Το ΒΗmagazino μιλάει με τον καπετάνιο Μιχάλη Μπουρτζώνη ο οποίος πριν από τρία χρόνια είχε μείνει όμηρος πειρατών στη Σομαλία για δύο μήνες
Είναι Φεβρουάριος στη Σομαλία. Ενας έλληνας καπετάνιος βγαίνει από το πλοίο «Navios Apollon» φορώντας μόνο ένα σορτσάκι. Λίγες ώρες νωρίτερα, ένα φορτίο με χρήματα έχει πέσει από ένα αεροπλάνο στη θάλασσα. Είναι ελεύθερος έπειτα από δύο μήνες. Με μια περίεργη οικειότητα, απευθύνεται στους πειρατές που τον κρατούσαν όμηρο: «Ρε σεις; Δεν μου αφήσατε μια φόρμα; Θα με περάσουν για τρελό» τους λέει. Αμέσως ο ένας βγάζει το παντελόνι που φορούσε και του το δίνει. «Πάρ’ το, καπετάνιε, να πας στο σπίτι σου». Δεν το πήρε. Βγήκε και αγόρασε ένα άλλο.
Ο Μιχάλης Μπουρτζώνης ήταν 52 ετών το 2009. Είχε τρία παιδιά που τον περίμεναν στο σπίτι να γυρίσει «από τα καράβια», σε ένα από τα ταξίδια ρουτίνας των ναυτικών. Αυτό ήταν λίγο διαφορετικό. Λίγες ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, στις 29 Δεκεμβρίου, το πλοίο της ελληνικής εταιρείας Νavios, που μόλις είχε αλλάξει σημαία – είχε βγάλει τη γαλανόλευκη και πλέον διέσχιζε τις θάλασσες ανεμίζοντας αυτή του Παναμά –, έγινε στόχος 15 πειρατών που είχαν στήσει καρτέρι στην περιοχή.
Η ιστορία μιας αιχμαλωσίας
Είναι 18.40 και το πλοίο ταξιδεύει γύρω στα 180 μίλια βορειοανατολικά από τις Σεϋχέλλες. Η Σομαλία έχει μείνει πια πίσω και το πλήρωμα είναι ανακουφισμένο που πέρασε με επιτυχία την περιοχή που για τους ναυτικούς θεωρείται η πιο επικίνδυνη ζώνη του κόσμου. Εκείνη τη στιγμή, ο υποπλοίαρχος που έχει βάρδια αντιλαμβάνεται ότι μια βάρκα με πέντε άτομα τους ακολουθεί. Ο έλληνας καπετάνιος και οι 18 Φιλιππινέζοι που αποτελούν το πλήρωμα ξεκινούν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις το πλήρωμα ρίχνει νερό με μάνικες, πετά αντικείμενα προς το μέρος των υπόπτων, κάνει ελιγμούς με το πλοίο ή δένει ένα χοντρό σκοινί που με την κίνηση του πλοίου δεν αφήνει τις βάρκες να πλησιάσουν. Είναι, όμως, ήδη αργά. Ακολουθούν δύο βολές με μπαζούκας. Ολα τελειώνουν. Το πλήρωμα κλειδώνεται στον χώρο ενδιαίτησης – τον χώρο που έχει επιλέξει από πριν ως καταφύγιο. Η βάρκα πλησιάζει και οι πειρατές σκαρφαλώνουν χωρίς δυσκολία με τη βοήθεια μιας αλουμινένιας σκάλας από την πρύμνη. Σπάνε το τζάμι της γέφυρας και καταλαμβάνουν το πλοίο. Η ιστορία αρχίζει.
Το δάχτυλο στη σκανδάλη
Κομμένα δάχτυλα σε φακέλους, εκφοβισμοί, τηλεφωνήματα με το πιστόλι στον κρόταφο από καπετάνιους οι οποίοι ζητούν από τη γυναίκα τους να πιέσει την εταιρεία, ξύλο, ουρλιαχτά, άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Για τις πειρατείες έχουν ακουστεί πολλά. Στο «Navios Apollon», όμως, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν, έστω και την τελευταία στιγμή. Οι πειρατές, αφού ανέβηκαν στο πλοίο, συγκέντρωσαν όλο το πλήρωμα στη γέφυρα για να γίνει η καταμέτρηση και αμέσως ζήτησαν σε σπαστά αγγλικά από τον καπετάνιο να το σταματήσει. Το πλοίο, όμως, ήταν στον αυτόματο, «δεν πατάς απλώς το φρένο και σταματάει» εξηγεί ο Μιχάλης Μπουρτζώνης. Κάπου εκεί οξύνθηκαν τα πνεύματα. Από την πλευρά του εκείνος δεν μπορούσε να διακόψει τις κινήσεις του συστήματος, από την άλλη οι πειρατές δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα επιχειρήματά του. Λίγο έλειψε να πατήσουν τη σκανδάλη. Ο έλληνας καπετάνιος κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και με το πιστόλι στον κρόταφο τους έπεισε ότι σταδιακά το πλοίο θα σταματούσε.
