«Η Ελλάδα δεν σταμάτησε να εξευρωπαΐζεται» έγραφε ο γαλλικός Μπλε Οδηγός του 1906, απευθυνόμενος στους -πρώτους- τουρίστες που είχαν αρχίσει να επισκέπτονται τη χώρα (δες προηγούμενη ανάρτηση). Στην ανατολή του προηγούμενου αιώνα, η Ελλάδα διέθετε ένα αρκετά εκτενές σιδηροδρομικό δίκτυο και πυκνά ατμοπλοϊκά δρομολόγια για τα νησιά. Είχε ξενοδοχεία πρώτης κατηγορίας στην πρωτεύουσα, μαζί με «κατάλληλα», σύμφωνα με τον οδηγό, πανδοχεία στην επαρχία. Κοντολογίς, η Ελλάδα… είχε ανοίξει και υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες τους πρώτους ξένους τουρίστες, που δεν ήταν -πλέον- αποκλειστικά και μόνο μελετητές της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ερευνητές, αρχαιολόγοι, αν όχι και... αρχαιοκάπηλοι. «Το ταξίδι στην Ελλάδα συνεπάγεται μια συγκεκριμένη προσπάθεια προσαρμογής από τους ξένους επισκέπτες», επισημαίνεται στον πρόλογο του βιβλίου. «Αυτή η προσαρμογή, που υποχρεώνει το άτομο να ελευθερωθεί από την τυραννία της συνήθειας και των προτύπων, αποτελεί για τον καλοπροαίρετο ταξιδιώτη ένα από τα ωραιότερα δώρα της μετακίνησής του. Σχετικά με τους μαλθακούς, που δεν θέλουν για κανέναν λόγο να θυσιάσουν το ιδανικό των ανέσεων, και για όσους το ταξίδι δεν είναι παρά ένα πρόσχημα, ώστε να προβάλλουν τις αδικαιολόγητες απαιτήσεις τους, οι μεγάλες πόλεις της Ελλάδας όπως η Κέρκυρα, η Πάτρα, το Ναύπλιο, ο Βόλος, και ιδίως η Αθήνα, μπορούν να τους προσφέρουν ό,τι και οι περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις».
Για τις συναλλαγές τους οι Γάλλοι τουρίστες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν νομίσματα του 1 ή 2 φράγκων και, βέβαια, χρυσά λουδοβίκεια (ή ναπολεόνια) της χώρας τους, «που τα δέχονται παντού, λόγω χρυσού» όπως σημειώνει ο οδηγός. Σπεύδει, εντούτοις, να προειδοποιήσει: «Οι συνθήκες της αγοράς είναι λιγότερο ευνοϊκές για τον επισκέπτη, από τότε που η Ελλάδα άλλαξε το νόμισμά της από χρυσό, σε δραχμή. Με αποτέλεσμα οι συναλλαγές να μην του παρέχουν το παραμικρό δώρο (άλλοτε κέρδιζε 25-30%). Θα βρείτε τη ζωή λίγο πιο ακριβή εδώ, απ’ ό,τι στην Ιταλία. Το κόστος ενοικίασης δωματίου σε ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, κυμαίνεται από 12-17 φράγκα. Στα χωριά, η διανυκτέρευση και η τροφή απαιτούν 7-8 φράγκα, χωρίς να υπολογίζεται το επιπλέον κόστος αν για τις εκδρομές σας στην ενδοχώρα απευθυνθείτε σε κάποιο πρακτορείο».
