητο και ελεύθερο πνεύμα που διεκδικεί τη ζωή. Το 1932 ο πρώτος της άντρας πεθαίνει. Τότε, παντρεύεται τον κατά όχτω χρόνια μικρότερό της, Γιώργο Παπαγιαννόπουλο. Είναι αστυφύλακας. Είναι ο μόνος άντρας που την κερδίζει απόλυτα. Στο θέατρο διανύει μια πορεία είκοσι ετών παίρνοντας μάλιστα και σύνταξη από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Εικόνες πολλές και συναισθήματα στοιβάζονται μέσα της. Πρέπει να τα βγάλει. Τότε, έρχεται η ποίηση.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η αταξία της σκέψης της κοντράρεται με την αισθητική της ποίησης. Είναι μια μάχη που καταλήγει σε υπέροχες διαδρομές με τις λέξεις να πρωτοστατούν και τα συναισθήματα να σεκλετίζονται. Η γνωριμία της με τη Μαρίκα Νίνου την οδηγεί στον Τσιτσάνη. Εκείνος την παίρνει από το χέρι και της μαθαίνει πώς να μελώσει τα λόγια της καρδιάς της μέσα στη γοητεία του λαϊκού τραγουδιού. Μαθαίνει να διπλώνει τους στίχους και να φτιάχνει ρεφρέν. Η ευκολία της είναι μεγάλη και το ταλέντο της ενθουσιάζει. Ο Τσιτσάνης για κάποιο διάστημα καταφέρνει να κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό τη συνεργασία τους. Είναι ο κρυμμένος άσσος στο μανίκι του και η εγγύηση της επιτυχίας των τραγουδιών του. Σύντομα, «πέφτει σύρμα» στη πιάτσα για τη «γριά» που γράφει μαργαριτάρια. Είναι ήδη 55 ετών και τα δεδομένα της εποχής την κατατάσσουν σε μια φθίνουσα βιολογική πορεία. Ωστόσο, εκείνη παρορμητική και φλογερή δεν σταματάει πουθενά. Από την στενή συνεργασία με τον Τσιτσάνη προκύπτουν κομμάτια που γράφουν τα λόγια από κοινού. Αυτό αργότερα στέκεται σημείο ρήξης ανάμεσα τους καθώς εγείρεται το θέμα της πατρότητας ορισμένων τραγουδιών. Εκείνη δεν πτοείται. Οι συνθέτες την κυνηγούν για μερικά στιχάκια. Συνεργάζεται με τους κορυφαίους της εποχής όπως οι Μανώλης Χιώτης, Γιώργος Ζαμπέτας, Γιάννης Παπαϊώαννου και πολλοί ακόμα. Τραγούδια της ερμηνεύουν σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στράτος Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού και πολλοί ακόμα.
Η αντισυμβατική της ροπή για τα πάντα την καθιστά ελεύθερη μα κι άλλο τόσο υπόδουλη στον ίδιο της τον εαυτό. Το πάθος της για τη χαρτοπαιξία κινεί τα νήματα της μοίρας της. Πουλά τα τραγούδια της σε εξευτελιστικές τιμές. Αρνείται τα νόμιμα ποσοστά από τις εταιρείες και προτιμά χρήματα τοις μετρητοίς. Η ευχέρεια της να ισορροπεί την ποσότητα με την ποιότητα είναι εκπληκτική. Μια σακούλα κάτω από το κρεβάτι της είναι γεμάτη από χαρτιά. Διακρίνεις καθαρά μπλε σημάδια σε αποκόμματα από λογαριασμούς και διάφορα άλλα. Μελάνι στάζει κατευθείαν από την καρδιά της πάνω τους. Θα τα πουλήσει όσο όσο για ελάχιστα χρήματα. Θα καπηλευτούν κάποιοι την αξία της και θα διατυμπανίζουν πως είναι δική τους. Αδιαφορεί. Η απαξίωσή της για την υστεροφημία της κάνει ως και την αλήθεια να σαστίζει. Πολλά τραγούδια της σήμερα φέρουν την υπογραφή άλλων στιχουργών. Ο Μάνος Ελευθερίου όμως, λέει: «Τα τραγούδια "φωνάζουν" από μακριά ότι είναι δικά της. Έχουν το ύφος της, την τεχνική της, τη μαστοριά της [..] κυρίως έχουν πάνω τους τα δακτυλικά της αποτυπώματα». Ο Απόστολος Καλδάρας είναι ο μοναδικός συνθέτης που επειμένει πολύ για να παίρνει τα νόμιμα ποσοστά της, καθώς και να αναγράφεται το όνομά της στο δίσκο. Είναι το σίγουρο κομπόδεμά της ως τα βαθιά της γεράματα. Την αγαπά και τη θαυμάζει για το παράξενο ταμπεραμέντο της ενώ τη θεωρεί πνευματική του μητέρα. Κι εκείνη τον αγαπά και όταν ζοχαδιάζεται, πάει στ’ Αποστόλη το κουτούκι και ακούει μπουζούκι...
