Elvis is still in the building
Φιλίππα Δημητριάδη
Φιλίππα Δημητριάδη
Φωτό: Eftychia Vlachou
Mία μέρα ακριβώς πριν τη φωταγώγηση της μόλις αποκατεστημένης πρόσοψης του Rex, μιλήσαμε με τους Flux Office , Εύα Μανιδάκη και Θανάση Δεμίρη, που έχουν αναλάβει το έργο της γενικής ανακατασκευής του κτιρίου. Τα λευκά νέον ξανά έκαναν τη νύχτα, μέρα στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου για ένα μόνο βράδυ κι εμείς, χάρη στην Εύα και το Θανάση είχαμε την ευκαιρία να περιπλανηθούμε στους χώρους του ιστορικού κτηρίου, ενώ καλύπτεται ακόμα από παχιά στρώματα σκόνης.
Το αρχιτεκτονικό δίδυμο μάλιστα, μας έχει υποσχεθεί από πριν να μας πάει στο Rex μέσα από τις στοές της Αθήνας. Έτσι, με αφετηρία την Αγίου Μάρκου, όπου στεγάζεται το γραφείο τους, ξεκινήσαμε την διαδρομή μας, κατά την διάρκεια της οποίας, μας διηγήθηκαν την ιστορία του. "Η κατασκευή του Σικιαρίδειου Μεγάρου Θεαμάτων, γνωστότερο ως Rex ολοκληρώνεται το 1936. Ο "βασιλιάς" των σύγχρονων οικοδομημάτων της Αθήνας, φέρνει κάτι από την αμερικανική αίγλη αντίστοιχων χώρων θεάματος. Αέρας Broadway στην οδό Πανεπιστημίου.
Το οικόπεδο ανήκε στον Σικιαρίδη, θεατρικό επιχειρηματία, ο οποίος απευθύνθηκε στους νεαρούς τότε αρχιτέκτονες Μπόνη και Κασσάνδρα, οι οποίοι είχαν ήδη κάνει το Μετοχικό Ταμείο Στρατού και τους είπε «Θέλω να μου κάνετε ένα θέατρο, αλλά δε θέλω να μοιάζει με τα γαλλικά κτήρια – γιατί το Μετοχικό Ταμείο Στρατού είχε μια μυρωδιά από Γαλλία – ή τέλος πάντων με κτήρια της Ευρώπης, εγώ θέλω να μου τον κάνετε σαν ουρανοξύστη, από Αμερική!». Γι αυτό και αυτά τα κτήρια ενώ είναι τόσο κοντά μεταξύ τους είναι και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Οι Κασσάνδρας και Μπόνης βέβαια είναι οι μοναδικοί αρχιτέκτονες που έχουν κάνει τόσα ετερόκλητα μεταξύ τους κτήρια. Δηλαδή αν τα βάλεις στη σειρά, δεν υπάρχει καμία αναφορά από το ένα κτήριο στο άλλο. Είναι σα να δοκίμαζαν καινούργια πράγματα σε κάθε κτήριο. Πολλά κτήρια δικά τους ωστόσο είναι πλέον παραγκωνισμένα, όπως η πολυκατοικία με την ψηφίδα στην Κλαυθμώνος. Λίγοι πια νοιάζονται για την αρχιτεκτονική στην Αθήνα. Το μοναδικό δικό τους έργο – πριν το Rex – στο οποίο έγινε μια καλή αποκατάσταση είναι το Μετοχικό Ταμείο Στρατού.