Στη συνέχεια κατέφθασε άλλη μια βάρκα και πλέον στο πλοίο βρίσκονταν γύρω στα 15 επιπλέον άτομα. Από 18άρηδες και 20άρηδες Σομαλούς μέχρι Ινδούς, Αιθίοπες και Αραβες, οι πειρατές είχαν αρκετές διαφορές μεταξύ τους, αλλά μοιράζονταν το κοινό σημείο του οπλισμού. Μυδραλιοφόρα, μπαζούκας, καλάσνικοφ, πιστόλια, χειροβομβίδες και μαχαίρια ήταν στα χέρια τους. Οι συγκεκριμένοι πειρατές στην πραγματικότητα είναι τα πιόνια στην ιστορία. Πίσω από αυτούς κρύβονται ένα μητρικό σκάφος ανεφοδιασμού και ένα ολόκληρο κύκλωμα με διεθνείς απολήξεις. Είναι σαφές ότι μέσα στον ωκεανό δεν μπορούν δύο βάρκες να εξασφαλίσουν τα καύσιμα και όλα τα απαραίτητα για να αντέξουν επί ημέρες αναμένοντας το εκάστοτε πλοίο-στόχο. «Μέσα στον ωκεανό η πιο κοντινή στεριά απέχει όσο απέχει από την Αθήνα το Βέλγιο. Φυσικά και υπάρχουν τα μητρικά σκάφη, που είναι συνήθως αλιευτικά ανοικτής θαλάσσης, ολόκληρα βαπόρια δηλαδή, ή κάποια άλλα πλοία που έχουν καταλάβει οι πειρατές και τα χρησιμοποιούν για αυτόν τον σκοπό» εξηγεί ο Γιώργος Βλάχος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού. Η πληροφόρησή τους είναι ακριβής. «Υπάρχει σίγουρα κεντρικός έλεγχος. Ξέρουν τι βαπόρι είσαι, τι κουβαλάς, με τι ταχύτητα πας, από πού έφυγες, προς τα πού κατευθύνεσαι, πότε θα περάσεις» περιγράφει.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης
Ανάμεσα στους πειρατές που ανέβηκαν στο «Navios Apollon» ήταν και κάποιος που μιλούσε αγγλικά. Ετσι, η συνεννόηση έγινε σε πιο ήρεμους τόνους και ο καπετάνιος οδήγησε το πλοίο στις ακτές της Σομαλίας – πλησίασε, δηλαδή, στα δύο μίλια και αγκυροβόλησε το πλοίο – για να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση με την εταιρεία. Εκεί, πλήρωμα και καπετάνιος θα έμεναν για 63 μερόνυχτα. «Εσείς θέλετε τα λύτρα, εμείς θέλουμε το πλοίο σε καλή κατάσταση, οπότε, αν συνεργαστούμε αρμονικά, θα είναι όλα καλύτερα», είχε πει ο καπετάνιος στους πειρατές. Εκείνοι τότε μπήκαν στις καμπίνες, πήραν τιμαλφή, ρούχα, αλλά δεν πείραξαν κανέναν. Στη συνέχεια απομόνωσαν το πλήρωμα στην κουζίνα και στην τραπεζαρία, ενώ έδωσαν στον καπετάνιο ένα στρώμα για να κοιμάται στη γέφυρα, τον μοναδικό χώρο όπου μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα. «Αν ήθελα να πάω για ένα ντους ή στην τουαλέτα, υπήρχε πάντα μια διακριτική συνοδεία» θυμάται.
Οσο για το φαγητό, μέχρι να φθάσουν κοντά στη Σομαλία, οι πειρατές έτρωγαν από τις προμήθειες του πλοίου, τις οποίες όμως μαγείρευε δικός τους άνθρωπος. «Μετά, έφερναν ακόμη και κατσίκια ζωντανά, τα έσφαζαν και τα καθάριζαν για να τα μαγειρέψουν» θυμάται ο καπετάνιος: «Είχαμε δύο κουζίνες. Μία στην οποία ετοίμαζε φαγητό ο δικός τους μάγειρας και μία για τον δικό μας. Αν ήθελαν κάτι τα παιδιά από το πλήρωμα, ένα κομμάτι κρέας για παράδειγμα, τους το έδιναν χωρίς δεύτερη σκέψη».
