Θα ήθελα να κλείσω τον κύκλο των αναμνήσεων γύρω από την Παιδική Χαρά του Αγ. Κωνσταντίνου, με κάποιες προσωπικές σκέψεις και απόψεις, παγιωμένες μέσα μου από εκείνα, τα πρώτα διδάγματα που πήρα απ’ αυτήν και τα οποία με σημάδεψαν καίρια και γαλβάνισαν ένα κομμάτι, το μεγαλύτερο, του χαρακτήρα και της ψυχής μου.
Κατ’ αρχήν μου εμπέδωσε την έμφυτη ροπή γιά την άθληση και τον αθλητισμό, στην οποία έδωσε βήμα και ερεθίσματα γιά μετατροπή τους από έρωτα σε πραγματική αγάπη, προσφέροντάς μου το πρώτο πεδίον άσκησης και «εξαργύρωσης» αυτής της αγάπης. Και μάλιστα με πλήρη αποσύνδεση από κάθε έννοια υλικού συμφέροντος ή κάποιου άλλου ανταλλάγματος, πλην αυτής-καθαυτής της γεύσης της νίκης. Αγώνας γιά… τη νίκη και μόνο! Αυτό, δηλαδή, που αποτελεί την πεμπτουσία του όρου «άμιλλα». Με έκανε να συνδέσω τα σπορ, ακριβώς με την πλατειά ερμηνεία του όρου αυτού. Δηλαδή το… σπορ! Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ό,τι καταπιάστηκα, στην συνέχεια, στη ζωή μου εκυριαρχείτο απ’ αυτή την άποψη και πάντα το αντιμετώπιζα έτσι! Ίσως γιατί αγάπησα πολύ ό,τι έκανα!
Τιμώ απεριόριστα τον όρο χόμπι και θεωρώ τους χομπίστες καλύτερους κι αποτελεσματικότερους σ’ αυτό που ασχολούνται, από τους λεγόμενους επαγγελματίες και πιστεύω ακράδαντα πως τα δημιουργήματα της χομπίστικης απασχόλησης είναι πολύ καλύτερα από εκείνα της λεγόμενης «επαγγελματικής». Εννοείται μέσα στα όρια και τις δυνατότητες ενός εκάστου. Κι αυτό γιατί το χόμπι προϋποθέτει αγάπη στην γνώση, επιμονή στην έρευνα και μεράκι κι υπομονή στην εκτέλεση, ενώ ο επαγγελματισμός εμπεριέχει την καταπίεση, την ανάγκη της παραγωγής, την αναγκαιότητα του χαμηλότερου κόστους και, τέλος, την σκοπιμότητα του βιοπορισμού.
Ακόμη, μου έμαθε να τιμώ τα σύμβολα και τις ιδέες. Δεν με συγκαταλέγω, επ’ ουδενί, μεταξύ αυτών που οι λούμπεν κουλτουριαρέοι προοδευτικάριοι αποκαλούν σκωπτικά «ελληναράδες», (με κατ’ ευθείαν λογική επαγωγή κι αντιστοιχία στο «τουρκαράδες», «αμερικαναράδες», «ιταλαράδες», ή «ανγκολαράδες»(!), κ.ο.κ.). Τα πολλά ταξίδια, που γιά ειδικούς λόγους έκανα ανά την υφήλιο, και η επαφή μου με κάθε καρυδιάς καρύδι και κάθε λογής ράτσα, «πετσί» και νοοτροπία, ξέπλυναν όλα τα ίχνη σωβινισμού, που ενδεχομένως να υπήρχαν ανεξιχνίαστα και καταπλακωμένα στο DNA μου. Και παντού έγινα αποδεκτός σαν «εγώ», σαν άτομο κι όχι σαν εθνικότητα, σαν Έλληνας.
Όμως, όταν το σούρουπο το σφύριγμα της κυρίας Τζούλιας σήμαινε το κλείσιμο του Κέντρου, η ακολουθούμενη διαδικασία με χάραξε βαθιά και ανεξίτηλα.
Όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, μικροί-μεγάλοι, άντρες-γυναίκες-παιδιά, μαζευόμαστε με σπουδή γύρω από τον ψηλό ιστό της ελληνικής σημαίας που κυμάτιζε ψηλά όλη την ημέρα στην πάνω άκρη του Κέντρου. Αμίλητοι, ακίνητοι και σε στάση προσοχής όλοι, ακούγαμε το αργό και μελαγχολικό σάλπισμα, (συνήθως το έκανε ο Αχιλλέας Νταϊδήμος, μακαρίτης τώρα), που συνόδευε την υποστολής της σημαίας. Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας δεν έβγαινε άχνα από κανένα και δεν ακουγόταν κιχ ! Εκτός κι αν κάποιο θορυβώδες τραμ, της γραμμής 11, έσπαγε βέβηλα την κατάνυξη της στιγμής με το κροτάλισμά του. Και όταν η σημαία, κατεβασμένη και καλοδιπλωμένη, πήγαινε γι’ ανάπαυση στο γραφείο, τότε μόνο όλος ο κόσμος τράβαγε γιά την έξοδο και το σπίτι.
Δεν ξέρω πώς και γιατί, (η ηλικία τότε δεν επέτρεπε λογικούς συνειρμούς παρά μόνο ενστικτώδεις αντιδράσεις και παρορμήσεις), αλλά η εικόνα της σημαίας, συνδεδεμένη με τη μελαγχολία της σάλπιγγας με διακατείχε και με περιέβαλλε, σαν αόρατο δίχτυ, γιά αρκετή ώρα μετά.
Τελικά, αυτές οι στιγμές διαμόρφωσαν μέσα μου ένα μεγάλο κομμάτι από το συστατικό της εθνικής και ατομικής μου ταυτότητος. Αυτοτελές, αυθύπαρκτο και εντελώς απαλλαγμένο από περηφάνιες ή καταφρόνιες, συμπλέγματα ή καπηλείες. Χωρίς κομπορρημοσύνες και φανφάρες περί των «αρχαίων ημών προγόνων» αλλά και χωρίς ενοχές κακών σύγρονων πολιτικών, (και με ηκαι με οι). Υπεύθυνος μόνο γιά τις δικές μου σκέψεις και πράξεις. Είμαι αυτός, καλώς ή κακώς, και είμαι διαμορφωμένος έτσι.
Βασικά αυτοπροσδιορίζομαι ως πολίτης της Γης, αλλά επειδή γεννήθηκα σ’ αυτήν την ευλογημένη γωνιά της που λέγεται Ελλάδα, πολιτογραφούμαι Έλληνας και έχω αυτό το εθνικό σύμβολο. Τόσο απλά!
Τα όποια «πιστοποιητικά» και το ειδικό μου βάρος τα δημιουργώ μόνος, με τη συμπεριφορά, τις ικανότητες και το δικό μου «αποτύπωμα». Δεν τα κλέβω, ούτε τα δανείζομαι απ’ το όποιο παρελθόν και τους όποιους προγόνους. Και αυτό εκεί το κομμάτι πανί, που ανεμίζει σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, ανεμίζει και στην ψυχή μου. Είναι η σημαία μου, (προσωπικά θα την προτιμούσα στην παλιά της μορφή, την λεγόμενη «της ξηράς»), που με εκφράζει, με συμβολίζει, με χαρακτηρίζει, με τιμά και την τιμώ! Και τη σέβομαι απεριόριστα, ευλαβούμενος αυτούς που θυσίασαν και θυσιάστηκαν γι’ αυτήν!
Είδατε τι μπορεί να «χτίσει» ένα Κέντρο Νεότητος, σε μιά δύσκολη αλλά πραγματικά καλή, παλιά εποχή;
Αύριο έχει… κάλαντα! Τα τελευταία γιά φέτος. (Να είστε όλοι εδώ!).