Το 1917 ο περιβόητος λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας (τέλη 19ου αιώνα-1925) απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε χαράξει το εξής κείμενο:
«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου.
Μαρτίου 1917»
Μαρτίου 1917»
Ελεύθερη απόδοση στη νέα ελληνική:
«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».
Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.
Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά πενήντα τέσσερα άτομα, πιθανότατα αρκετά από αυτά με το συγκεκριμένο μαχαίρι. Η Παρδάλα συνόδευσε τον λήσταρχο έως το άδοξο τέλος της ζωής του, την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Εκεί σκοτώθηκε σε συμπλοκή με σώμα της Χωροφυλακής.
Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».
Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.
Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά πενήντα τέσσερα άτομα, πιθανότατα αρκετά από αυτά με το συγκεκριμένο μαχαίρι. Η Παρδάλα συνόδευσε τον λήσταρχο έως το άδοξο τέλος της ζωής του, την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Εκεί σκοτώθηκε σε συμπλοκή με σώμα της Χωροφυλακής.
Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.