Αποκαλύφθηκε λοιπόν ότι μια πρώιμη βιομηχανική εγκατάσταση, με αντικείμενο την κλωστοϋφαντουργία, σε παράλληλη πορεία με αυτήν του Πειραιά, συντελέστηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. στα βόρεια της Αθήνας, στην περιοχή της Αλυσίδας των Πατησίων. Καθοριστικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της υπήρξαν τα υδάτινα ρεύματα του Ποδονίφτη και των παραποτάμων του, η επικοινωνία με το κέντρο και η εγγύτητα της περιοχής με τα κέντρα παραγωγής πρώτων υλών, μαλλί, βαμβάκι και μετάξι.
Κατά την καταγραφή, που επιχειρήθηκε, στα 1994-1995, στην περιοχή των Πατησίων, διασώζονταν έξι βιομηχανικά συγκροτήματα. Με αρχαιότερες την εριουργική επιχείρηση των Σ. Βεζανή–Σελά, του 1882, (αργότερα αδελφοί Δρακόπουλοι), το Υφαντουργείο των Υιών Ακριβού, του 1903, και το «Εριουργείο των Πατησίων» των αδελφών Κυρκίνη, του 1908, οι υπόλοιπες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή μετά τον ερχομό των προσφύγων, ανάμεσα στα 1925-1935.
Στην περιοχή, γνωστή τότε ως Ποδαράδες, υπήρξε ο χώρος όπου εγκαταστάθηκαν 500 οικογένειες ταπητουργών προσφύγων από τη Σπάρτη της Πισιδίας με σκοπό την οργάνωση της ταπητουργίας και το μπόλιασμά της στην Ελληνική πραγματικότητα. Την καθαρά προσφυγική τεχνογνωσία του Ανατολίτικου χαλιού η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων θεώρησε ως «πανάκεια» για τη λύση του προβλήματος της απασχόλησης των προσφύγων. Για τον σκοπό αυτό με οικονομική ενίσχυσή της ιδρύθηκαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς εργοστάσια ταπητουργίας. Για την υλοποίηση του προγράμματος εφαρμογής και διάδοσης της ταπητουργίας, η Ν. Ιωνία ορίστηκε ως κέντρο με αποτέλεσμα σ’ αυτήν να υπάρξει η μεγαλύτερη συσσωρεύσει βιομηχανικών καταστημάτων. Το έρημο τοπίο των Ποδαράδων που ιδιοκτησιακά ανήκε στο Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου και είχε ως μόνας κατοικίας τις οκτώ οικογένειες των βοσκών και καλλιεργητών του κτήματος μεταμορφώθηκε με την εγκατάσταση των προσφύγων.
Στα 1230 στρέμματα του κτήματος που αγοράστηκαν από την Ε.Α.Π. και εκχερσώθηκαν με ρυθμούς πυρετικούς, χτίστηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 3864 σπίτια που παραχωρούνται τοκοχρεολυτικά. Ο οικισμός οριοθετήθηκε από τα συνεργεία της ΕΑΠ και διαιρέθηκε σε δύο ζώνες. Στον οικιστικό χώρο και στο χώρο των «εργοστασίων και Λατομείων» στην περιοχή της Ελευθερούπολης.
Στην περιοχή, γνωστή τότε ως Ποδαράδες, υπήρξε ο χώρος όπου εγκαταστάθηκαν 500 οικογένειες ταπητουργών προσφύγων από τη Σπάρτη της Πισιδίας με σκοπό την οργάνωση της ταπητουργίας και το μπόλιασμά της στην Ελληνική πραγματικότητα. Την καθαρά προσφυγική τεχνογνωσία του Ανατολίτικου χαλιού η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων θεώρησε ως «πανάκεια» για τη λύση του προβλήματος της απασχόλησης των προσφύγων. Για τον σκοπό αυτό με οικονομική ενίσχυσή της ιδρύθηκαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς εργοστάσια ταπητουργίας. Για την υλοποίηση του προγράμματος εφαρμογής και διάδοσης της ταπητουργίας, η Ν. Ιωνία ορίστηκε ως κέντρο με αποτέλεσμα σ’ αυτήν να υπάρξει η μεγαλύτερη συσσωρεύσει βιομηχανικών καταστημάτων. Το έρημο τοπίο των Ποδαράδων που ιδιοκτησιακά ανήκε στο Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου και είχε ως μόνας κατοικίας τις οκτώ οικογένειες των βοσκών και καλλιεργητών του κτήματος μεταμορφώθηκε με την εγκατάσταση των προσφύγων.