Αλλά οι σχέσεις ήταν αμοιβαία καλές. Μια μέρα, ο επικεφαλής των πειρατών ζήτησε φάρμακα από τον καπετάνιο γιατί το παιδί του, που ζούσε στη Σομαλία, είχε ιλαρά. Του τα έδωσε και με το παραπάνω. «Εξω ήταν μια ρημαγμένη χώρα» λέει ο Μιχάλης Μπουρτζώνης.
Επειτα από ένα πάθημα, η σχέση του με τους πειρατές βελτιώθηκε. Εκείνοι ήθελαν να ανεβάσουν στο βαπόρι μια βάρκα που είχαν δεμένη δίπλα του, αλλά είχε «πιάσει καιρός». Ο καπετάνιος τους προειδοποίησε να μην το κάνουν, αλλά αυτοί επέμεναν. Επιχείρησαν να την ανεβάσουν, το σκοινί έσπασε και χτύπησε έναν Σομαλό στο πρόσωπο. «Ευτυχώς του έκανε μόνο κάτι μελανιές». Κάποια στιγμή, ο επικεφαλής έδωσε και το τηλέφωνό του στον καπετάνιο να καλέσει τους δικούς του – αυτοί είχαν και δορυφορικά τηλέφωνα –, αλλά η ευγενική στάση είχε τα όριά της. «Αρνήθηκα, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είχαν τον αριθμό του σπιτιού μου και αν κάτι πήγαινε στραβά, θα μπορούσαν να μας απειλήσουν. Αυτό είχα συμβουλεύσει και το πλήρωμά μου να κάνει» εξηγεί ο πλοίαρχος.
Το αίσιο τέλος
Οι πειρατές ήταν αναλφάβητοι. Πήραν τα ρολόγια χειρός του πληρώματος, αλλά δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Ειδικά αυτά που ήταν ηλεκτρονικά τούς παίδευαν ακόμη περισσότερο, καθώς δεν μπορούσαν να διαβάσουν ούτε τους αριθμούς. «Οταν ήθελα να γελάσω λίγο, πήγαινα σε κάποιον που φορούσε ένα ρολόι από τα ηλεκτρονικά και τον ρωτούσα τι ώρα είναι» θυμάται ο καπετάνιος. Τα βράδια δε, έφερναν τόνους τσατ – ένα διεγερτικό χόρτο που φυτρώνει στην Κένυα – και μασούσαν. «Καπετάνιε, δεν είναι ναρκωτικά. Αυτό είναι για να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά να φυλάμε το βαπόρι όλο το βράδυ» έλεγαν.
Το πλοίο, αγκυροβολημένο στη Σομαλία, ήταν ο πιο εύκολος στόχος για επιθέσεις από τρίτους που θα έβαζαν στο μάτι τα λύτρα τους. Επειτα από δύο μήνες επήλθε συνεννόηση με την εταιρεία και η περιπέτεια έφτασε στο τέλος της. Το αεροπλάνο των διαπραγματευτών ήρθε, φωτογράφισε το πλήρωμα – η εντολή ήταν να σταθούν παρατεταγμένοι, ώστε να βεβαιωθούν ότι όλοι βρίσκονταν εν ζωή – και στη συνέχεια οι εμπλεκόμενοι έριξαν με αλεξίπτωτο τα χρήματα σε μια αεροστεγή κάψουλα που επέπλεε. Η βάρκα πήγε ως εκεί, τα μετέφερε στο πλοίο και αφού έγινε η καταμέτρηση και πληρώθηκαν όλοι, οι πειρατές έφυγαν από το πλοίο και ευχήθηκαν «Καλό ταξίδι». Και αυτό δεν ήταν καν ειρωνικό.
Η αλλαγή της παγκόσμιας πειρατείας
Επιθέσεις πειρατών γίνονται σε διάφορα μέρη του κόσμου, με τη Βραζιλία, τη Νότια Κίνα, τα στενά της Σιγκαπούρης και την Ινδονησία να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις. Οι σκληρές πειρατείες, όμως, καταγράφονται στη Σομαλία και στον Ινδικό Ωκεανό από την Ανατολική Αφρική, αλλά και στη Δυτική Αφρική, στον κόλπο της Γουινέας. Το τελευταίο διάστημα, οι επιθέσεις των πειρατών έχουν μειωθεί από την πλευρά της Σομαλίας, αφού οι ένοπλοι φρουροί που παραχωρούν οι περίπου 400 εταιρείες ναυτιλιακής προστασίας ανά τον κόσμο συχνά τούς απωθούν.
