Σε αυτό το καλοκαιρινό αφιέρωμα σε ελληνικά και ξένα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο πατέρας τού ελληνικού είδους, ο Γιάννης Μαρής. Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείται η «Ε» μαζί του και δεν θα είναι και η τελευταία, αφού τα μυθιστορήματά του εξακολουθούν να επανεκδίδονται και να διαβάζονται, γιατί έχουν το άρωμα παλιάς Ελλάδας, χωρίς τίποτα το επινοημένο. Ολοι οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί, βγαλμένοι μέσα από το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον τής μεταπολεμικής Ελλάδας, με νωπές ακόμη τις μνήμες τής γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου.
Λόγω θέρους, θα επικεντρωθούμε σε δύο μυθιστορήματα και μία νουβέλα, που έχουν ως τόπο δράσης τους δύο διαχρονικά κοσμοπολίτικα νησιά, τη Μύκονο και την Υδρα. Πρόκειται για τα «μυκονιάτικα» μυθιστορήματα «Διακοπές στη Μύκονο» (1956) και «Εγκλημα στη Μύκονο» (1958) και τη νουβέλα «Εγκλημα στην Υδρα» (1960). Οδηγός μας, η πολύτιμη μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη «Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή» (εκδόσεις Αγρα, 2012).
* Διακοπές στη Μύκονο. Ο τριανταπεντάρης ζιγκολό Γιάννης Δεπόντης καταλύει στο πολυτελές ξενοδοχείο «Λητώ», το οποίο υπάρχει και σήμερα ανακαινισμένο στη Χώρα Μυκόνου. Στη βαλίτσα του έχει ένα Μπράουνινγκ των επτά. «Ψηλός και όμορφος. Μοιάζει λιγάκι τού Γκρέγκορι Πεκ».
Το μοναδικό μυθιστόρημα του Μαρή που είναι γραμμένο στο ύφος τού αμερικανικού νουάρ και θυμίζει το «Τέλος της διαδρομής» του Μπερνέτ.
Δεν υπάρχει φόνος. Ο ζιγκολό αντιστρατεύεται τις «αρχές» του, καθώς ερωτεύεται μία εικοσάχρονη. Αυτοκτονεί. Η αστυνομία δεν χρειάζεται να εξιχνιάσει κανένα μυστήριο.
«Είχαν καθίσει στα σκαλάκια τού σπιτιού τους
κι ο Κουρίλας απήγγειλε στίχους τού Καβάφη, στίχους που το φορητό ραδιόφωνο τους συνόδευε με ακερικάνικη τζαζ. Το μελτέμι είχε πέσει και η νύχτα χάιδευε απαλή και γλυκιά το ασβεστωμένο μυκονιάτικο δρομάκι».
* Εγκλημα στη Μύκονο. Ούτε εδώ εμφανίζεται ο Μπέκας. Ο φόνος έχει τις ρίζες του στην Κατοχή. Ο εφοπλιστής Ανδρέας Ταξιάρχης, η ερωμένη του Μάγδα Αντονέσκου και ο φίλος της Τζερόνιμο Μοντεμπέλο-Καλβίνι. Στη δράση καταλυτικό ρόλο θα παίξει ο ζιγκολό Ιάσονας Ντάνινος: «Κάπνιζε,
με το βλέμμα αφημένο στο κενό.
»Το φως τού φεγγαριού, όπως έπεφτε στο πρόσωπό του, το έκανε να φαίνεται μπρούντζινο. Ηταν ψηλός, με φαρδιές πλάτες, λεπτός, αλλά δυνατός. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει στους κροτάφους. Και όμως, δεν έπρεπε να ήταν πάνω από τριανταπέντε χρόνων. Χωρίς να θέλει, η Ελένη (σ.σ. η γραμματέας τού ξενοδοχείου "Καλυψώ") έκανε τη σκέψη: ''Καλέ, αυτός είναι ο ίδιος ο Γκρέγκορι Πεκ''».
Ο Τζερόνιμο Μοντεμπέλο-Καλβίνι, ο οποίος θα δολοφονηθεί, στην πραγματικότητα ήταν ο ταγματάρχης Τάρντι που στην Κατοχή το έπαιζε διπλός πράκτορας. Ο πατέρας τού ζιγκολό Ιάσονα Ντάνινου του είχε εμπιστευτεί το χρυσάφι που έφερε από τη Μέση Ανατολή για την Αντίσταση. Από κοινού με τη Μάγδα Αντονέσκου βούτηξαν τα χρήματα της Αντίστασης και ο πατέρας Ντάνινο κόλλησε τη ρετσινιά του προδότη.
* Εγκλημα στην Υδρα. Πρωταγωνιστεί το «καμάκι» Δεσύπρης, ετών 27, υπάλληλος που έπαιρνε τρεις χιλιάδες δραχμές το μήνα. Δολοφονία για κληρονομικά της Μαίρης Αιλιανού.
Ο δολοφόνος δεν είναι ο Δεσύπρης που «καμακώνει» τη δολοφονημένη εν πλω, καθώς διαβάζει «Σας αρέσει ο Μπραμς;» της Φρανσουάζ Σαγκάν. Ούτε εδώ εμφανίζεται ο Μπέκας.
Τον «αντικαθιστά» ο υπομοίραρχος της τότε Χωροφυλακής:
«Είχε κακή εικόνα (σ.σ. ο Δεσύπρης) για τους επαρχιακούς αστυνομικούς. Μία εικόνα που την είχαν σχηματίσει οι παιδικές αναμνήσεις του, διαβάσματα των ηθικογραφικών διηγημάτων και ίσως ξεχασμένης προκατάληψης.
»Ο υπομοίραρχος που καθόταν πίσω από το γραφείο του δεν ταίριαζε όμως καθόλου με το δικό του χοντρό αστυνομικό με τα ροδαλά μάγουλα, τους αγροίκους τρόπους και το μουστάκι. Ηταν ένας άνθρωπος νέος ακόμη, λεπτός, με έξυπνο βλέμμα». Τελικώς, ο δολοφόνος είναι ο ετεροθαλής αδελφός της Μαίρης Αιλιανού.
Αξίζει τον κόπο να αφήσουμε τον Γιάννη Μαρή να περιγράψει έναν από τους τύπους τού περιβάλλοντός της, γιατί εκπροσωπεί κοινωνικά και ενδυματολογικά τον «καλοπερασάκια» της δεκαετίας τού '60: «Σε αυτόν τον κόσμο των μποέμ, εξήγησε ο αξιωματικός, δεν ξέρεις ποιος είναι ο εκατομμυριούχος και ποιος ο αδέκαρος. Φορούνε όλοι τα ίδια πέδιλα, τα ίδια χοντρά πουκάμισα,
τα ίδια μπλουτζίν.
»Πάντως, έχω την εντύπωση ότι ο τύπος ζει σε βάρος των άλλων. Πρέπει να τον θυμάσαι.
Είναι ένας ψηλός τύπος με μυκονιάτικο πουκάμισο, πέδιλα, κι ένα μαντίλι στο λαιμό». Και τα τρία βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πεχλιβανίδη.