Το κτήριο του Rex ήταν υπερσύγχρονο για τα τότε δεδομένα. Για παράδειγμα ακόμα και η οργάνωση των χώρων ήταν κάτι καινοφανές, το ότι είχε δηλαδή τρεις αίθουσες. Στο υπόγειο ήταν ο κινηματογράφος, Σινεάκ. Αρχικά ο χώρος του υπογείου προορίζονταν για καμπαρέ, αλλά μετατράπηκε σε κινηματογράφο που πρόβαλε τα επίκαιρα, ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Αρχικά ονομάστηκε Σινέ Άκ (σινεμά των ακτυαλιτέ) αλλά καθιερώνεται ως Σινεάκ μετέπειτα. Στο ισόγειο, που είναι η είσοδος, υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα κινηματογράφου και από πάνω ήταν το θέατρο Κοτοπούλη. Στο θέατρο, τα καθίσματα διέθέταν θήκη για την τοποθέτηση των καπέλων των θεατών αλλά και ατομικά τασάκια για το σβήσιμο των τσιγάρων, αφού σε αυτόν τον κινηματογράφο προβλεπόνταν να επιτρέπεται το κάπνισμα. Όλο αυτό λοιπόν ήταν κάτι πάρα πολύ καινούργιο για την εποχή. Αν δεις την τομή του κτιρίου και πώς έχουν χωρίσει τους χώρους και πώς τα φουαγέ κλειδώνουν μεταξύ τους... Το Rex ήταν μια τομή πολύ πρωτοποριακή για την Ευρώπη και φυσικά δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο σε τέτοια κλίμακα στην Ελλάδα."
"Η πρώτη μου ανάμνηση απ’ το Rex", θυμάται ο Θανάσης Δεμίρης, "είναι όταν ήμουνα έξι ετών περίπου. Εκείνη τη μέρα που πήγα στον κινηματογράφο πρέπει να είχαν απεργία τα λεωφορεία και οι συγκοινωνίες και η μετακίνηση γίνονταν με στρατιωτικά οχήματα ΡΕΟ και περιμέναμε ακριβώς από κάτω απ’ τη μαρκίζα. Μου είχε κάνει απίστευτη εντύπωση αυτό το κολοσσιαίο κτίριο. Πρώτη φορά μπήκα μέσα στο Σινεάκ που έπαιζε παιδικά, μάλλον Κυριακή είχα πάει και είχα κατέβει στο υπόγειο. Εν τω μεταξύ βρήκαμε κι ένα παλιό πρόγραμμα όταν είχαμε φτιάξει το φουαγιέ της παιδικής σκηνής, αλλά δεν ήταν και από καμία τρομερή ταινία και επίσης και η μητέρα μου που κρατάει αρχείο από τα πάντα πρόσφατα μου έφερε αυτό το πρόγραμμα."
Έχουμε φτάσει στο Rex. Αφού οι αρχιτέκτονες χαιρετήσουν εργάτες και εργολάβους, μας οδηγούν στην πίσω είσοδο του κτιρίου. Το πρώτο πράγμα που βλέπεις, είναι ο επιβλητικός ανελκυστήρας σκηνικών. Ξεκινάμε να ανεβαίνουμε τις μαρμάρινες σκάλες, όταν τους ρωτάω πώς ανέλαβαν το έργο της αποκατάστασής του.
"Εμείς ξεκινήσαμε με το Rex το 2007, όπου κάναμε αρχικά την μελέτη για την "Παιδική Σκηνή". Ιστορικά, το Σινεάκ κάποια στιγμή μετασχηματίστηκε σε κανονικό κινηματογράφο, με το όνομα Rex2, το οποίο αργότερα έκλεισε. Όταν ξανάνοιξε η μελέτη ήταν να γίνει συνεδριακό κέντρο, με αίθουσα μεταφραστών εκεί που αργότερα ήταν τα καμαρίνια. Αυτό δεν λειτούργησε ποτέ και όταν το κτίριο το δώρισαν στο Εθνικό Θέατρο αυτό έγινε η "Παιδική Σκηνή" του εθνικού θεάτρου.
Το 2007 υλοποιήσαμε μια μελέτη και κατασκευή για την αναδιαμόρφωση του φουαγιέ, ώστε να μην είναι πια ένας πρόχειρα διαμορφωμένος χώρος, αλλά να γίνει κάτι που να μπορεί να μπορεί από μόνο του να φιλοξενίσει δράσεις και να λειτουργήσει παράλληλα με τις παραστάσεις. Ένα χώρο δηλαδή που έχει μια μεταβλητότητα και μπορεί να υποστηρίξει και άλλες χρήσεις.
