Ο 29χρονος Έκτωρ Πασπάλης, εκτός από το όνομά του είχε και άλλα ηρωικά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο απ’ όλα ήταν ο έρωτάς του προς τις ωραίες γυναίκες, το γλυκό κρασί και το γλέντι. Έμεινε στους κοσμικούς κύκλους γνωστός για το ωραίο παράστημα και την αρχαία του κατατομή. Περιφρονούσε την οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα, τον Αύγουστο 1931 και ενώ ήταν απλός υπάλληλος βαμβακοεργοστασίου, είχε ένα ακαταμάχητο προσόν. Την αναίδεια!
Εκείνο το καλοκαίρι όμως έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα για τα καμώματά του. Επικεφαλής μιας κεφάτης παρέας πήγαινε σε επώνυμα στέκια της εποχής. Όπως ήταν «Φολί ντ’ Ετέ», χορευτικό κέντρο κοντά στο Ζάππειο. Εισέρχονταν με ύφος χιλίων λόρδων απολαμβάνοντας τις υποκλίσεις και τα φιλοφρονήματα, κατέβαζαν ποτά, μεζέδες, ψητά, παγωτά, αλλά και τις υπηρεσίες των καλλιτέχνιδων.
Όταν ερχόταν ο λογαριασμός, ο οποίος δεν έπεφτε κάτω από τις τρεις χιλιάδες, κανείς από την παρέα δεν έκανε την κίνηση να φέρει το χέρι του στο πορτοφόλι του. Ο μαιτρ απευθυνόταν στον Έκτορα που φαινόταν ότι ήταν ο επικεφαλής της παρέας:
― Σάμπως θα φύγουμε; Εδώ είμαστε! απαντούσε ο Εκτωρ.
Και όταν ο μαιτρ περνούσε η ώρα και επέμεινε, τότε όλοι προφασίζονταν ότι είχαν ξεχάσει τα πορτοφόλια τους. Συνέχιζαν δε το γλέντι τους στα κρατητήρια κάποιου αστυνομικού τμήματος.
Αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο και στην ταβέρνα του πασίγνωστου στην λαϊκή Αθήνα Μιστόκλη, στις γραμμές της Ιεράς Οδού. Έφαγαν στη λαδόκολλα μεγάλες ποσότητες κρεατικών και αφού κατανάλωσαν ποσότητες ρετσινάτου, προφασίστηκαν πως είχαν ξεχάσει τα πορτοφόλια τους. Και οι πέντε της παρέας έφυγαν με μαχαιρωμένα τα πισινά τους, κατά τη συνήθεια των φυλακόβιων της εποχής, ενώ τρεις εξ αυτών χρειάστηκε να νοσηλευτούν για μεγάλο χρονικό διάστημα με σοβαρά τραύματα στα κεφάλια τους!
Εκείνο το καλοκαίρι όμως έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα για τα καμώματά του. Επικεφαλής μιας κεφάτης παρέας πήγαινε σε επώνυμα στέκια της εποχής. Όπως ήταν «Φολί ντ’ Ετέ», χορευτικό κέντρο κοντά στο Ζάππειο. Εισέρχονταν με ύφος χιλίων λόρδων απολαμβάνοντας τις υποκλίσεις και τα φιλοφρονήματα, κατέβαζαν ποτά, μεζέδες, ψητά, παγωτά, αλλά και τις υπηρεσίες των καλλιτέχνιδων.
Όταν ερχόταν ο λογαριασμός, ο οποίος δεν έπεφτε κάτω από τις τρεις χιλιάδες, κανείς από την παρέα δεν έκανε την κίνηση να φέρει το χέρι του στο πορτοφόλι του. Ο μαιτρ απευθυνόταν στον Έκτορα που φαινόταν ότι ήταν ο επικεφαλής της παρέας:
― Σάμπως θα φύγουμε; Εδώ είμαστε! απαντούσε ο Εκτωρ.
Και όταν ο μαιτρ περνούσε η ώρα και επέμεινε, τότε όλοι προφασίζονταν ότι είχαν ξεχάσει τα πορτοφόλια τους. Συνέχιζαν δε το γλέντι τους στα κρατητήρια κάποιου αστυνομικού τμήματος.
Αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο και στην ταβέρνα του πασίγνωστου στην λαϊκή Αθήνα Μιστόκλη, στις γραμμές της Ιεράς Οδού. Έφαγαν στη λαδόκολλα μεγάλες ποσότητες κρεατικών και αφού κατανάλωσαν ποσότητες ρετσινάτου, προφασίστηκαν πως είχαν ξεχάσει τα πορτοφόλια τους. Και οι πέντε της παρέας έφυγαν με μαχαιρωμένα τα πισινά τους, κατά τη συνήθεια των φυλακόβιων της εποχής, ενώ τρεις εξ αυτών χρειάστηκε να νοσηλευτούν για μεγάλο χρονικό διάστημα με σοβαρά τραύματα στα κεφάλια τους!