Βρίσκει στα όνειρα παρηγοριά
Λογισμοί στοιβαγμένοι σε ακανόνιστη μορφή και με απροσδιόριστο χρώμα μέσα στο μυαλό της. Πάθος ξεχειλίζει από την ψυχή της. Άλλοτε σε τραντάζει κι άλλοτε σε ημερεύει. Πάντα σε κοιτά στα μάτια. Σαν πουλί πετά από την καθαρότητα και την αγνότητα της δημοτικής παράδοσης στην μυστηριακή ομορφιά του Νίκου Καββαδία και του Κώστα Βάρναλη. Σπαραχτικές περιγραφές σαν δυναμίτης της στιγμής εκρήγνυνται μπροστά μας. Μαλαματώνει το μπουζούκι του Τσιτσάνη και αν κάνει και καμιά ζημιά αυτή θα τη πληρώσει. Ψάχνει να βρει μουρμούρη μπαγλαμά σαν άνθρωπος να κλαίει, να του χτυπά τα τέλια του, τον πόνο της να λέει. Θέλω να δώσει μια να σπάσει αυτό το γυάλινο κόσμο, να φτιάξει όμορφες καρδιές, μεγάλες και πονετικές, τις σκάρτες να πετάξει. Έτσι σκάρτη ήταν και η δική του καρδιά. Μ’ ένα όνειρο τρελό και απατηλό ξεκίνησαν οι δυο τους. Μα χάσανε το δρόμο. Τώρα συρματοπλέγματα βαριά ζώνουν τις ζωές τους. Ρίχνει στο γυαλί φαρμάκι μοπνορούφι να το πιει. Ξάφνου, ακούει βήματα. Μοιάζουν γνώριμα. Είναι αυτός. Φορτώθηκε τις τύψεις του και με σκυφτό κεφάλι της χτυπά ξανά την πόρτα. Παράταιρες συνθήκες τους χώρισαν. Εκείνος δείλιασε. Η φυγή του φάνταζε η μόνη λύση. Μα τώρα ξέρει. Αν είναι η αγάπη εγκλημα, έχει εγκληματίσει. Και συνεχώς θα εγκληματεί, αφού δεν το μετανοεί που την έχει αγαπήσει. Όχι, δεν θα φοβηθεί πια. Εκείνη τον κοιτάζει. Ο χωρισμός τους σαν θηλιά στριφογυρίζει στο λαιμό της. Είχε πει δεν θα γυρίσει κοντά του. Μα είναι πια αργά να τον λησμονήσει. Είναι αργά χώρια του να ζήσει.
