Εξαιρουμένης της κατοχικής περιόδου, όπου δεν μπορώ να πω τίποτε, αφού κάπου μέσα στη διάρκειά της ήρθα στο φως, τα τελευταία, κυρίως, χρόνια του Εμφυλίου, τα θυμάμαι πολύ καλά. Πέραν των διαφόρων οικογενειακών εμπλοκών σ’ αυτόν, οι οποίες τότε πέρναγαν μάλλον ξώφαλτσα από τα παιδικά μου μάτια, εκείνο που με σημάδεψε έντονα ήταν η διάχυτη μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Μιά κατάσταση της οποίας το μέγεθος έγινε αντιληπτό όταν η χώρα άρχισε να σουλουπώνεται κάπως και η σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν έφερνε στην επιφάνεια θαυμασμό και απορία. Θαυμασμό γιά την συντελεσθείσα πρόοδο κι απορία γιά το πρότερο χάλι. (Κάτι που θα νοιώσουν κι οι γενιές του μέλλοντος, αφού είναι γνωστό πως οι καιροί αναπλάθουν αλλήλους).
- Βρε, πώς ζούσαμε αλήθεια, τότε! Πώς μπορέσαμε;
Σ’ αυτό το ρητορικό και φιλοσοφικό ερώτημα την απάντηση την έδωσε η ίδια η ζωή και η πραγματικότητα. Σ’ εμάς τα παιδιά όμως, όλα τα προβλήματα της εποχής, κυρίως αυτό της επιβίωσης, δεν μας άγγιζαν. Κουτσά-στραβά κάτι μασουλάγαμε και η μόνη έννοια μας ήταν το… παιχνίδι.
Αρκετά παιχνίδια δεν απαιτούσαν κανένα απολύτως υλικό, πέρα από τα φυσικά, (χώμα, νερό, ξύλα, φωτιά), και βέβαια τη δική μας όρεξη, διάθεση και ζωντάνια. Όλα ουσιώδη και σε υπερεπάρκεια. Μεταξύ άλλων, κυνηγητό, κρυφτό, κλέφτες κι αστυνόμοι κι εκείνο το κρύο «περνάει, περνάει η μέλισσα», που μου αναποδογύριζε τ’ άντερα αφού το θεωρούσα εντελώς… κοριτσίστικο, και διάφορα τέτοια. Μετά βγήκαν …στη πιάτσα οι βώλοι και οι γκαζές. Οι βώλοι ήσαν χωμάτινα σφαιρίδια, μονόχρωμα και εντελώς κακότεχνα κατασκευασμένα, αφού ήσαν χειροποίητοι και φτιαγμένοι ένας-ένας. Μεγάλα τους μειονεκτήματα ότι έσπαγαν εύκολα στο παιχνίδι, ξέβαφαν και έλιωναν στο νερό. Οι γκαζές ήσαν γυάλινες, ολοστρόγγυλες πολύχρωμες, παρδαλές και σε διάφορα μεγέθη. Θαύμα ιδέσθαι! Πού και πού, έσκαγαν μύτη και κάτι μεγάλες άσπρες πέτρινες μπίλιες που τις λέγαμε «γαλατάδες».
Στην αρχή, μέχρι η αυξανόμενη οικονομική …ευμάρεια να βγάλει εντελώς από την παιδική… αγορά τους βώλους, αυτοί είχαν και διαπραγματευτική αξία στο παιδικό ..χρηματιστήριο παιχνιδιών. Μία γκαζά ίσον με 10,15,20 βώλους, αναλόγως την προσφορά και τη ζήτηση! Τα παιχνίδια με βώλους και γκαζές είχαν πάντοτε διεκδικητικό χαρακτήρα. Αυτοί που κέρδιζαν έπαιρναν τους βώλους των χαμένων.
Τα παιχνίδια που είχαν αναπτυχθεί ήσαν πολλά. Κυνηγητό, όπου ο ένας προσπαθούσε να χτυπήσει τη γκαζά του άλλου, οπότε την έπαιρνε, ρίξιμο της μπίλιας προς ένα τοίχο, οπότε όποιου έφτανε πλησιέστερα κέρδιζε και μάζευε τις υπόλοιπες. Εκεί συνηθέστατα γινόταν χαμός με αμφισβητήσεις, κλεψίματα, μετρήματα και μπόλικη κακοπιστία με φωνές, καυγάδες, σφαλιάρες και στο τέλος… κλάματα!