Μέσα από αυτό εμείς ήρθαμε σε επαφή με το κτίριο, αρχίσαμε να το γνωρίζουμε και να εκτιμούμε τις λεπτομέρειές του, το σχεδιασμό του, αυτά τα τρομερά διπλά κλιμακοστάσια, την όψη και να βλέπουμε σιγά - σιγά κάποια πράγματα από το 2007 μέχρι το 2013 να εξαφανίζονται. Έγιναν οι φασαρίες το 2011, πότε ήταν, που έγιναν κάποιες ζημιές κυρίως στην όψη του Μαρασούλη. Εξαφανίστηκαν αυτά τα εκπληκτικά πόμολα που ήταν σχεδιασμένα σαν μουσικό κλειδί, από βαρύ χρώμιο. Επίσης τα νέον που υπήρχαν στην μαρκίζα και υπήρχαν τα σημεία τους μέχρι το 2008 μετά τα βγάλανε για κάποιο άγνωστο λόγο. Δεν δούλευαν βέβαια αλλά τουλάχιστον όταν υπάρχουν εκεί ξέρεις το μήκος, τα μετράς, το σημείο.
Μερικές φορές οι αποκαταστάσεις κτηρίων είναι λίγο προσχηματικές κι αυτό γιατί ένα τεράστιο θέμα είναι το κομμάτι της συντήρησης. Κάποια κτήρια απλά δε συντηρούνται, γερνάνε και μια μεγάλη μερίδα του κόσμου φτάνει στο σημείο να πει "Άντε να γίνει κάτι καινούργιο, καθαρό!". Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο ηλεκτρικός, που ο κόσμος χάρηκε ότι καθάρισαν οι αποβάθρες, ενώ ουσιαστικά κάποιοι σταθμοί, κατά τη γνώμη μου, καταστράφηκαν εντελώς. Καταστράφηκε εντελώς η ιστορική συνέχεια.
Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε εμείς στο Rex, να διατηρήσουμε την ιστορική συνέχεια. Βρήκαμε το κτήριο πάρα πολύ κοντά στην αρχική του κατάσταση, όπως άνοιξε το ’35 – ’37, με κάποιες υποδομές οι οποίες είχαν ακυρωθεί ή είχαν αφαιρεθεί. Ένας λόγος είναι ότι ήταν ιδιωτική επιχείρηση. Μετά το ότι κάηκε κι έμεινε κλειστό. Στη δεύτερη εργολαβία δεν κληρώθηκαν αυτά που έπρεπε να γίνουν. Οπότε το κτίριο δεν υπέστει πολλές αλλοιώσεις. Όλο το κέλυφος, η ορθομαρμάρωση, αλλά κυρίως η όψη με όλα αυτά τα στοιχεία των μεταλλικών κουφωμάτων, που κάνουν το κτήριο να έχει την όψη που έχει - να φαίνεται τόσο τζάμι και τόσο κατακόρυφο, χωρίς να φαίνεται ο σκελετός με τα παράθυρα - ήταν ως είχαν. Αυτό βέβαια, δεν ήταν εύκολο. Είναι κάτι εντελώς αυτονόητο πια στο εξωτερικό. Αυτές οι διατομές του ’30, υπάρχουν ακόμα και τώρα σε παραγωγή και μπορείς να τις προδιαγράψεις. Κάναμε επαφές με το εξωτερικό και μας έστειλαν κανονικότατα λεπτομέρειες κατασκευαστικές και τεμάχια για να βελτιωθούν αυτές οι διατομές. Αυτό δεν ήταν όμως καθόλου δεδομένο εδώ στην Ελλάδα.
Όπως επίσης προσπαθήσαμε να επαναφέρουμε κάποιον εξοπλισμό που ήταν πάρα πολύ ιδιαίτερος. Πέραν αυτού ήταν και στο μηχανολογικό κομμάτι εξαιρετική η μελέτη. Δηλαδή το σύστημα αερισμού - εξαερισμού, θέρμανσης – ψύξης, με μηχανές οι οποίες υπάρχουν ακόμα και οι περισσότερες απ’ αυτές λειτουργούν και είναι πλέον μουσειακές. Είναι φτιαγμένες για να λειτουργούν για πάντα. Δεν υπάρχει αυτό το ότι, θα το ξηλώσω να βάλω κάτι καινούργιο και μετά να τ’ αλλάξω σε τρία ή δέκα ή είκοσι χρόνια.
