ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΚΡΑΝΗ, ΚΑΠΕΛΑ, ΔΙΚΟΧΑ ΚΑΙ ΣΤΟΛΕΣ ΕΝΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΟΥ ΣΥΛΛΕΚΤΗ
Φιλοδοξεί να στήσει κάποτε ένα μουσείο στη Λάρισα
Του Δημήτρη Βάλλα
Στο σπίτι του συμβαίνει πραγματικά το αδιαχώρητο και οι περισσότεροι χώροι θυμίζουν... υπαίθριο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι!
Γύρω στα τριάντα ο Παναγιώτης Ονουφριάδης ιδιωτικός υπάλληλος, ζει κυριολεκτικά παρέα με τα κράνη του και τις στολές άλλων καιρών σκαλίζοντας την ιστορία και τις αναμνήσεις και περιμένει κάθε μήνα με αγωνία πότε θα πληρωθεί για να αρχίσει τις αναζητήσεις και τα ταξίδια για να πλουτίσει τη συλλογή του.
Φιλοδοξία του είναι κάποτε όλα αυτά που μάζεψε με κόπο να μπουν σε ένα μουσείο «για να τα βλέπει ο κόσμος χωρίς λεφτά, όπως μας λέει, αλλά και για να δείξουμε σε όλους ότι και στη Λάρισα υπάρχουν άνθρωποι με ενδιαφέροντα και ευαισθησίες».
... Άγχος και αγωνία λοιπόν για τον Παναγιώτη που ίδρωνε και... ξεΐδρωνε ψάχνοντας σε κουτιά και σακούλες να βρει τα καλύτερα κράνη και αντικείμενα της συλλογής του για να τα απλώσει στο μικρό σαλονάκι του διαμερίσματός του.
Όταν πλέον έγινε και αυτό και με δυσκολία πλέον και εκεί χωρούσαμε και οι δύο μας άρχισε την ιστορία του: «Είναι μια συλλογή που ξεκίνησε περίπου επτά χρόνια πριν. Ερέθισμα ήταν η αγάπη μου για τη στρατιωτική ιστορία και άρχισα να μαζεύω κράνη, μπερέδες, δίκοχα, καπέλα και στολές ευρωπαϊκών στρατών. Το χόμπι είναι δύσκολο και για να το πω λαϊκά δεν... παλεύεται γιατί χρειάζεται πολύ χρήμα, ταξίδια, χρόνο, αλλά και γνώσεις.
Ταξίδεψα σε πολλές πόλεις της Ελλάδος αλλά και στο εξωτερικό και έγιναν αναζητήσεις και επαφές με ανθρώπους ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη.
Μέχρι σήμερα κατάφερα να μαζέψω περίπου 200 κράνη, 30 μπερέδες, 40 δίκοχα και πολλές στολές, παγούρια και εξαρτήσεις κυρίως από την περίοδο τού Α’ και Β’ Παγκοσμίων Πολέμων».
ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ο Παναγιώτης μάλλον μάντεψε την απορία και με πρόλαβε στο... παρά πέντε λίγο πριν το δηκτικό σχόλιο!
«Θα μου πεις τώρα τι τους θέλω αυτούς τους σκουριασμένους «τενεκέδες», στο σαλόνι, όμως πολλά από αυτά τα κράνη έχουν μεγάλη συναισθηματική αξία γιατί προέρχονται από χαρακώματα, από νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες και έχουν τη δική τους ιστορία.
Δύο από τα γερμανικά αυτά κράνη που βλέπεις το ένα της γερμανικής αεροπορίας και το άλλο του πεζικού, είναι από νεκρούς στρατιώτες από τη μάχη με τους Εγγλέζους το 1943 στη Λέρο και βρέθηκαν πάνω στους τάφους τους. Αυτό με τις τρύπες είναι πάλι από Γερμανό στρατιώτη που σκοτώθηκε από θραύσματα οβίδας. Υπάρχουν κράνη δηλαδή που πολέμησαν σε όλα τα μέτωπα στο Στάλινγκραντ, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στα Βαλκάνια στην Αλβανία, στα οχυρά του Ρούπελ, στην Αφρική.
Συγκινητικό ήταν όταν ανακάλυψα στη Λάρισα το πηλίκιο ενός Ιταλού υποπλοιάρχου του πολεμικού ναυτικού που υπηρέτησε σε τρία πλοία που όλα βυθίστηκαν από τους Άγγλους.
