Του Σταμου Ζουλα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ούτε το κράτος ούτε εμείς πρέπει να επαφιέμεθα στο φιλότιμο των συμπολιτών μας, που επιδίδονται επί χρόνια στο «άθλημα» της φοροδιαφυγής. Η επισήμανση γίνεται με αφορμή τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση και την έκκληση της κυβέρνησης προς τους επαγγελματίες του κλάδου, να μειώσουν αντίστοιχα τις τιμές και να κόβουν αποδείξεις. Ομως η φιλοτιμία, αποκλειστικά ελληνική έννοια και ιδιότητα, ισχύει όταν εκφράζεται από την ολότητα ή -έστω- τη μεγάλη πλειοψηφία των συνελλήλων. Οταν περιορίζεται ως ιδιότητα της μειοψηφίας, λειτουργεί αντίστροφα. Ο φιλότιμος αισθάνεται βλάκας ή ηλίθιος. Σε τούτο συμβάλλει κατά κανόνα η σύζυγος, συνεπικουρούμενη απ’ τα τέκνα. «Κοίτα ο Μανώλης. Την ίδια δουλειά κάνετε. Αυτός πλουτίζει και μας τα τρώει η εφορία». Τότε ο «υπόλογος», την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος, μεταπηδά, συνήθως, στους «μανώληδες». Το ότι ο τουρισμός αποκαλείται «η μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας», δεν οφείλεται στους ασχολούμενους με τον τομέα. Βασίζεται αποκλειστικά στην απαράμιλλη ομορφιά και στην ελκυστικότητα της χώρας μας. Αντίθετα, μεγάλη μερίδα των επαγγελματιών τον βλέπει επί 10ετίες, ως θεόσταλτη αγελάδα για άρμεγμα. Αυτοί συνέτειναν περισσότερο στη στασιμότητα, παρά στην ανάπτυξή του. Στον διεθνή Τύπο δημοσιεύονται πάμπολλες διαμαρτυρίες τουριστών, που καταγγέλλουν εξοργιστικές περιπτώσεις αισχροκέρδειας. Υπέρογκοι λογαριασμοί, για πενιχρές παροχές, ληστρικά κόμιστρα από ταξιτζήδες, αρπαχτές από τα τουριστομάγαζα. Αλλά ας μην μείνουμε σ’ αυτές τις καταγγελίες, οι οποίες έχουν προκαλέσει στον τουρισμό μας σαφώς μεγαλύτερη ζημία, από τα κέρδη που προσδοκά η ετήσια και πολυδάπανη προβολή της χώρας. Πέραν τούτου και οι «ιθαγενείς» γινόμαστε δεκτοί «χαριστικά» στα τουριστικά «μας» θέρετρα και αφού αποδεχόμαστε τις προδιαγραφές της αισχροκέρδειας. Ολοι μας έχουμε συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιων «επαγγελματιών». Με «τουριστικομεροκάματο» δυόμισι-τριών μηνών τον χρόνο, άρπαγες συμπατριώτες μας δεν είχαν μόνον την πολυτέλεια εννιάμηνων διακοπών, αλλά και τη δυνατότητα να πραγματοποιούν τον χειμώνα πολυήμερα ταξίδια στο εξωτερικό και πολυέξοδα ψώνια. Φυσικά αυτές οι περιπτώσεις «ευδοκιμούν» κυρίως στις τουριστικότερες περιοχές και δεν ήταν δυνατόν να καταστούν κανόνας. Ομως, αποτέλεσαν και αποτελούν πρότυπο «επιτυχημένου» επιχειρηματία, για τους ομοιοεπάγγελτους. Οπότε, το μικρότερο αποτέλεσμα δεν έχει σχέση, όταν η συμπεριφορά είναι η ίδια. Δηλαδή η νοοτροπία της αρπαχτής και της φοροδιαφυγής, η οποία καταγράφηκε προ ημερών στο 85% για τη Ρόδο, στο 80% για την Ζάκυνθο κ.ο.κ. Οπως σημειώσαμε, το φαινόμενο δεν εμφανίζεται μόνον στον ευπαθή τουρισμό, ούτε στους λεγόμενους μεγαλοφοροφυγάδες. Εχει διαποτίσει και τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας μας. Πάμπολλοι ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ελαιοχρωματιστές, σιδεράδες, κηπουροί κ.λπ., έχουν μεταβληθεί σε εργοδότες. Εχουν «προσλάβει» τεχνίτες, κυρίως αλλοδαπούς, στη δούλεψή τους. Οι πρώτοι τους κλέβουν, εκείνοι τους κλέβουν και αμφότεροι μας κλέβουν. Με παράνομη εργασία, με υπερβολικές και χωρίς αποδείξεις αμοιβές. Επιβιώνουν, ευδοκιμούν και πολλαπλασιάζονται, όχι μόνον εξαιτίας του «ανίκανου» κράτους, αλλά και χάριν της δικής μας «συμμετοχής». Οπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι υπήρξαν «οι πλουτίσαντες επί Κατοχής»· οι μαυραγορίτες, που εκμεταλλεύθηκαν την πείνα και τη δυστυχία του λαού, υφαρπάζοντας, αντί πινακίου φακής, σπίτια, οικόπεδα, τιμαλφή. Σήμερα και χωρίς, ευτυχώς, να υπάρχουν οι τότε συνθήκες, εμείς πάλι, δημιουργούμε τους «πλουτίσαντες επί ανοχής».Της δικής μας και εις βάρος μας ανοχής...