Γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής ενός γίγαντα με τρυφερή καρδιά.
Ο μεγάλος Αττίκ, κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου, γόνος εύπορης και καλλιεργημένης αστικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, (19-3-1885) και πέθανε στην Αθήνα, (29-8-1944).
Μαζί με τον αδελφό του Κίμωνα, μεγάλωσαν σε πνευματικά προχωρημένη και καλλιτεχνικά εξελιγμένη οικογένεια, (η μητέρα του Εριθέλγη υπήρξε εξαίρετη πιανίστα), σπούδασαν νομικά στην Αθήνα και μουσική στο Παρίσι, όπου ο Κλέων σταδιοδρόμησε ως μουσικός, από το 1907 μέχρι το 1913 με λαμπρή επιτυχία, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα, γράφοντας σ’ αυτό το διάστημα περίπου 300 τραγούδια, συνδυάζοντας τη γαλλική φινέτσα με το ελληνικό πάθος, τη φλόγα και την ευφυΐα. Με το ίδιο πάντοτε μελαγχολικό στυλ, το ύφος, το ήθος, την ευγένεια, την ποιότητα, την τρυφερότητα, το φιλοσοφικό βάθος και το υποκρυπτόμενο αχνό χιούμορ που χαρακτήριζε όλη την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι ειδικοί ομιλούν για αμέτρητες, συνολικά πάνω από 1300 συνθέσεις!
Ο Αττίκ έζησε, στα μέτρα πάντα της εποχής, μιά πολυτάραχη ζωή. Λάτρης φανατικός του ποδόγυρου, υπήρξε συνεχώς ερωτευμένος. Το τρυφερό «Άδικα πήγαν τα νιάτα μου», δείχνει όλη την διαφορά που δημιουργεί ο σκληρός και πανδαμάτωρ χρόνος μεταξύ της αιώνιας και άφθαρτης δύναμης της ψυχής και της αναπόφευκτης ανημποριάς του σώματος.
Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, παρά κάποια αντιθέτως λεγόμενα, υπήρξε η πρώτη του γυναίκα, η Γαλλοπολωνέζα Μαρί-Ελέν, με την οποία γέννησαν το μοναδικό παιδί της ζωής του, ένα αγοράκι που έχασαν μικρό και το οποίο συνόδεψε στον τάφο και η μητέρα του Μαρί-Ελέν, 6 μήνες μετά. Απόλυτα λογική η εκδοχή, αφού πρόκειται γιά έρωτα που δεν πρόλαβε να φθαρεί στην ρουτίνα της καθημερινότητος και σημαδεύτηκε και από την τραγική απώλεια της μεγαλύτερης «λαχτάρας» που διακατείχε όλη του τη ζωή, ένα παιδί!
Γυρίζοντας στην Ελλάδα ίδρυσε μιά ιδιότυπη καλλιτεχνική σκηνή, την «Μάντρα», (ο όρος δεν χαρακτήριζε τόπο, αλλά θίασο), η οποία «γέννησε» καλλιτεχνικά πλήθος γνωστών ηθοποιών και τραγουδιστών. Η «Μάντρα» τους χειμώνες στεγαζόταν σε διάφορα στέκια, πρώτα στην οδό Μηθύμνης, στην Πλατεία Αμερικής, (τότε Αγάμων}, μετά σε μιά ταβέρνα επί της οδού Αχαρνών και Ηπείρου και στο τέλος στον γνωστό κινηματογράφο «Δελφοί», επί της Αχαρνών. Το πρόγραμμα που παρουσίαζε η «Μάντρα» ήταν μιά επιθεώρηση της εποχής, ένα είδος βαριετέ, με πολύ τραγούδι, παρλάτες και λεπτή πολιτική σάτυρα. Βενιζελικός ο ίδιος μέχρι κόκαλο, είχε καταφέρει με την διακριτικότητα και την λεπτότητά του να είναι ιδιαίτατα αγαπητός και στους φιλοβασιλικούς κύκλους, αν και κάποτε, με το διωγμό του βασιλιά, ο Αττίκ έκανε κάποιους υπαινιγμούς που ανέβασαν στη σκηνή μερικούς φιλοβασιλικούς τραμπούκους και τον έκαναν… τόπι με τις μαγκούρες!Χαρακτηριστικό δείγμα φίνου χιούμορ το εξής. Κάποτε, σε διάλογο με την πλατεία, κάτι που πολύ συνήθιζε ο Αττίκ, είπε:
- Οι μισοί από τους θεατές είναι…. ανόητοι! Φυσικά η αναγγελία έκανε αίσθηση, δεδομένης και της απόλυτης ευγένειας του ανθρώπου, και αμέσως άρχισαν οι αποδοκιμασίες και η απαίτηση ν’ ανακαλέσει.