Ο υποπλοίαρχος λεγόταν Μαρτέλι ήταν από τη Γένοβα επέζησε από τον πόλεμο και πέθανε γύρω στο 1970. Η κόρη του παντρεύτηκε με Λαρισαίο και έτσι το πηλίκιο έφθασε και στα χέρια μου.
Στη Βουλγαρία βρήκα ελληνικά κράνη από τα οχυρά του Ρούπελ τα οποία οι Βούλγαροι τότε στην περίοδο της κατοχής τα είχαν ανατινάξει αλλά και λεηλατήσει. Από τα κράνη αυτά είχαν αφαιρέσει και αντικαταστήσει το εσωτερικό τους που έγραφε «Ελληνικός Στρατός» και είχε και ένα σταυρό γιατί προφανώς τούς ενοχλούσε...»
Κράνη, στολές, πηλίκια, παράσημα και άλλα πολλά. Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι που έζησαν δύσκολες μέρες και χάθηκαν πιστεύοντας όλοι τους ότι θυσιάστηκαν για κάτι καλύτερο. Ο Παναγιώτης με το χόμπι του και τις συλλεκτικές του αναζητήσεις μας τους ξαναθύμισε! Ίσως κάπου – κάπου να χρειάζονται και τέτοια «ταξίδια».
ΠΕΡΙ ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑΣ
«Από τα πανάρχαια χρόνια, οι αρχαίοι λαοί λόγω των συχνών συγκρούσεων μεταξύ τους, προσπαθούσαν να βρουν διάφορα μέσα για να αμυνθούν και επίσης, καινούργια όπλα για να επιτεθούν.
Όπως είναι φυσικό το πρώτο που τους ήρθε στο μυαλό να προστατεύσουν ,ήταν το κεφάλι τους που είναι το πιο αδύνατο σημείο του σώματος.
Άρχισαν λοιπόν στην αρχή να το προστατεύουν με δέρμα, κατόπιν, σκέφτηκαν το κόκαλο και έφτιαξαν περικεφαλαίες με ελεφαντόδοντο, αλλά όταν έμαθαν να δουλεύουν τον μπρούτζο, τότε οι περικεφαλαίες κατασκευάστηκαν μαζικά και γνώρισαν τη μεγαλύτερη άνθησή τους.
Υλικό κατασκευής τους ήταν ένα κομμάτι φύλλο μπρούτζος ο οποίος στα χέρια του Έλληνα τεχνίτη της εποχής, μεταμορφωνόταν σε περικεφαλαία. Στην αρχή ήταν ό,τι πιο απλό μπορούσε να κατασκευαστεί.
Άβολες, βαριές, με αυγοειδές σχισμές για τα μάτια και εσωτερική σχισμή για τη μύτη, είχαν περιορισμένο οπτικό πεδίο, αλλά στη μάχη αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικές.
Όσο περνούσε ο καιρός, η περικεφαλαία άρχισε να τελειοποιείται. Σταθμός στην ιστορία της ήταν ο 8ος αιώνα π.χ. όταν κατασκευάστηκε η πρώτη περικεφαλαία Κορινθιακού τύπου.
Αυτός ο τύπος περικεφαλαίας, υιοθετήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα από όλους τους αρχαίους Έλληνες, και παρέμεινε σε ακμή έως και τα μέσα του 5ο αιώνα π.χ., όπου και άρχισε η αντικατάστασή της.
Εκείνο τον καιρό, οι τεχνίτες δεν περιορίστηκαν μόνο στην άριστη κατασκευή της περικεφαλαίας, αλλά άρχισαν να ασχολούνται και με τον εξωτερικό διάκοσμό της. Εσωτερικά, υπήρχε πάνινο κάλυμμα για να τις κάνει ανατομικές, αλλά και να απορροφά τον ιδρώτα των οπλιτών. Εξωτερικά στο μέτωπο αλλά και στις παραγναθίδες τις στόλισαν με άπειρα σχέδια, σκάλισαν μυθικά τέρατα ή ζώα για να τρομάζουν τους αντιπάλους τους (όπως φίδια, λιοντάρια, ταύρους, αετούς κ.α.). Τις έβαψαν με ωραία χρώματα (κυρίως μαύρο, πορφυρό κ.α.) και τους έβαλαν φανταχτερά λοφία από τρίχες αλόγου κουρεμένες και βαμμένες ανάλογα. Γενικά, οι στολισμένες περικεφαλαίες ήταν προνόμιο των πλουσίων λόγω του μεγάλου κόστους κατασκευής τους. Οι απλοί στρατιώτες, φορούσαν απλές μπρούτζινες περικεφαλαίες χωρίς σχέδια, λοφία και χρωματισμούς».