Στα 1230 στρέμματα του κτήματος που αγοράστηκαν από την Ε.Α.Π. και εκχερσώθηκαν με ρυθμούς πυρετικούς, χτίστηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 3864 σπίτια που παραχωρούνται τοκοχρεολυτικά. Ο οικισμός οριοθετήθηκε από τα συνεργεία της ΕΑΠ και διαιρέθηκε σε δύο ζώνες. Στον οικιστικό χώρο και στο χώρο των «εργοστασίων και Λατομείων» στην περιοχή της Ελευθερούπολης.
Μέσα σ’ έναν ασύλληπτο οικοδομικό οργασμό, όπου σπίτια, εργοστάσια, γέφυρες, δρόμοι κλπ δημιουργούνταν από το μηδέν, η πόλη της Ν. Ιωνίας έβαλε τις ρίζες της.
Παράλληλα, στην περιοχή του σημερινού Περισσού, ο δαιμόνιος εργοστασιάρχης Νικόλαος Κυρκίνης που ήδη από το 1920 είχε ιδρύσει εργοστάσιο Μεταξουργίας στην περιοχή εκμεταλλευόμενος την συγκυρία που πρόσφερε φθηνό εργατικό δυναμικό και με τους ίδιους ταχείς ρυθμούς εφαρμόζει το μεγάλο οικοδομικό του πρόγραμμα της ίδρυσης μιας βιομηχανικής πόλης. Ιδρύει εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, βαμβακουργίας, ταπητουργίας, ενώ επεκτείνει το αρχικό εργοστάσιο της Μεταξουργίας.
Στην βιομηχανική ζώνη της Ελευθερούπολης από την άλλη μεριά, γηγενείς επιχειρηματίες συνεταιριζόμενοι με πρόσφυγες επενδύουν στην ευοίωνη προοπτική της ταπητουργίας.
Τα βιομηχανικά οικόπεδα προσφέρονται με ευνοϊκούς όρους από την ΕΑΠ με σκοπό την προώθηση της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδος και της απασχόλησης των αστών προσφύγων.
Ο οικισμός παίρνει σιγά σιγά μορφή και αναπτύσσει λειτουργίες πόλης, κοσμικά κέντρα, κινηματογράφους, καταστήματα εμπορικά, τράπεζες, εφημερίδες, καλλιτεχνικούς και αθλητικούς ομίλους, ηλεκτροφωτισμό κλπ. Χωρίς να λείπουν βέβαια τα μεγάλα προβλήματα ύδρευσης, αποχέτευσης, σχολείων, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κλπ.
Το 1926, η Ν. Ιωνία είναι μια πολυάνθρωπη πόλη με 16.382 κατοίκους και με καθαρά προσφυγική συνείδηση.
Το 1934 ανακηρύσσεται ανεξάρτητος Δήμος και αποκτάει δική της οντότητα. Μετά τον Εμφύλιο, η Ν. Ιωνία γίνεται ο αποδέκτης μεγάλης μάζας εσωτερικών μεταναστών. Η προσφυγική της συνοχή διαταράσσεται και η προσφυγούπολη μετατρέπεται σε μια θάλασσα εργατούπολη. «Οι ρυθμοί της προπολεμικής εποχής άλλαξαν, έγιναν σύνθετοι, το χθεσινό αδενικό παιδί, η προσφυγική γειτονιά, παραχώρησε τη θέση της σε έναν ρωμαλέο έφηβο, τη βιομηχανική πόλη», σημειώνει πηγή της εποχής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά, κυρίως γιατί αποτέλεσε τη μήτρα για τη γέννηση της βιομηχανίας στη Ν. Ιωνία και στην ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει η επιχείρηση των αδελφών Κυρκίνη, η οποία είχε ταχύτατη ανάπτυξη και το 1919 έγινε ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Α.Ε. Ελληνική Εριουργία». Ο δαιμόνιος και διορατικός Νικόλαος Κυρκίνης είναι εκείνος που έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας στη Ν. Ιωνία, πριν την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή. Στους έρημους την εποχή εκείνη Ποδαράδες κατά μήκος του ρέματος του Περσού ποταμού και της αμαξιτής οδού προς Ηράκλειο εγκατέστησε, το 1919, το πλυντήριο-βαφείο της Ελληνικής Εριουργίας και αμέσως μετά ίδρυσε εργοστάσιο Μεταξουργίας. Ανάμεσα στα 1919 και 1926 ο Κυρκίνης δημιούργησε στη Ν. Ιωνία μια κολοσσιαία βιομηχανική εγκατάσταση με εργοστάσια Μεταξουργίας, Ηλεκτροβιομηχανικής, Κοπής και Ραφής, Βαμβακουργίας, Ταπητουργίας και συγκρότημα Εργατικών Κατοικιών. Το όραμά του για τη δημιουργία του «Μικρού Μάντσεστερ της Ελλάδος» πραγματοποιήθηκε με την συγχώνευση, το 1926, της «Ελληνικής Μεταξουργίας Α.Ε.» και της «Ηλεκτροβιομηχανικής Α.Ε.» με την αδελφή επιχείρηση της «Α.Ε. Ελληνικής Εριουργίας» στα Πατήσια και τη συγκρότηση της κολοσσιαίας εταιρείας «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.».