Ο καπετάνιος Μιχάλης Μπουρτζώνης, ο οποίος έμεινε όμηρος πειρατών για δύο μήνες, εξηγεί: «Το 2010 δεν υπήρχαν ούτε οι ένοπλοι φρουροί ούτε τα συρματοπλέγματα για να προφυλαχτούμε». Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για να περάσει ένα πλοίο από τα πιο γνωστά «επικίνδυνα σημεία» του πλανήτη, την Ανατολική και τη Δυτική Αφρική, εξοπλίζεται περιμετρικά με ένα ειδικό συρματόπλεγμα γεμάτο ξυράφια – περίπου σαν αυτά που τοποθετούνται στις μάντρες – και επιβιβάζει φρουρούς για να μπορέσει να αποφύγει τις ενδεχόμενες επιθέσεις. Η οπλοκατοχή στα πλοία που βρίσκονται σε θαλάσσιες περιοχές ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε κίνδυνο είναι νόμιμη και οι περισσότερες σημαίες την επιτρέπουν. Το ίδιο και η ελληνική τον τελευταίο χρόνο.
Το τελευταίο διάστημα οι επιθέσεις των πειρατών έχουν μειωθεί από την ανατολική πλευρά της Αφρικής, δηλαδή στη Σομαλία και στον Ινδικό Ωκεανό. «Στα περισσότερα πλοία που διαπλέουν από τα στενά του Αντεν προς την Ασία ή από την Ασία προς την Ευρώπη, επιβιβάζονται ένοπλοι φρουροί οι οποίοι κάνουν καλή δουλειά, ενώ είναι γνωστό ότι αν ένα σκάφος αντιληφθεί πως υπάρχουν ένοπλοι, θα προτιμήσει να βρει έναν άλλο, αφύλακτο στόχο» εξηγεί ο Γιώργος Βλάχος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού. Τελευταίο ελληνόκτητο θύμα ήταν το δεξαμενόπλοιο «Σμύρνη», της εταιρείας Dynacom, με σημαία Λιβερίας, το οποίο κατέλαβαν πειρατές 300 ναυτικά μίλια ανατολικά του Ομάν και απελευθερώθηκε τον Μάρτιο του 2013 έπειτα από δέκα ολόκληρους μήνες. Την ίδια ώρα, τα 4.000 ελληνόκτητα πλοία
– εκ των οποίων τα 800 είναι και με ελληνική σημαία – συνεχίζουν να περνούν από αυτά τα μέρη σε καθημερινή βάση.
– εκ των οποίων τα 800 είναι και με ελληνική σημαία – συνεχίζουν να περνούν από αυτά τα μέρη σε καθημερινή βάση.
Αντιθέτως, στον κόλπο της Γουινέας τα κρούσματα έχουν αυξηθεί: το 2011 σημειώθηκαν εκεί 39 επιθέσεις, το 2012 καταγράφηκαν 52, ενώ μόλις κατά το πρώτο μισό του 2013 υπήρξαν 30 περιστατικά. Στην ανατολική πλευρά, από την άλλη, το 2011 καταγράφηκαν 238, το 2012 78 και το πρώτο μισό του 2013 μόλις 7. Τα περιστατικά της Αφρικής είναι πάντοτε ιδιαίτερα, γιατί εκεί οι πειρατές συνήθως καταλαμβάνουν το πλοίο και ζητούν λύτρα. «Η κατάσταση στη Δυτική Αφρική είναι χειρότερη επειδή εκεί τους πειρατές δεν τους νοιάζει να πιάσουν αιχμαλώτους και να ζητήσουν λύτρα, αλλά έχουν άλλους στόχους και επιχειρούν να πάρουν το φορτίο. Αυτοί οι πειρατές μπορούν να πυροβολήσουν ακόμη πιο εύκολα» εξηγεί ο Πάνος Μωραΐτης, ιδιοκτήτης της Ασπίδας, της πιο γνωστής εταιρείας που παρέχει ναυτιλιακή ασφάλεια – ανάμεσα στις 50-60 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται σήμερα – και συνεχίζει: «Φυσικά, ποτέ δεν είναι εύκολη μια κατάσταση ομηρείας, αλλά είναι γεγονός ότι μέχρι πέρυσι η πειρατεία πολλές φορές έμοιαζε με εμπορική συναλλαγή, ενώ τώρα τα δεδομένα έχουν αλλάξει».
Οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν ακόμη και από τα 20 εκατομμύρια ευρώ για να πέσουν στα πέντε ή και σε λιγότερα. Το κόστος για την εκάστοτε εταιρεία, ωστόσο, είναι πάντα ιδιαίτερα υψηλό. Μόνο για τις επιθέσεις που σημειώθηκαν το 2011, οι δαπάνες της ένωσης γερμανών πλοιοκτητών για την πειρατεία, σύμφωνα με το περιοδικό «Der Spiegel», ανήλθαν σε 5,3 δισ. ευρώ.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Αυγούστου 2013