Το οικόπεδο επίσης. Είναι διαμπερές και βγάζει πίσω στη Φειδίου. Έχει κρατηθεί μάλιστα ένα κτήριο μικρό, ένα νεοκλασικό που χρησιμοποιείται ακόμα, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το Rex και εκεί στεγάζονται τα καμαρίνια και από εκεί μπαίνουν και τα σκηνικά. Μάλιστα όταν είχε γίνει το κτήριο δεν ήταν ξεκάθαρο το πώς θα λειτουργήσει το θέατρο οπότε ένα λάθος που έγινε είναι ότι δεν προβλέφθηκε από που θα μπαίνουν τα σκηνικά. Έτσι γκρεμίστηκε ένα κομμάτι πίσω και προστέθηκε στον ακάλυπτο δύο κτηρίων ένας τεράστιος πύργος που μπήκε ο ανελκυστήρας φορτίων, που βγαίνει κατευθείαν πάνω στη σκηνή.
Εντύπωση μας έκανε ότι υπήρχαν στο Rex μικρά δωματιάκια που είχαν κατασκευαστεί σε βοηθητικούς χώρους του κτιρίου από απομεινάρια σκηνικών, που λειτουργούσαν ως "καβάτζες".
Ένα άλλο κομμάτι που προσωπικά θεωρώ μεγάλη αλλαγή,αν και για κάποιους ίσως να είναι ασήμαντο, είναι το ότι όλη η μαρκίζα έγινε λευκή. Αρχικά η ιδέα της μαρκίζας και του προβόλου ήταν να στεγάσει τον κόσμο μέσα απ’ το πεζοδρόμιο, να καλύπτει όλο το πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, αλλά αυτό λειτουργούσε σε συνδυασμό με τα νέον. Όλο αυτό ήταν αρκετά γυαλιστερό κι έκανε μια απίστευτη αντανάκλαση. Δηλαδή φώτιζε όλο. Ήταν ,λέει, σαν να ‘ναι μέρα. Αυτό ήταν το αρχικό χρώμα της μαρκίζας.
Ένα άλλο θέμα ήταν τα νέον. Ο φωτισμός αυτός ήταν κάτι πολύ καινούργιο για την εποχή του και σίγουρα υπήρχε μια προσπάθεια να γίνει και ένας ασυνείδητος σύνδεσμος με το εξωτερικό - με την Αμερική, με ουρανοξύστες και λοιπά. Προσπαθήσαμε να επαναφέρουμε, το σύνολο των φωτινών γραμμών, που ξηλώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό μετά την πυρκαγιά το ΄82.
Όλη η προσπάθεια της δικής μας μελέτης ήταν για το πώς θα μπορέσουν να κρατηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία του κτιρίου γίνεται. Να αποκατασταθούν τα μάρμαρα να κρατηθούν τα περισσότερα στην όψη και να καθαριστούν με ένα τρόπο που να μην γυαλίσει, αλλά να επαναφέρει την ηλικία του, να κρατηθεί όλος ο μεταλλικός σκελετός της μαρκίζας, να μην αλλάξουν οι αναλογίες σε διάφορα στοιχειά του κτιρίου, να αφαιρεθούν όλα αυτά τα μηχανήματα, οι σωλήνες και τα κλιματιστικά από την όψη."
Ρωτάω και τους δύο ποιο ήταν το ψυχολογικό αντίκτυπο αναλαμβάνοντας ένα τέτοιο έργο, καθώς το Rex είναι το σύμβολο μιας Αθήνας που αποτελεί πια μακρινή ανάμνηση.