Το πιό διαδεδομένο παιχνίδι με τα γκαζάκια ήταν το τρίγωνο. Χαράζαμε στο χώμα, με μια μεγάλη πρόκα ένα τρίγωνο και μέσα κάθε παίκτης έβαζε από 1,2,3, ανάλογα, γκαζές. Μετά, αρχίζοντας από κάποια απόσταση και με κάπως κληρωμένη σειρά, προσπαθούσαμε με μιά μπίλια, χαρακτηριστική του κάθε παίκτη, να σημαδέψουμε και χτυπήσουμε τις εντός του τριγώνου. Όποια ή όποιες έβγαιναν απ’ αυτό τις κέρδιζε ο αντίστοιχος παίχτης. Οι … εκτοξεύσεις της γκαζάς εγένοντο με ειδική τεχνική στη σκόπευση κι εκτέλεση. Τα χέρι κλειστό σε χαλαρή γροθιά ακουμπισμένο στο έδαφος, η γκαζά μέσα, σημάδι και τίναγμα της μπίλιας προς το στόχο με το νύχι του μεγάλου δακτύλου! Το παιχνίδι αυτό, που χαρακτήρισε ολόκληρη εποχή είχε αναδείξει φίρμες και φίρμες που τις έτρεμαν οι συνοικίες. Κάτι αντίστοιχο με τους πιστολέρος των σπαγέτι-γουέστερν και των διαφόρων «Νικ Ντάντολος» των καζίνων! Κάποιοι μάλιστα έπρεπε να φτάσουν μέχρι Θησείο μεριά γιά να μπορέσουν να παίξουν, αφού στις εγγύς γειτονιές δεν τους έπαιζαν! Μέχρι να τους πάρουν χαμπάρι τι τζιμάνια είναι και τους βγάλουν, κι εκεί, «απαγορευτικό».
Την γκαζά με την οποία σημαδεύαμε, θες από πρόληψη, γούρι και τέτοια, θες από συνήθεια την φυλάγαμε ως κόρην οφθαλμού και παίζαμε πάντα κι αποκλειστικά μ’ αυτήν! Όπως οι καουμπόηδες είχαν το πιστόλι τους, οι καλουπατζήδες το σκεπάρνι τους κι οι χτίστες το μυστρί τους, είχαμε κι εμείς την γκαζά μας, ως σήμα κατατεθέν!
Άλλο χαρακτηριστικό και άνευ κόστους παιχνίδι ήταν το ξυλίκι. Ένα, κατά βάση κοντό αλλά χοντρούτσικο παραλληλεπίπεδο κομμάτι ξύλο του οποίου τα άκρα τα πελεκούσαμε, γύρω-γύρω, ομοιόμορφα, έτσι ώστε όταν βρισκόταν στη γη, αυτά να μην την αγγίζουν. Αυτό ήταν το «ξυλίκι». Έτσι, λοιπόν, όταν χτύπαγες δυνατά και κάθετα το ξυλίκι, με κάποια φαρδιά σανίδα, αυτό χοροπήδαγε μέχρι εκεί πάνω. Όπως ακριβώς αντιδρούσε κάποιος που τον πάταγε, αιφνιδίως και κατά λάθος, μιά κυρία με μυτερό τακούνι, μέσα στο τραμ σε ώρα συνωστισμού. Ή σαν εκείνον που διάβαζε εμβριθώς και προσηλωμένος την εφημερίδα του στο παγκάκι της πλατείας και συ πήγαινες, σιγά-σιγά κι αθόρυβα, πίσω του και του έκανες «μπουουου»!
(Σημ. Το τελευταίο ήταν από τις πλέον αγαπημένες μου ασχολίες, αφού το λεπτεπίλεπτο και καλογυμνασμένο κορμί μου και οι επιδόσεις του στους δρόμους ταχύτητος το επέτρεπαν. Εξ άλλου αποτελούσε έναν θαυμάσιο και πρωτότυπο τρόπο…προπόνησης, ιδίως όταν οι συνθήκες, π.χ. Κυριακές, αργίες, κ.λπ., κρατούσαν την Παιδική Χαρά κλειστή και αποσυντόνιζαν την συνήθη καθημερινή αθλητική μας διαδικασία).
Καθώς λοιπόν, επανερχόμενος στο παιχνίδι, το ξυλίκι χοροπηδούσε στον αέρα, ώσπερ να το τσίμπησε «τζόρτζινας», του έριχνες μιά γερή με τη σανίδα κι αυτό πετιόταν όσο μακριά επέτρεπαν τα «ποντίκια» του μπράτσου σου και το επιτυχημένο σημάδεμα! Ένα θαυμάσιο κι ελληνοπρεπές παιχνίδι, η ελληνική απάντηση στο κρυόμπλαστρο αμερικανικό μπέιζ μπωλ, που ποτέ μου δεν αξιώθηκα να μάθω τους κανόνες και το νόημά του!