Μια ξερακιανή γυναίκα με σκαμμένο πρόσωπο μπήγει τα νύχια της στο τοίχο ώσπου να ματώσουν. Λακούβες παντού που πίσω τους κρύβουν μια όμορφη γυναίκα που ερωτεύτηκε τη ζωή και δεν δείλιασε πουθενά. Ντύνει με λόγια όσα ο χρόνος στραπατσάρει και τα φέρνει μπροστά μας. Αδύνατον να τη μιμηθεί κανείς. Αινιγματική παρουσία που γεννά απορίες μα, όταν φτάνει η ώρα να γράψει, το θέμα της είναι πάντα ξεκάθαρο. Έχει στέρεα πατήματα μέσα της που την βαστούν γερά και τη βοηθούν να μη ξεστρατίσει ούτε σπιθαμή από τις μεστές και ουσιαστικές διαδρομές του νοήματος. Γράφει και είναι αυτός ο τρόπος της να «νταγιαντίσει» τον καημό της, όπως θα έλεγε και εκείνη. Δείχνει να μην συνειδητοποιεί τη σπουδαία της γραφή. Όταν δεν έχει άλλο τρόπο να ανάψει το τσιγάρο της, καίει δίχως να σκεφτεί μερικά παλιόχαρτα, από αυτά που σημάδεψε με τις στροφές του μυαλού της. Θέλει μονάχα να ζήσει το ξέσπασμα του νου. Και ας μη θυμάται κανείς τίποτα για εκείνη. Όσο ζει, λίγοι τη νιώθουν βαθιά. Ακόμα λιγότεροι τη νοιάζονται. Ένα πρωινό πετάει κάτω από την πόρτα του Μάνου Χατζιδάκι το κομμάτι «Είμαι αετός χωρίς φτερά» μαζί μ’ ένα συγκινητικό σημείωμα. Η μελοποίηση που έκανε μας χάρισε ένα αξέπεραστο δραματικό κομμάτι ερμηνευμένο μοναδικά από το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κάθε μήνα 1000 δραχμές στην τράπεζα μπαίνουν στο λογαριασμό της. Είναι το ευχαριστώ του Μάνου για το μεγάλο τραγούδι που του έδωσε.
Μια βουνίσια αντάρτισσα
Δυναμική και δίχως φόβο διεκδικεί την ελευθερία των πράξεων της. Η αδυναμία της για το τζόγο είναι το ναρκωτικό της. Δεν είναι τα χρήματα που τη γοητεύουν. Είναι εκείνο το πάλεμα του μυαλού και η ανατροπή που την παρασέρνουν. Είναι το παιχνίδι με την τύχη. Δεν κρύβει τη σπάταλη φύση της και λέει: «Εγώ δεν τρώω φαί. Λεφτά τρώω.».
Η πόρτα του σπιτιού της τη νύχτα κλείδωνει. Ο άντρας της παλεύει να τη συνεφέρει.
Η μανία της, όμως την κάνει άλλοτε να πηδάει τη μάντρα και να ξενυχτάει παρέα με άσσους και βαλέδες κι άλλοτε να πουλάει τη στολή του για βρει χρήματα να παίξει. Ένας μεγάλος καβγάς είναι σε εξέλιξη και καθώς εκείνος ετοιμάζεται να φύγει αγανακτισμένος, η Ευτυχία από το πατάρι του σπιτιού, φωνάζει στη μια της κόρη: «Καίτη, πες μου μια πολιτεία της Αμερικής με δέκα γράμματα.». Λύνει σταυρόλεξα.
Γιατί αυτό κάνει η Ευτυχία. Μετατρέπει την τραγωδία σε κωμωδία. Πανέξυπνη και με τερτίπια απίθανα ξεγλιστράει δίνοντας αποστομωτικές απαντήσεις. Μια ανεπανάληπτη φυσιογνωμία με τρομερό χιούμορ που δεν προφταίνεις τις ατάκες της. Κάποτε, κάποιος της επισημαίνει με θαυμασμό πόσο ωραίος στίχος είναι «..σαν νούφαρο που μάδησε..» και εκείνη γελώντας του απαντά: «Και σ’ είχα για σοβαρό άνθρωπο! Δεν ξέρεις ότι τα νούφαρα δεν μαδάνε αλλά σαπίζουν;».
Ο χαμός της κόρης της σε ηλικία μόλις 42 χρονών συνταράσσει όλη της την ύπαρξη.
Η ζωή πάει κόντρα στη φύση. Η αίσθηση της ματαιότητας διαπερνά όλη της διαδρομή πια. Πυκνώνει στους στίχους της όλη τη σοφία της ανθρώπινης μοίρας. Περνάνε 79 χρόνια από τη μέρα που αφήνει την πρώτη της ανάσα. Άνοιγει τη μια πόρτα της ζωής και σεργιανά ένα πρωινό. Το δειλινό της 7ης Ιανουαρίου 1972 κλείνει για πάντα την πόρτα πίσω της. Ήταν μια παρουσία τόσο αιρετική που έγραψε τραγούδια κλασικά και αρυτίδωτα στο χρόνο. Έζησε, ένιωσε, έδωσε. Δεν έψαξε την αλήθεια του λαϊκού τραγουδιού. Την ήξερε. Μας την είπε. Ένα ξάφνιασμα είναι η ζωή μας. Να προλάβουμε.