Στη ραγδαία ανάπτυξη των επιχειρήσεων του Ν. Κυρκίνη συνέβαλαν καθοριστικά οι μικρασιάτες πρόσφυγες με την προσφορά τους σε εργατικό δυναμικό και σε τεχνογνωσία, στους τομείς της ταπητουργίας, της βαμβακουργίας και της μεταξουργίας.
Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο πλαίσιο της επαγγελματικής αποκατάστασης των αστών προσφύγων, θεώρησε την ενασχόληση τους με την ταπητουργία πανάκεια Για το σκοπό αυτό χρηματοδοτούσε σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό την ανέγερση μεγάλων οικοδομημάτων για την εγκατάσταση των αργαλειών. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Ποδαράδων προέρχονταν κυρίως από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας, γνωστό ταπητουργικό κέντρο. Έτσι, ιδιαίτερα, στον υπό ίδρυση προσφυγικό συνοικισμό της Ν. Ιωνίας και σε άμεση συνάρτηση με τον Περσό ποταμό, καθόρισε ειδική ζώνη « Εργοστασίων και Λατομείων », που ρυμοτομήθηκε και κατατμήθηκε σε βιομηχανικά οικόπεδα, τα οποία παραχωρούνταν σε πρόσφυγες επιχειρηματίες με ειδικούς όρους. Η Νέα Ιωνία χρίστηκε ως «Κέντρο Ταπητουργίας», που ήδη το 1927, θεωρήθηκε εθνική βιομηχανία λόγω της ανάπτυξης που παρουσίασε και της απορρόφησης εγχώριων πρώτων υλών.
Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο πλαίσιο της επαγγελματικής αποκατάστασης των αστών προσφύγων, θεώρησε την ενασχόληση τους με την ταπητουργία πανάκεια Για το σκοπό αυτό χρηματοδοτούσε σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό την ανέγερση μεγάλων οικοδομημάτων για την εγκατάσταση των αργαλειών. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Ποδαράδων προέρχονταν κυρίως από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας, γνωστό ταπητουργικό κέντρο. Έτσι, ιδιαίτερα, στον υπό ίδρυση προσφυγικό συνοικισμό της Ν. Ιωνίας και σε άμεση συνάρτηση με τον Περσό ποταμό, καθόρισε ειδική ζώνη « Εργοστασίων και Λατομείων », που ρυμοτομήθηκε και κατατμήθηκε σε βιομηχανικά οικόπεδα, τα οποία παραχωρούνταν σε πρόσφυγες επιχειρηματίες με ειδικούς όρους. Η Νέα Ιωνία χρίστηκε ως «Κέντρο Ταπητουργίας», που ήδη το 1927, θεωρήθηκε εθνική βιομηχανία λόγω της ανάπτυξης που παρουσίασε και της απορρόφησης εγχώριων πρώτων υλών.
Η συγκέντρωση εργοστασίων στη Νέα Ιωνία και φθηνού εργατικού δυναμικού, αφενός στη ζώνη της Ελευθερούπολης και αφετέρου του Περισσού, καθόρισε και τις προοπτικές του συνοικισμού, ο οποίος, σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναπτύχθηκε αλματωδώς ξεπερνώντας κάθε άλλο προσφυγικό συνοικισμό σε πληθυσμό, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
Η βιομηχανική δραστηριότητα από τη Νέα Ιωνία πολύ γρήγορα εξακτινώθηκε στους γύρω προσφυγικούς συνοικισμούς, της Ν. Φιλαδέλφειας, της Ν. Χαλκηδόνας και του Ν. Ηρακλείου, με αποτέλεσμα την ανάδειξη της ευρύτερης περιοχής, βόρεια της Αθήνας, σε κέντρο Κλωστοϋφαντουργίας του ελλαδικού χώρου.