Με το πέρασμα του χρόνου μπήκαν στη ζωή μας οι σβούρες, με το πέταλο στην άκρη ή το καρφί, γιά τους πιό προχωρημένους και πιό «τσίφτες» του … σπορ, αφού οι δεύτερες απαιτούσαν μεγαλύτερη μαεστρία και δύναμη στο τίναγμα του χεριού. Είχαν όμως πολύ εντυπωσιακότερο στριφογύρισμα, αφού έκαναν πολύ ωραία τσαλίμια καρφωμένες στο έδαφος, (απαραιτήτως σκληρό δάπεδο, όχι χώμα), σαν Ινδές χορεύτριες του Μπόλυγουντ!
Συγχρόνως έκαναν την εμφάνισή τους και τα πατίνια! Ω΄, Θεέ μου, τι θαύμα ήταν αυτό! Οποία ωραιότης στην εμφάνιση, τι πλούτος στην διακόσμηση και τι φαντασία στην ποικιλία! Ο βασιλιάς των παιχνιδιών, ο απόλυτος άρχοντας, ο κυρίαρχος της ευθύγραμμης οδού Κίμωνος! Το πατίνι! (Άλλωστε, αφού η ζωή μας όλη, τότε, ήταν ένα μεγάλο και συνεχές πατίνι, τι το πιό φυσικό!).
Δυστυχώς η έμφυτη δειλία της μάνας δεν μου επέτρεψε ν’ ασχοληθώ επισταμένως μ’ αυτό το εξαίσιο και πολύ ενδιαφέρον, προμηχανοκίνητο άθλημα, στο οποίο δεν είχα καμία αμφιβολία πώς θα διέπρεπα. Κάτι ψιλοκατάγματα, κάτι γύψοι και κάτι επίδεσμοι μερικών αληταρέων φίλων μου την έκαναν να ασκεί ένα συνεχές και μονότονο βέτο σε κάθε δική μου απόπειρα κατασκευής ή απόκτησης πατινιού.
-Μα, καλέ μαμά…
-Σκασμός και καλάμια! Δεν θέλω μα και ξεμά!
-Μα θα προσέχω πολύ…
-Ναι, το ίδιο έλεγε στη κυρ Ασπασία, απέναντι, ο Χριστάκης της και τον βλέπεις τώρα με τις πατερίτσες; Πατίνι, τέρμα! Ξέχνα το. Άλλωστε αν κτυπήσεις, πώς θα παίζεις μπάλα; Μπορεί και να μην ξαναπαίξεις ποτέ σου, έτσι και χτυπήσεις σοβαρά.
Το τελευταίο, αμάχητο επιχείρημα με έπεισε εντελώς και με κατέταξε, οριστικά, σ’ αυτούς που, όρθιοι στα πεζοδρόμια, έβλεπαν …. «τα πατίνια να περνούν»! Κατέβαιναν, σίφουνες πραγματικοί, από τον Αϊ Γιώργη προς το Τέρμα του Μαυρομάτη, στην πίστα της Κίμωνος με τα ρουλεμάν-ρόδες να κάνουν δαιμονισμένο θόρυβο, ίδιο με τις σημερινές Λότους και Μακ Λάρεν, στους καθημερινούς τους αγώνες και να προκαλούν ρίγη συγκινήσεως και κραυγές ενθουσιασμού, καθώς περνούσαν αστραπιαία από μπροστά μας!
Ανάμεσα στους έκθαμβους θεατές, (εμάς τους χέστες, δηλαδή), περιλαμβανόταν κι ένας σημερινός μεγαλοεπιχειρηματίας, ζάπλουτος, τον οποίο θυμάμαι με κοντά παντελονάκια κι ένα δίχτυ στο χέρι -γιά τα ψώνια της μάνας του- να παρακολουθεί κι αυτός, σοβαρός-σοβαρός, τις πατινοδρομίες, από το πεζοδρόμιο στη στάση του Κρίθαρη! Όνομα δεν αναφέρω γιά προφανείς λόγους, όμως η επιχειρηματική του δραστηριότητα καλύπτει ευρύτατο φάσμα. Από τράπεζες, ασφάλειες, μέχρι αθλητισμό!
