Νοσοκομείο Ευαγγελισμός
«Υπομονή, Δημητρούλα», μονολογούσε σε ένα φορείο ολομόναχη. Και φώναζε να έρθουν τα παιδιά. Προφανώς, φαντάστηκα, τα παιδιά της. Ήμουν στη χειρουργική πτέρυγα του Ευαγγελισμού -τελευταίος μου σταθμός- μετά από έξι ώρες αναμονής για διάφορες εξετάσεις για κάτι που με ταλαιπωρεί δυο μήνες κοντά.
Λεπτεπίλεπτη σαν μαραμένος μίσχος γύρω στα ογδόντα, με διάφορους ορούς στα χέρια της με δυο ξεθωριασμένα από τον χρόνο πρασινωπά μάτια.
«Μα, πού είναι τα παιδιά;» ρωτούσε τόσο δυνατά, όσο μπορούσε να αντέξει ένα ταλαιπωρημένο κορμί. Τη ρώτησα, όσο περίμενα τον γιατρό, αρκετή ώρα, ποια παιδιά περιμένει.
«Τα παιδιά που με έφεραν εδώ, από το νοσοκομείο του Πειραιά».
Ουρλιαχτά πόνου από κάθε γωνία, τα έκτακτα έμπαιναν σωρηδόν. Βγαλμένα κόκαλα από πόδια, αιμορραγίες, φωνές και οι γιατροί σε έναν πανικό. Είδα πολλά άσχημα και αποτρόπαια πράγματα εκείνο το βράδυ, αλλά αυτό το «Υπομονή, Δημητρούλα», με τσάκιζε.
Κανείς δεν της έδινε σημασία. «Βρε, κορίτσι μου, μίλα αυτού του παιδιού με το πράσινο χρώμα». Μα, όλοι πράσινα φορούσαν.
«Δεν ξέρω και τ'όνομά του».
Της πρότεινα να φωνάξει το όνομα "Γιώργος".
«Ξέρεις πώς τον λένε» με ρώτησε με τα αχνά μάτια που δεν μπορούσα να κεντράρω την κόρη. Σαν να σπινθήρισαν.
«Ε, όλο και κάποιος Γιώργος θα υπάρχει εδώ μέσα», της απάντησα.
«Α, είσαι πολύ έξυπνη εσύ. Αυτό θα κάνω.». Φώναζε, με όση δύναμη είχε, κάποιον Γιώργο, μα ήταν άτυχη. Δεν είχε Γιώργο η βάρδια.
«Υπομονή, Δημητρούλα», έλεγε στον εαυτό της. Όταν ήρθε μετά από ώρα ένας πράσινος, της είπε ότι τα παιδιά που τη μετέφεραν εκεί θα έρθουν σε κάνα-δυο ώρες.
«Ε, όλο και κάποιος Γιώργος θα υπάρχει εδώ μέσα», της απάντησα.
«Α, είσαι πολύ έξυπνη εσύ. Αυτό θα κάνω.». Φώναζε, με όση δύναμη είχε, κάποιον Γιώργο, μα ήταν άτυχη. Δεν είχε Γιώργο η βάρδια.
«Υπομονή, Δημητρούλα», έλεγε στον εαυτό της. Όταν ήρθε μετά από ώρα ένας πράσινος, της είπε ότι τα παιδιά που τη μετέφεραν εκεί θα έρθουν σε κάνα-δυο ώρες.
Δάκρυσαν τα άχρωμα μάτια. Μου ζητούσε να την πάρω και να φύγουμε. Φώναξα μια νοσοκόμα. Ναι, ακόμη και τώρα, με τον φόβο της απόλυσης, οι περισσότερες παραμένουν ξινές. Της μίλησε πολύ απότομα, ως είθισται και της είπε να πάψει να φωνάζει. Αν ήταν μόνες τους εκεί μέσα μπορεί να της έχωνε και καμιά ανάστροφη.
Αχ, Δημητρούλα, πόσο υπομονή να κάνεις; Την κατάντια των δημόσιων νοσοκομείων δεν χρειάζεται να την αναλύσω. Καμία καρέκλα έξω από τα ιατρεία, γι'αυτούς που πονάνε αν μη τι άλλο. Ωστόσο, σε κάθε γωνιά απολυμαντικό υγρό, για κοινή χρήση. Μειδίασα, χλεύασα. Ποτέ αυτή η χώρα να μην κοιτάει το δάσος. Μόνο δεντράκια απομονωμένα, σχεδόν καμένα. Εκατοντάδες άνθρωποι, ο καθένας με τον δικό του πόνο να περιμένει όρθιος, να φωνάξουν το όνομά του μετά από πολλή ώρα.
Με λιμπίστηκε; Με λυπήθηκε; Ο φύλακας με έβαλε στο χειρουργικό, τουλάχιστον να περιμένω ξαπλωμένη κι ας μην ήταν η σειρά μου να μπω. Και δίπλα μου η Δημητρούλα.
Προσπαθούσα να αναλογιστώ τη ζωή της. Τους έρωτές της, τις ανασφάλειες, να σκάβει τον κήπο της, να πίνει την καφεδιά της με το τσιγαράκι στο χέρι, το μεγάλωμα των παιδιών της και τώρα εδώ, μόνη, ανήμπορη, να κρέμεται η ζωή της από την καλή διάθεση των γιατρών ή των νοσοκόμων.
Καμία σημασία δεν δίνουν στην ανθρώπινη ζωή όταν αυτή φτάνει στο τελείωμά της. Έφερα τον εαυτό μου στη θέση της μετά από πολλά χρόνια και παρακάλεσα την όποια δύναμη από πάνω μας, να μου χαρίσει άλλα δέκα υγιή χρόνια και να φύγω μετά.
Δεν θέλω να νιώσω παραπεταμένη. Άχρηστη, μη σου πω και εμπόδιο, ακόμη και μέσα σε ένα νοσοκομείο από κάποιους ανθρώπους που έδωσαν έναν όρκο σε κάποια φάση στη ζωή τους, ότι ο ασθενής έχει την πλήρη ανάγκη σου, βρε μαλάκα. Καραγκιόζη. Κι εσύ μιλούσες μισή ώρα στο κινητό.
Με γκόμενα, με γκόμενο, δεν ξέρω. Φάνηκε από τη λάμψη των ματιών σου ότι δεν ήταν επαγγελματικό τηλεφώνημα και μάλιστα σε κινητό. Πληγή η αδιαφορία στον αδύναμο. Εγκληματική κατάχρηση εξουσίας.
Όχι, όχι, να πεθάνω λίγο μετά τα εξήντα μου. Και όχι σε νοσοκομείο.
Πέρασε ένα φορείο μπροστά μου με όλο το σώμα και το κεφάλι σκεπασμένο. Νεκρός. Και να χτυπάει το φορείο σε κάθε γωνιά και το άψυχο σώμα να ταλαντεύεται ανεξέλεγκτο. Όχι, πάρε με πριν την ώρα μου, σε εκλιπαρώ.
Με εξέτασε ο γιατρός -άκρη δεν βρήκαμε πάλι- έπιασα το χέρι της γριούλας και της ψιθύρισα στο αυτί: «Υπομονή, Δημητρούλα μου, θα έρθουν τα παιδιά».
Βγήκα έξω στον καθαρό αέρα και ήταν καρφωμένα μέσα μου δυο μάτια ανήσυχα, ξεθωριασμένα, παραπονεμένα. Να περιμένει τα παιδιά σαν ένα μικρό παιδάκι που περίμενε το δώρο των Χριστουγέννων. Υπομονή, γλυκιά μου...
Άννα Κουρουπού