Στη γειτονική της Νέα Φιλαδέλφεια ιδρύονται χρονολογικά τα εργοστάσια: Χρυσαλλίς, Έσπερος, Μπριτάννια, Βαμβακουργία Φιλαδέλφειας, Άτλας, και άλλα μικρότερης δύναμης κλωστικές ή υφαντουργικές μονάδες.
Η κολοσσιαία επιχείρηση «Α.Ε. Μεταξουργείον ή «Χρυσαλλίς» του Στυλιανού Παπαδόπουλου» συστήθηκε το 1925 με κεφάλαιο 40.000.000 δρχ., σε γήπεδο 121.926μ2 στη θέση Ποδονίφτης, δίπλα ακριβώς στο ποτάμι και λειτούργησε από το 1926-1958. Το εργοστάσιο, που καταλάμβανε έκταση 18.400μ2 και τρεις πολυκατοικίες για τους εργάτες, με 120 αρχικά υφαντικούς ιστούς, αναπηνιστήριο, στριπτήριο, βαφείο και φινιριστήριο, κτίστηκε για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της ιστορικής Εταιρείας που λειτουργούσε στο Παλαιό Φάληρο. Συγχρόνως με το εργοστάσιο στον Ποδονίφτη ιδρύθηκε το αναπηνιστήριο στη Γουμένισσα (Μακεδονία), το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα με τον εξοπλισμό του. Το εργοστάσιο τοποθετήθηκε στη Ν. Χαλκηδόνα εξαιτίας της εγγύτητας της περιοχής με τις σηροτροφικές περιφέρειες με αποτέλεσμα τα μεταφορικά των κουκουλιών να είναι φθηνότερα αλλά και τα εργατικά ημερομίσθια λόγω της άφθονης προσφοράς των προσφυγικών χεριών ήταν φθηνότερα, σε σχέση με την περιφέρεια των Αθηνών. Το εργοστάσιο παρήγε 1.000.000 μέτρα υφασμάτων διαφόρων τύπων και χρησιμοποιούσε 700 εργάτες, κυρίως γυναίκες. Οι τεράστιες νέες εγκαταστάσεις της Εταιρείας είχαν γίνει με την προοπτική της μεγάλης ανάπτυξής της, λόγω όμως του πληθωρισμού στον κλάδο της μεταξουργίας δεν χρησιμοποιήθηκαν εντατικά με αποτέλεσμα την πτώχευσή και το κλείσιμό της το 1958. Η ιστορική «Χρυσαλλίς» υπήρξε οικογενειακή επιχείρηση του Στ. Παπαδόπουλου και ανταγωνιστική των μεταξουργείων της Ελληνικής Εριουργίας και της Εταιρείας Δ. Ναθαναήλ.
Η Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία «Έσπερος» ιδρύθηκε το 1929 με κεφάλαιο 7.500.000 δρχ. σε γήπεδο 10.080 μ2 και έκταση κτισμάτων 1988 μ2. Κατασκεύαζε μόνο υφάσματα ανδρικών ειδών, με πρώτες ύλες εισαγόμενες από το Μάντσεστερ της Αγγλίας, χακί και κουβέρτες. Το ιδιόκτητο εργοστάσιο στη Ν. Φιλαδέλφεια, με εγγλέζικα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας, διευθυνόταν από άγγλο τεχνικό, τον Ε. Ιωαννίδη και τον Κ. Δημητριάδη, που είχαν σπουδάσει κλωστοϋφαντουργία στην Αγγλία και απασχολούσε δε 100-150 εργάτες. Μετά το κλείσιμο του εργοστασίου στις εγκαταστάσεις του λειτούργησε η Εταιρεία Ελαστικών «Ε.Β.Ε.Λ.». Σε γειτονικό οικόπεδο του Έσπερου ιδρύθηκε η «Εριοβιομηχανία Ελλάδος Θ. Ι. Καββαδίας Α.Ε.».