Αρκετά αργότερα, μιά ψευδαίσθηση της συγκίνησης του πατινιού μου έδωσε ένα ξενέρωτο κατασκεύασμα του εμπορίου, μεταλλικό και με λαστιχένιες ρόδες. Αηδίες και ξεράσματα. Γοητεία, αίσθημα και σασπένς, μηδέν! Σύντομα το βαρέθηκα και το πέταξα.
Μπαίνοντας γιά τα καλά στην δεκαετία του ’50, άρχισα να βλέπω να κυκλοφορούν και πραγματικά παιχνίδια. Ωραία μεταλλικά παιχνίδια που δεν είχαν καμία ποιοτική σχέση με τη σημερινή πλαστικαδούρα της ευτελείας της χυδαιότητας και της κακογουστιάς. Ο Τσοκάς, στην οδό Αιόλου, υπήρξε ο πρύτανης του αθηναϊκού παιχνιδιού, λόγω μεγέθους καταστήματος, πλήθους, είδους και ποιότητος του εμπορεύματος, αλλά και κάμποσα μικρομάγαζα, που φύτρωσαν διάσπαρτα εδώ κι εκεί, κέντριζαν το ενδιαφέρον και τη φαντασία των μικρών, προκαλώντας τη δυσφορία και το σιχτίρισμα των μεγάλων, αφού το ενοχλητικό κλαψούρισμα κι η γκρίνια των νεαρών βλαστών απειλούσε με καταστρεπτικές συνέπειες τις γλίσχρες αποδοχές, τον αναιμικό οικογενειακό προϋπολογισμό και τις μισοάδειες τσέπες τους.
- Μην τα βλέπετε αυτά, είναι…. κακά πράματα! Η συνήθης προτροπή και η μάταιη προσπάθεια αποτροπής των παιδικών βλεμμάτων και της ανικανοποίητης λαχτάρας.
Ο δικός μου ονειρικός παράδεισος βρισκόταν σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο, στην αρχή της Ιπποκράτους, ανεβαίνοντας δεξιά, και γωνία με την Ακαδημίας. Εκεί, στο μέγαρο Βερναρδάκη, όπου τα υπόγειά του είχαν μετατραπεί σε ημιυπόγεια καταστήματα με ανεξάρτητη είσοδο το καθένα, στη γωνία ήταν το παπουτσίδικο του Ροζάνη, ενός κλασσικού και αυθεντικού βαρύμαγκα της εποχής, που έπαιρνε στο κυνήγι με μιά χοντρή μαγκούρα όποιον εφοριακό τολμούσε να κατέβει τα σκαλιά του μαγαζιού του.
- Τι θες εδώ μωρή… μπαλαρίνα; Όξω π…τη απ’ το μαγαζί μου! Και τον έτρεχε με συνοδευτικά γαμωσταυρίδια μέχρι κάτω, την πλατεία Κάνιγγος, σκορπώντας ιλαρότητα κι επιδοκιμασίες σε όλο το κέντρο της Αθήνας.
Δίπλα, επί της Ακαδημίας, ήταν το βιβλιοπωλείο του πατέρα και μετά το βενζινάδικο του Τάσου Αναστασόπουλου, ενός παμπόνηρου γυναικά, (μεταξύ μας, όλοι εκεί στην παρέα της Ιπποκράτους ήταν γυναικάδες), από τον οποίο θυμάμαι πάμπολλες ευτράπελες ιστορίες. Η πιό χαρακτηριστική όμως αφορούσε τον αδελφό του τον Μιχάλη. Έναν ταξιτζή, αδικοχαμένο σε μιά ηρωική πράξη, (έσωσε από πνιγμό κάποιον -άντρα, γυναίκα ή παιδί, δεν θυμάμαι ακριβώς- αλλά πνίγηκε ο ίδιος), γιά την οποία τιμήθηκε μετά θάνατον από την Ακαδημία Αθηνών.
Από αυτόν τον Μιχάλη, κλασσικό ταξιτζή της εποχής, μουστακάκι, μαγκιά, πλάκα κι έξω καρδιά, θυμάμαι μιά ιστορία που διηγιόταν κάποτε σε όλη την ομήγυρη της Ιπποκράτους, καθώς του έβαζε βενζίνη ο αδελφός του.