- Εντάξει, είπε ο Αττίκ, ανακαλώ. Οι μισοί ακροατές ΔΕΝ είναι ανόητοι! Και η πλατεία ξέσπασε στα γέλια και το χειροκρότημα!
Επίσης, άλλο χαρακτηριστικό του χιουμοριστικού του πνεύματος, ψηλά στη μετώπη της σκηνής υπήρχε πάντα η ταμπέλα, με κεφαλαία: «ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΑ ΖΩΑ, ΤΟΝ ΑΤΤΙΚ ΚΑΙ… ΑΛΛΗΛΟΥΣ»!
Τα καλοκαίρια η «Μάντρα» όργωνε την επαρχία, διαχέοντας ψυχαγωγία με ποιότητα σε όλη τη χώρα.
- Εντάξει, είπε ο Αττίκ, ανακαλώ. Οι μισοί ακροατές ΔΕΝ είναι ανόητοι! Και η πλατεία ξέσπασε στα γέλια και το χειροκρότημα!
Επίσης, άλλο χαρακτηριστικό του χιουμοριστικού του πνεύματος, ψηλά στη μετώπη της σκηνής υπήρχε πάντα η ταμπέλα, με κεφαλαία: «ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΑ ΖΩΑ, ΤΟΝ ΑΤΤΙΚ ΚΑΙ… ΑΛΛΗΛΟΥΣ»!
Τα καλοκαίρια η «Μάντρα» όργωνε την επαρχία, διαχέοντας ψυχαγωγία με ποιότητα σε όλη τη χώρα.
Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, συνάντησε στον δρόμο τον επόμενο μεγάλο, αλλά άδοξου τέλους, έρωτα της ζωής του. Την εκπάγλου καλλονής γαλανομάτα Μαρίκα Φιλιππίδου,
η οποία απετέλεσε και την δεύτερη γυναίκα του, σε μια βραχύβια ένωση που φυλλορρόησε μέσα σε συνεχείς καυγάδες και κόντρες. Αφήνοντας όμως ένα γλυκόπικρο ίζημα στην ευαίσθητη ψυχή του μεγάλου καλλιτέχνη.
Γι’ αυτήν έγραψε το τρυφερό «Είδα μάτια», ελληνικοί στίχοι ενός γαλλικού τραγουδιού, («Sur le bords du Gange»- Στις όχθες του Γάγγη), που απετέλεσε και αιώνιο σήμα κατατεθέν του έρωτά του γιά την Μαρίκα.
η οποία απετέλεσε και την δεύτερη γυναίκα του, σε μια βραχύβια ένωση που φυλλορρόησε μέσα σε συνεχείς καυγάδες και κόντρες. Αφήνοντας όμως ένα γλυκόπικρο ίζημα στην ευαίσθητη ψυχή του μεγάλου καλλιτέχνη.
Γι’ αυτήν έγραψε το τρυφερό «Είδα μάτια», ελληνικοί στίχοι ενός γαλλικού τραγουδιού, («Sur le bords du Gange»- Στις όχθες του Γάγγη), που απετέλεσε και αιώνιο σήμα κατατεθέν του έρωτά του γιά την Μαρίκα.
Έτσι μια μέρα, όταν η Μαρίκα Φιλιππίδη, συνοδευόμενη από τον νέο έρωτα της ζωής της, τον Σταμάτη Μερκούρη, (ευσταλή αξιωματικό και πατέρα της Μελίνας Μερκούρη), μπήκε στη «Μάντρα» γιά να παρακολουθήσει την παράσταση, το ανηλεές και ανοικτίρμον κοινό, γιά να πικάρει και «τσιγκλίσει» τον Αττίκ, άρχισε να φωνάζει, εν χορώ: «Είδα μάτια», «Είδα μάτια»! Ζητώντας του να τραγουδήσει το τραγούδι που όλοι γνώριζαν πως ήταν γραμμένο γιά την Μαρίκα!
Ο Αττίκ έκανε πως δεν άκουγε και δεν καταλάβαινε και «πήγε» την παράσταση, κανονικά, μέχρι το διάλλειμα. Και σ’ ένα τέταρτο, ξαναβγαίνοντας στη σκηνή γιά την επόμενη πράξη και κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι, ρώτησε, τάχα αφελώς, το κοινό.- Κάτι, νομίζω, μου ζητήσατε πριν. Τί θέλετε να σας πω;
- «Είδα μάτια», «Είδα μάτια»!
Και ο παμμέγιστος τροβαδούρος, πιστός στην αρχή που θέλει τον καλλιτέχνη να διασκεδάζει το κοινό του, πονώντας ο ίδιος, αλλά κατά βάθος επαναστάτης με ευαίσθητη ψυχή, άρχισε να τραγουδά το, επίσης περίφημο, «Ζητάτε να σας πω», σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης κι αναφιλητά στην πλατεία. Και βέβαια ατέλειωτα χειροκροτήματα στο τέλος, όπου όρθιοι όλοι, έκαναν την αποχώρηση της Μαρίκας να περάσει απαρατήρητη!