Στη γειτονική της Νέα Φιλαδέλφεια ιδρύονται χρονολογικά τα εργοστάσια: Χρυσαλλίς, Έσπερος, Μπριτάννια, Βαμβακουργία Φιλαδέλφειας, Άτλας, και άλλα μικρότερης δύναμης κλωστικές ή υφαντουργικές μονάδες.
Η κολοσσιαία επιχείρηση «Α.Ε. Μεταξουργείον ή «Χρυσαλλίς» του Στυλιανού Παπαδόπουλου» συστήθηκε το 1925 με κεφάλαιο 40.000.000 δρχ., σε γήπεδο 121.926μ2 στη θέση Ποδονίφτης, δίπλα ακριβώς στο ποτάμι και λειτούργησε από το 1926-1958. Το εργοστάσιο, που καταλάμβανε έκταση 18.400μ2 και τρεις πολυκατοικίες για τους εργάτες, με 120 αρχικά υφαντικούς ιστούς, αναπηνιστήριο, στριπτήριο, βαφείο και φινιριστήριο, κτίστηκε για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της ιστορικής Εταιρείας που λειτουργούσε στο Παλαιό Φάληρο. Συγχρόνως με το εργοστάσιο στον Ποδονίφτη ιδρύθηκε το αναπηνιστήριο στη Γουμένισσα (Μακεδονία), το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα με τον εξοπλισμό του. Το εργοστάσιο τοποθετήθηκε στη Ν. Χαλκηδόνα εξαιτίας της εγγύτητας της περιοχής με τις σηροτροφικές περιφέρειες με αποτέλεσμα τα μεταφορικά των κουκουλιών να είναι φθηνότερα αλλά και τα εργατικά ημερομίσθια λόγω της άφθονης προσφοράς των προσφυγικών χεριών ήταν φθηνότερα, σε σχέση με την περιφέρεια των Αθηνών. Το εργοστάσιο παρήγε 1.000.000 μέτρα υφασμάτων διαφόρων τύπων και χρησιμοποιούσε 700 εργάτες, κυρίως γυναίκες. Οι τεράστιες νέες εγκαταστάσεις της Εταιρείας είχαν γίνει με την προοπτική της μεγάλης ανάπτυξής της, λόγω όμως του πληθωρισμού στον κλάδο της μεταξουργίας δεν χρησιμοποιήθηκαν εντατικά με αποτέλεσμα την πτώχευσή και το κλείσιμό της το 1958. Η ιστορική «Χρυσαλλίς» υπήρξε οικογενειακή επιχείρηση του Στ. Παπαδόπουλου και ανταγωνιστική των μεταξουργείων της Ελληνικής Εριουργίας και της Εταιρείας Δ. Ναθαναήλ.
Η Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία «Έσπερος» ιδρύθηκε το 1929 με κεφάλαιο 7.500.000 δρχ. σε γήπεδο 10.080 μ2 και έκταση κτισμάτων 1988 μ2. Κατασκεύαζε μόνο υφάσματα ανδρικών ειδών, με πρώτες ύλες εισαγόμενες από το Μάντσεστερ της Αγγλίας, χακί και κουβέρτες. Το ιδιόκτητο εργοστάσιο στη Ν. Φιλαδέλφεια, με εγγλέζικα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας, διευθυνόταν από άγγλο τεχνικό, τον Ε. Ιωαννίδη και τον Κ. Δημητριάδη, που είχαν σπουδάσει κλωστοϋφαντουργία στην Αγγλία και απασχολούσε δε 100-150 εργάτες. Μετά το κλείσιμο του εργοστασίου στις εγκαταστάσεις του λειτούργησε η Εταιρεία Ελαστικών «Ε.Β.Ε.Λ.». Σε γειτονικό οικόπεδο του Έσπερου ιδρύθηκε η «Εριοβιομηχανία Ελλάδος Θ. Ι. Καββαδίας Α.Ε.».