-Πήρα, που λέτε τις προάλλες κούρσα, μπροστά από το «Ακροπόλ», τη Σπεράντζα Βρανά. Κάπου στο δρόμο με έκλεισε ένας φλώρος και ψιλοαρπαχτήκαμε. Κάτι μου είπε και μου την έδωσε. Ίσα ρε, του λέω, μη σου ντρεσάρω κυδώνι στη μάπα και κατεβάσεις δυό βάζα γλυκό!
-Αχ΄, τρέλα! πετάχτηκε από το πίσω κάθισμα η Σπεράντζα. Σωφέρ σταμάτα γρήγορα! Μολύβι και χαρτί. Αυτό θα το γράψω γιά το θέατρο!
Αν αυτή η ατάκα «παίχτηκε» ποτέ σε κάποια επιθεώρηση δεν το γνωρίζω. Τότε, μόνο απ’ έξω περνούσα από τα θέατρα.
Επί της Ιπποκράτους, τώρα, υπήρχε η κεντρική είσοδος του επιβλητικού νεοκλασσικού των Βερναρδάκηδων, που στέγαζε εκτός από μιά πολύ ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη, πανάκριβες αντίκες, βαριές κουρτίνες και αρκετούς σπάνιους πίνακες, μεταξύ των οποίων και μερικοί εκπληκτικοί Βολονάκηδες. Μαζί με όλα αυτά στέγαζε και πολλή σκοτεινιά, πολύ κλεισούρα, πολύ μούχλα κι ένα τσούρμο γερούνδια με επικεφαλής τον κάποτε σπουδαίο λόγιο Βερναρδάκη, αλλά όπως τον θυμάμαι εγώ, έναν εντελώς «γκαγκά» γεράκο, σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης. Περιστοιχιζόταν από μερικές αδελφές, επίσης υπερήλικες και όλες γεροντοκόρες.
Το πρώτο και μεγαλύτερο από τα λάθη της ζωής μου ήταν η άρνησή, σε σχετική κι επίμονη πρόταση της μικρότερης, της Μέλπως, να με… υιοθετήσει! Έχοντας χάσει πρόσφατα τους γονείς μου και κρατώντας το μαγαζί σχεδόν μόνος, σπουδάζοντας παράλληλα στο Βαρβάκειο, της προκαλούσα τον οίκτο και τη συμπόνια και κάθε φορά που της ανέβαζα το νοίκι μου το ζήταγε φορτικά.
- Έλα βρε παιδάκι μου να σε υιοθετήσω!
Αυτό τον οίκτο και την βλακώδη περηφάνεια της ανώριμης ηλικίας την πλήρωσα πολύ ακριβά. Στο τέλος βαρέθηκε και υιοθέτησε έναν παμπόνηρο υδραυλικό στον οποίο νοίκιαζε το κάτω μέρος της σκάλας γιά να στεγάζει τους κάβουρες, τα καυτήρια και τους κουρμπαδώρους του και ο οποίος, από τη μιά μέρα στην άλλη, όταν πέθανε η Μέλπω κι όλες οι άλλες, βρέθηκε από λιγούρης, άρχοντας! Βεβαίως, γιά την απόφαση εκείνη, το ανόητο εκείνο προσωπικό μου «…il gran rifiuto», πολλά βράδια έκλαψα μετανοιωμένος. Πλην όμως, «ουκ έστι μετάνοια εν Άδη».
Δίπλα στην είσοδο του σπιτιού, προς τα επάνω, υπήρχε ένα πολύ μικρό μαγαζάκι που γιά μένα φάνταζε σαν την μαγική κρυψώνα του Αλή Μπαμπά! Ένας σωρός παιχνίδια, μικρά μεγάλα, πολύχρωμα, κουρντιστά, τόπια κι ό,τι ποθούσε η ψυχή ενός μικρού και στερημένου παιδιού ήταν αραδιασμένα, δίπλα-δίπλα, στον μικρό χώρο.
Κάθε φορά που βρισκόμουν στο βιβλιοπωλείο, όλο κι εύρισκα πρόφαση να στρίψω στη γωνία, να κατέβω τη μικρή σκάλα και να βουτήξω στο... όνειρο. Ένα όνειρο που δεν πρόλαβε ποτέ να πραγματοποιηθεί, μένοντας πάντα άπιαστο. Όπως άλλωστε κι όλα μας τα όνειρα... πλήν σπανίων περιπτώσεων των λίγων τυχερών. Και όλοι ήξεραν που να μ' αναζητήσουν και που θα με βρουν.
Αρκετά γιά σήμερα. Όμως μου άνοιξε η όρεξη και η…μνήμη και μάλλον θα συνεχίσω στο ίδιο βιολί.