Τρίτη, και τελευταία σύντροφος της ζωής του Αττίκ, κάποια Ρωσίδα, ονόματι Σούρα, γιά την οποία δεν μπόρεσα να συλλέξω πολλά στοιχεία. Με μεγάλη επιρροή κι επεμβάσεις στη ζωή του Αττίκ. Ξέρω μόνο τα εξής δύο.
Κάποτε προπολεμικά ο Αττίκ, μανιώδης κυνηγός, γυρνώντας από κυνήγι, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, (μάλλον Σαμοθράκη), αντί για μπεκάτσες κουβάλησε σπίτι του ένα κατάξανθο… κοριτσάκι, την εννιάχρονη Κοστέλλα! Η Σούρα τρελάθηκε! - Τι είναι αυτό; Λαγός;
- Όχι, κορίτσι. Θα την υιοθετήσω!
Έγινε χαμός και η μικρή μεγάλωσε, μεν, κοντά στον Αττίκ, αλλά το πείσμα και η αντίδραση της Σούρα δεν επέτρεψε την πλήρη υιοθεσία της.
Το δεύτερο περιστατικό έχει σχέση μ’ έναν αμφιλεγόμενο τελευταίο, γεροντικό έρωτα του καλλιτέχνη. Ονομάζεται Λουίζα Ποζέλλι και ήταν ένα ταλαντούχο διαβολάκι ιταλικής καταγωγής, (με την κήρυξη του πολέμου, λόγω προέλευσης, απελάθηκε στην Ιταλία, μαζί με τον γνωστό μπουφονικό κωμικό, τον Φραγκίσκο Μανέλλη!). Η μικρή απετέλεσε την τελευταία ανακάλυψη του Αττίκ, (η φιλότεχνος ελληνική κοινωνία μιλούσε γιά παιδί-θαύμα και μιά ελληνική κόπια της Σίρλευ Τέμπλ). Επίσης αρκετοί είπαν πως επρόκειτο γιά αναβίωση του μύθου του δημιουργού Πυγμαλίωνα και του «δημιουργήματος» Γαλάτειας! Η Σούρα φρύαξε από ζήλεια και ανακουφίστηκε μόνο όταν η μικρή, δελεασμένη από την προσφορά του Αλ. Σακελλάριου, εγκατέλειψε τον Αττίκ γιά χάρη του. Η ευαίσθητη ψυχή του Αττίκ, πικραμένη και θυμωμένη, τον έκανε να γράψει το προφητικό κι… εκδικητικό «Παπαρούνα». Γιά την ιστορία αναφέρεται πως… η «Παπαρούνα»- Λουίζα, επέστρεψε!Το τέλος του Αττίκ, τραγικό αλλά απόλυτα συμβατό με την λεπτή κι ευαίσθητη ψυχή του, είχε αίτια κι αφορμή.
Στα αίτια η απέραντη θλίψη που συσσώρευαν τα μεγάλα, δυσάρεστα και δυστυχή γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, όπως ο θάνατος, (του παιδιού του, της πρώτης του γυναίκας και της μητέρας του, το 1940), η εγκατάλειψη, (της Μαρίκας Φιλιππίδου), η αποτυχία στην υιοθεσία της Κοστέλλας και η κατοχή της πατρίδας του από τις δυνάμεις του Άξονα. Μιά θλίψη που γέννησε και γιγάντωσε μελαγχολία, στα όρια της κατάθλιψης, και τον έκανε να λειτουργεί συνεχώς κάτω από την γνωστή προτροπή, που σηματοδοτεί τη μοίρα του καλλιτέχνη: Γέλα, παλιάτσο!
Η αφορμή, το γεγονός που έκανε το ποτήρι της πίκρας να ξεχειλίσει και τους ορίζοντες της ζωής του να κλείσουν ερμητικά, ήταν ένα ταπεινωτικό και άδικο ξυλοφόρτωμα που δέχτηκε από έναν βλοσυρό Γερμανό αξιωματικό, όταν προχωρώντας στον δρόμο ο Αττίκ με ποδήλατο, κατά λάθος τον ακούμπησε! Εξομολογήθηκε το γεγονός, κλαίγοντας, στο φίλο του Χρήστο Χαιρόπουλο και κάτω από το ασήκωτο βάρος της, γι’ αυτόν, αξεπέραστης προσβολής, άδειασε στο βραδινό του χαμομήλι ένα μπουκάλι Veronal και πέταξε γιά τον κόσμο των ονείρων του. Πήγε να συναντήσει την Μαρί-Ελέν και το παιδί τους!