Η Μπριτάννια με τη επωνυμία «Α.Ε BRITANNIA Αγγλική Εριουργία εν Ελλάδι», ιδρύθηκε το 1931 από την εδρεύουσα στο Μάντσεστερ της Αγγλίας Εμπορική Εταιρεία CROSLAND MOOR & CO L.M.D, τον Κ. Ναθαναήλ και την Εταιρεία «Γιαννούτσικος-Πετσιάβας». Με αντικείμενο την κατασκευή μάλλινων υφασμάτων κασμηριών ξεκίνησε με κεφάλαιο κίνησης 16.000 λίρες. Ο ιδρυτής της επιχείρησης Σολομών Ι. Αχλαδέφ διέθετε τα κατάλληλα φόντα με σπουδές στην Κρατική Αγγλική Υφαντουργική Σχολή. Το εργοστάσιο χτίστηκε στις όχθες του Ποδονίφτη στα νοτιοανατολικά όρια της Ν. Φιλαδέλφειας και χρησιμοποιούσε κυρίως προσφυγικά χέρια. Από τους 300 εργάτες το 60% ήταν κορίτσια, τα οποία από τη νεαρά τους φύση ήταν τα καταλληλότερα να διεξάγουν μια εργασία τόσο λεπτή και επίπονη, όπως ήταν το κόψιμο των κόμπων κατά την ύφανση. Υφάντριες και μανταρίστριες στο εργοστάσιο της Μπριτάννια είχαν αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο που ξεπερνούσε τα αγγλικά στάνταρ. Το εργοστάσιο χτίστηκε από τον εργολήπτη μηχανικό Ν. Γαβαλά, που τον συναντάμε και σε έργα εργοστασίων της Ν. Ιωνίας, με την εποπτεία του καθηγητή του Πολυτεχνείου Αχ. Καρρά. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του Υφαντουργείου (250 ιστοί), του Βαφείου, του Πλυντηρίου και του Φινιριστήριου προερχόταν από αγγλικούς οίκους. Η Μπριτάννια, αφού επέδειξε μια τεράστια αντοχή στις καταθλιπτικές πιέσεις της ελληνικής βιομηχανίας από τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές μέσα στο 2007 ανέστειλε τη λειτουργία της.
Ακριβώς απέναντι από την Μπριτάννια εγκαταστάθηκε η επιχείρηση «Βαμβακουργία Φιλαδέλφειας» που ξεκίνησε το 1935 με την επωνυμία «Α.Ε. Ελληνικά Κλωστήρια Υιών Τεγόπουλου». Τα χαρακτηριστικά του Στέργιου Τεγόπουλου, ηθικός, εργατικός, καλλιτεχνική φύση, με αυτοπεποίθηση στην πρόοδο, προϊδέαζαν για τα αποτελέσματα της νέας επιχείρησης. Γεννημένος στα Τρίκαλα μεγάλωσε στο αρχαιότερο υφαντήριο της Ελλάδος, του πατέρα του Ιωάννη Τεγόπουλου. Ο Σ. Τεγόπουλος χωρίς να φεισθεί ουδεμιάς δαπάνης ίδρυσε το «λαμπρόν αυτό οικοδόμημα, αναμφισβητήτως το ανώτερον πάντων εν Ελλάδι εις την διαρρύθμησιν και ίσως το τελειότερον του κόσμου διά την άνετον, την υπερπολυτελή διαβίωσιν του εργάτου», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Με ιδρυτικό κεφάλαιο 17.000.000 δρχ., απασχολούσε 350 εργάτες, ήδη από την ίδρυσή του, εκ των οποίων το 80% ήταν γυναίκες του γύρω συνοικισμού. Βιομηχανικό αντικείμενο της επιχείρησης ήταν κλωστές και βαμβακονήματα, που επεξεργάζονταν με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα γερμανικής προέλευσης, με ετήσια παραγωγή 120.000 πάκα. Τα παραγόμενα νήματα ήταν για αποκλειστική χρήση της καλτσοποιΐας, πλεκτοποιΐας και υφαντουργίας εν γένει. Η πολυτέλεια, η καθαριότητα, ο φωτισμός και ακόμη οι καλλιτεχνικοί κήποι, που πλαισίωναν το εργοστάσιο, εντυπωσίαζαν τον επισκέπτη. Το εργοστάσιο ιδρυμένο εν μέσω της μεταξικής δικτατορίας, της 4ης Αυγούστου, της οποίας ο Σ. Τεγόπουλος ήταν θαυμαστής, είναι το πρώτο που εφαρμόζει το οκτάωρο στις συνθήκες εργασίας.
Η επιχείρηση από το 1947 φέρεται με την επωνυμία «Βαμβακουργία Ν. Φιλαδέλφειας Α.Ε» και στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο δεν εμφαίνονται οι αδελφοί Τεγόπουλοι, αντίθετα μέλη του Δ.Σ. της συμπίπτουν με της γειτονικής Μπριτάννια στην οποία μετά το 1957 περιήλθε και το εργοστάσιο, εποχή που συνδέεται μάλλον με την διακοπή της λειτουργίας του.