Ο δρόμος είναι κατηφορικός. Η μπάλα κύλαγε κατά την πλατεία. Εβαλα το πόδι μου και τη σταμάτησα. Σε δέκατα του δευτερολέπτου έσκασε μύτη εκείνος. Ας τον πούμε, «Μαμ», για να συνεννοηθούμε. Ξανθός. Με μαλλιά κατάσγουρα. Που γινόταν ακόμα πιο σγουρά, αφού τους έλειπε - για μεγάλο διάστημα, φαίνεται - το λούσιμο.
Φτάνοντας λαχανιασμένος έσκυψε, τράβηξε το πόδι μου και έπιασε την μπάλα, έτοιμος να την πάρει και να φύγει. Είπα να αστειευτώ. Πάτησα με περισσότερη δύναμη πάνω της να τον εμποδίσω. Εκείνος δεν απογοητεύτηκε. Πλησίασε το στόμα του στο πόδι μου και το δάγκωσε. «Ρε», του λέω, «δεν είπαμε να με φας, κιόλας»! Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε, αφού πρώτα, βέβαια, εκμεταλλευόμενος τη σαστιμάρα μου, άρπαξε στην αγκαλιά του την μπάλα. «Γιατί με δάγκωσες»; ρώτησα. Χαμογέλασε. «Πώς σε λένε»; Ξαναχαμογέλασε. «Να δαγκώνεις ξέρεις, να απαντάς, όμως, τίποτα, ε»! Πάλι χαμόγελο. «Πώς σε λένε»; επιμένω. «Μαμ»! «Πώς»; «Μαμ»!
«Δεν τον βλέπεις, πεινάει», μου λέει η Ελένη, και του κάνει χώρο να κάτσει δίπλα της και απέναντί μου. «Μαμ, λοιπόν»; τον ρωτάω. «Μαμ», μου απαντάει. «Ορίστε, πάρε το πιρούνι μου και φάε. Δικό σου όλο το τραπέζι». Βάζει την μπάλα ανάμεσα στα σκέλια του. Ρίχνει μια ματιά στο πιρούνι. Υστερα απλώνει το χέρι του και πιάνει απ' την ουρά τον πρώτο γαύρο. Υστερα τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο. Μετά κάνει μια βόλτα από τα κεφτεδάκια, μια επίσκεψη στη φέτα, λίγο αγγούρι... «Δεν είσαι Ελληνας»; τον ρωτάω. «Τσου»! μου λέει τρώγοντας. «Τι είσαι, Πολωνός»; «Τσου»! «Αλβανός»; «Τσου»! «Τούρκος»; «Τσου»! χαμογέλασε πονηρά!
Ερωτήσεις χαζές εγώ, «τσου» αυτός, τελείωσε το φαγητό του! Ηπιε και δυο «κρύες» κοκα-κόλες. Υστερα μας κοίταξε σοβαρός. Αμέσως μετά μας έσκασε ένα περιποιημένο χαμόγελο - για να μας ευχαριστήσει - και χάθηκε προς την πλατεία. Εκεί μπλέχτηκε με τα άλλα παιδιά. Εμείς, ανανεώσαμε το «μεζέ» και συνεχίσαμε το ούζο μας, σχολιάζοντας το ξανθό Τσουνάμι, που μας είχε βρει απροετοίμαστους, στο καφενείο της «Δεξαμενής». Σε κάποια στιγμή, ενώ σχεδόν τον είχαμε ξεχάσει, ακούμε φωνές και φασαρία. Γυρίζουμε όλοι προς την πλατεία. Τα παιδιά έχουν γίνει «βίδες». Φωνές, κακό και, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, μετά από λίγο τα ξαναβρήκανε: ησυχία. Και αμέσως μετά: «Δώσε πάσα, ρε, και τα λοιπά»!
Στο μεταξύ, στην κορύφωση της φασαρίας, μπροστά από τα μάτια μας έχει περάσει μια μικρή... Αστραπή. Και ενώ τα σχόλια, από τα τραπέζια γύρω μας δίνουν και παίρνουν, βλέπουμε τον «Μαμ» να ανεβαίνει την ανηφόρα κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά του την μπάλα και πίσω του την Αστραπή να τον ψέλνει. «Τι έγινε, ρε, "Μαμ"», ρωτάω, «πλακώθηκες»; Ο «Μαμ» χαμογελάει, αλλά η Αστραπή αστράφτει! «Δεν πλακώθηκε ο αδερφός μου, κύριε. Ποτέ δε βαράει πρώτος! Τον κοροϊδεύουν που δεν μπορεί να μιλήσει και τότε τα "παίρνει στο κρανίο". Δίκαιο δεν έχει; Δεν μπορεί να μιλήσει. Αυτός φταίει»;
Η παρέα μας μεγάλωσε. Αλλη μια καρέκλα για την Αστραπή. «Θέλεις και εσύ κοκα-κόλα;» ρωτάω. «Δεν πίνω, δεν κάνει, έχω Μεσογειακή αναιμία, πρέπει να προσέχω. Η αδερφή μου, όμως, πίνει», και μας δείχνει την αδερφή της που στεκόταν απέναντι και μας παρακολουθούσε. Αλλη μια καρέκλα για εκείνη! «Ελληνες»; «Η μαμά Ελληνίδα, ο μπαμπάς Κύπριος». «Δουλεύουν»; «Η μαμά, όχι, γιατί είναι άρρωστη! Και ο μπαμπάς, τώρα, κάθεται, αφού τρέμουν τα χέρια του και δεν μπορεί να ζωγραφίσει. Είναι ζωγράφος»!
Η Αστραπή είναι μόλις δέκα χρονών και μιλάει σαν σαράντα! Τέτοια ωριμότητα! Πρέπει να προσέχει τον άρρωστο πατέρα της, την ακόμα πιο άρρωστη μάνα της, τον 6χρονο «Μαμ», που δεν μπορεί να μιλήσει και τη μεσαία αδερφή της, που μοιάζει ιδιαίτερα τρομαγμένη. «Που μένετε»; «Λίγο πιο πάνω». «Δικό σας»; «Δικό μας! Υπόγειο είναι. Μας αφήνουν και μένουμε». «Πώς ζείτε»; «Δε ζούμε, μας δίνουν»! «Ποιοι σας δίνουν»; «Διάφοροι».
Η ιστορία είναι αληθινή! Σας κρύβω τα χειρότερα, δεν έχει νόημα, άλλωστε! Οπως δεν έχει νόημα να πιστεύει κανείς πως, με «Μαραθώνιους» ευσπλαχνίας και «Δημοπρασίες» ευαισθησίας, θα σταματήσουν τα Τσουνάμι να πνίγουν παιδάκια ακόμα και στην καρδιά της Αθήνας. Στο Κολωνάκι.
16/1/2005 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣΝίκος Αντωνάκος