Στα ταξιδιωτικά γραφεία που λειτουργούσαν τότε στην Αθήνα, περιλαμβάνονταν οι αδελφοί Γκιόλμαν («κρατήσεις θέσεων σε τρένα και πλοία, οργάνωση εκδρομών και αποστολή δεμάτων»), ο Ράλλης και η αγγλική Thomas Cook & Son, που είχαν τα γραφεία τους στην πλατεία Συντάγματος. Οι τουρίστες με… γερά πόδια, μπορούσαν να απευθυνθούν σε καταστήματα ενοικίασης ποδηλάτων «για εκδρομές στο Φάληρο, την Ελευσίνα, την Κηφισιά, το Τατόι, τα Μέγαρα, το Λαύριο, το Μαραθώνα». Ηταν ο Μπέκος στην πλατεία (όχι Παλαιάς, ακόμα) Βουλής, ο Godrich στην Πανεπιστημίου 16, ο Βόλλας στη Σίνα 12 κ.ά. Οσοι τουρίστες είχαν φέρει το δικό τους ποδήλατο, πλήρωναν χαράτσι: «Τα ποδήλατα ιδιωτικής χρήσης υπόκεινται σε φόρο από την Αστυνομία, η οποία παραδίδει στους κατόχους έναν αριθμό κυκλοφορίας για όσο χρόνο διαμείνουν στη χώρα». Για τους… κομψεπίκομψους Γάλλους, τις κυρίες και τις δεσποινίδες υπήρχαν καταστήματα καλλυντικών, όπου μπορούσαν να αγοράσουν από κολόνιες και αρώματα, μέχρι μυστακοδέτες που διατηρούσαν τη φόρμα του μουστακιού στη διάρκεια του ύπνου: ο Κοντός στην οδό Σταδίου 18, ο Αλεξάνδρου απέναντι, στο Νο 21, ο Δανόπουλος («εγχώρια καλλυντικά») στην οδό Αιόλου 153 κ.ά.
Οι φουμαδόροι μπορούσαν να αγοράσουν εκλεκτά καπνά Αγρινίου, σε πακέτο με χαρτάκια για το στρίψιμο, ή χύμα τουρκικό καπνό, προς 40 σεντίμ (σεντς). Σιγαρέτα έτοιμα, με φίλτρο, 70 σεντίμ το πακέτο. Τα καταστήματα πούρων, με πρώτα και καλύτερα τα Αβάνας, βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην αρχή της οδού Σταδίου: Zannos & Roche (στο Νο 1), Βάρκας (στο Νο 2), Κουλουριώτης (στο Νο 3), Hooft (στο Νο 4), Γεωργιάδης (στο Νο 9). Τα γνώριμά τους, γαλλικά τσιγάρα, οι θεριακλήδες δυσκολεύονταν να τα βρουν στα αθηναϊκά καπνοπωλεία. Μπορούσαν, εντούτοις, να κατεβούν στον Πειραιά και να τα προμηθευτούν «επί του καταστρώματος των διερχομένων εκ του λιμένος ατμόπλοιων». Αντίθετα, οι brasseries («ζυθοπωλεία, εκ του αρχαίου ζύθου») ήταν διάσπαρτες στην πόλη: «Από τοπική μπύρα μπορείτε να δοκιμάσετε του Κλωναρίδη και του Μάμμου, 30 σεντίμ το ποτήρι, 2-3 δραχμές η μποτίλια. Στου Γουλιέλμου, Οθωνος 8, στην πλατεία Συντάγματος, θα βρείτε βιενέζικη μπύρα προς 50 σεντίμ το ποτήρι».
Στο ζήτημα του φαγητού ο οδηγός δεν εκφράζει τις επιφυλάξεις που πιθανά να είχε ένα «ευαίσθητο» στομάχι, συνηθισμένο σε άλλου είδους κουζίνα. Αντίθετα, πολλά ελληνικά -και τουρκικά- πιάτα περιλαμβάνονται στις… ένθερμες συστάσεις του. Η σχετική λίστα αποτυπώνει το μενού του τρίπτυχου εστιατόρια – ταβέρνες – οινομαγειρεία, διασώζοντας τις παλαιότερες ονομασίες κάποιων πιάτων: «σούπα με λεϊμώνι», «αρνί αλά Παλληκάρι» (σ.σ. της σούβλας) κ.λπ. Στις επιλογές ενός γευσιθήρα τουρίστα ήταν ο… διαχρονικός μουσακάς, τα ντολμαδάκια, οι μπάμιες, τα γιουβαρλάκια, οι κεφτέδες, αλλά και «εκλεκτά αβγά ψαριών, που στην Ελλάδα ονομάζονται “αβγοτάραχο»». Για συνοδευτικό κρασί ο οδηγός προτείνει διάφορους τοπικούς αρετσίνωτους οίνους, απαθανατίζοντας -και σε αυτό τον τομέα- την παραγωγή εμφιαλωμένων κρασιών στις αρχές του 20ού αιώνα: Cote du Parnes, Δεμέστιχα Αχαΐας, Ιωαννίδη, Tour de Reine Σούτσου, Λυκόβρυση Σκουζέ, Οίνος Κηφισιάς («γλυκύς και ελαφρός»), Τατοΐου («γνωστός και ως "Δεκελείας", λευκός και ερυθρός»), Σαντορίνης, όλα με τιμή περίπου 1,5-2 δραχμές η φιάλη. «Για απεριτίφ, σερβίρεται ρακή ή μαστίχα με μια ελιά και ένα ποτήρι νερό (της πόλης!) Το νερό από το δίκτυο υδροδότησης είναι συχνά ύποπτο και καλό είναι να προτιμάτε το εμφιαλωμένο νερό διαφόρων πηγών, όπως της Άνδρου και του Λουτρακίου, που διαθέτουν τα εστιατόρια προς 0,50 λεπτά την μποτίλια. Επίσης, μπορείτε να πιείτε άφοβα νερό Αμαρουσίου, ή Καισαριανής, τα οποία πωλούνται από πλανόδιους στο δρόμο».
Ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος. Ούτε και ο καλλιεργημένος Ευρωπαίος τουρίστας. Για την περίπτωσή του υπήρχε αναγνωστήριο (Wilberg, Πανεπιστημίου 8), δανειστική βιβλιοθήκη (English Circulating Library, Φιλελλήνων 18) και, φυσικά, τα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία: των Ελευθερουδάκη & Barth (πλατεία Συντάγματος, γωνία με Σταδίου), της Εστίας (Σταδίου 44), του Σιδέρη (παραδίπλα, στο Νο 46β). Για όσους γνώριζαν ελληνικά, ο οδηγός πρότεινε μια επίσκεψη στην οδό Αιόλου 219, στο βιβλιοπωλείο του Φέξη («ενδιαφέρουσες ελληνικές εκδόσεις και μουσική, εθνικός αέρας»). Στους -λιγοστούς- γνώστες της νεοελληνικής γλώσσας δινόταν μια επιπλέον ευκαιρία: να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις «εν αιθρία». Τα θερινά θέατρα που μπορούσαν να επισκεφθούν ήταν η Νέα Σκηνή («στην πλατεία Ομονοίας, από Ιούνιο μέχρι Οκτώβριο, θέσεις προς 2 και 3 δραχμές, κωμωδίες και δράματα»), του Συντάγματος («πλατεία Συντάγματος, γωνία με οδό Μητροπόλεως»), Θέατρο της Νεάπολης («στην οδό Ιπποκράτους, από Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβριο, ελληνικές κωμωδίες και τσίρκο»), του Αρνιώτη («στην οδό Ακαδημίας, με τη μεγαλύτερη χωρητικότητα, κωμωδίες, τσίρκο, κινηματογράφος»), καθώς και το θέατρο Τσόχα, Σταδίου 20, για σκέιτινγκ.
Η μουσική δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τις προτάσεις του οδηγού για διασκέδαση. Μουσική για όλα τα γούστα: από κλασική, με κονσέρτα του Conservatoire de Musique (Ωδείο), μέχρι τα κεφάτα προγράμματα των Cafes-chantants («στις όχθες του Ιλισσού: Παράδεισος, Ολυμπία κ.λπ.»). Υπήρχαν, τέλος, τα εμβατήρια και τα μαρς της στρατιωτικής μπάντας, που προσφέρονταν τα καλοκαίρια δωρεάν στο κοινό της πλατείας Συντάγματος, καθημερινά, πλην Κυριακής, στις 5 το απόγευμα. Με την απαραίτητη (και πολλαπλά σημαίνουσα) διευκρίνιση του Μπλε Οδηγού σε αυτό το σημείο: «Οταν ο βασιλεύς ευρίσκεται στα Ανάκτορα, η εκδήλωση μεταφέρεται στο Ζάππειο ή στο Νέο Φάληρο». Για να μην ταράσσεται, προφανώς, ο μεσημεριανός υπνάκος του άνακτος από τη… βαβούρα της απέναντι πλατείας.