"Ήταν κάτι που δεν έγινε έτσι από την μία μέρα στην άλλη. Δηλαδή έγινε με έναν τρόπο που όταν ξεκινήσαμε να το κάνουμε πια είχαμε κάνει είδη τόση δουλειά και τόση έρευνα από μόνοι μας, που ήταν σαν λογική συνέχεια αυτού που κάναμε. Ξεκινήσαμε με την παιδική σκηνή και είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε για σχέδια, είχαμε βρει κατόψεις και τομές από το Υπουργείο Πολιτισμού κυρίως για προσωπική ικανοποίηση και όχι για το έργο, οπότε μετά σε κάποιες πρώτες συναντήσεις εμείς πήγαμε με όλα αυτά τα σχέδια. Γενικά για εμάς ήταν πολύ σημαντικό που ήρθαμε σε επαφή με αυτό το κτίριο. Σαν εμπειρία το ότι ασχολείσαι με ένα κτίριο που έχει όλη αυτή την ιστορία, είναι τόσο σημαντικό και παράλληλα έχει μια κλίμακα που σου επιτρέπει να ασχοληθείς παραπάνω, να ψάξεις να βρεις πληροφορίες για τα υλικά να έρθεις σε επαφή με ανθρώπους στο εξωτερικό που βλέποντας ένα τέτοιο έργο αμέσως εκφράζουν ενδιαφέρον και σου απαντάνε, σου στέλνουν δείγματα."
Όσο για το αν πιστεύουν αν θα επανέλθει η αίγλη όλου αυτού του κομματιού του κέντρου γύρω απ’ το Rex, όταν ολοκληρωθεί το έργο, απαντούν:
"Νομίζω ότι ενδέχεται ν αλλάξουν κάποια πράγματα γιατί σίγουρα το ένα κτίριο που είναι σε παρακμή φέρνει την εγκατάλειψη και στο διπλανό και στο διπλανό. Βέβαια σήμερα είναι περίεργη η δυναμική και πως έχουν γίνει τα πράγματα. Το παράδοξο είναι ότι είναι πάρα πολύ ακριβά τα ενοίκια και οι αξίες αγοράς και παράλληλα σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο έχεις μερικές χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα κενά."
Πιστεύετε ότι θ' αλλάξει ποτέ η τωρινή παρακμιακή εικόνα του κέντρου της Αθήνας;
Είμαι περίεργος να δω τι θα γίνει με το σχέδιο για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου.
Καθώς η κουβέντα μας φτάνει στο τέλος επισκεπτόμαστε την ταράτσα. Στο τέρμα της υπάρχει μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά. Μοιάζει περισσότερο με βάθρο. Ο Θανάσης μας λέει πως ο «μύθος» θέλει τη Μελίνα να ανεβαίνει σε αυτή τη σκάλα και να χαιρετά τον κόσμο μετά τις παραστάσεις.
Η ώρα της κατάβασης έχει φτάσει. Καθώς βγαίνουμε και πάλι από την πίσω είσοδο, παρατηρώ στον τοίχο αριστερά μου γραμμένο το εξής: "Δέσποινα Σ’ αγαπώ!". Επηρεασμένη από όσα είπαμε και όσα είδα, είχα σχεδόν ξεχάσει τη λειτουργία του Rex ως νυχτερινού κέντρου, οπότε άρχισα να σκέφτομαι πόσο σημαντική είναι πια αυτή η "Δέσποινα" και ποιος είναι αυτός ο βέβηλος που την αγαπάει τόσο. Όταν έστρεψα το βλέμμα μου στον απέναντι τοίχο ,όμως, και διάβασα το επικό "Από αγάπη υπερβισσική θα πεθάνω", κατάλαβα ότι οι fans των αιωνίων Βίσση – Βανδή, στημένοι στην πίσω πόρτα του κέντρου διαδκεδάσεως, περιμένοντας και ουρλιάζοντας για ένα αυτόγραφο, άφηναν πωρωμένα συνθήματα με ανεξίτηλα μαρκαδοράκια, εκφράζοντας έτσι την αγάπη τους.
Αν κρίνω από τον αριθμό των συνθημάτων, η Βίσση μάλλον συγκέντρωνε τους περισσότερους και φανατικότερους οπαδούς με διαφορά.