Νοσταλγικές αναμνήσεις
Το Μέγαρο Βούρου, αριστερή γωνία, και δεξιά η "Μεγ. Βρεττάνια". Προ... Ζαχαράτου! |
Το καφενείο των Ζαχαράτου – Καπερώνη, της Πλατείας Συντάγματος, αρχή οδού Σταδίου, ή σκέτο Ζαχαράτου όπως ήταν καθιερωμένο, αποτελούσε μέχρι το οριστικό του κλείσιμο μία πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα παράμετρο στην εν γένει πολιτική ζωή του τόπου.
Ο Σπύρος Ζαχαράτος, μετά την επιτυχία του πρώτου του καφενείου στην Ομόνοια και διαβλέπων την σημασία της «πιάτσας» του Συντάγματος, άνοιξε στο ισόγειο του Μεγάρου της Οικογένειας Βούρου, όπου το σημερινό Athens Plaza, νέο καφενείο κατά τον Δεκέμβριο του 1888.
Σύντομα κατέστη το εντευκτήριο όλης της αθηναϊκής κοινωνίας και «στέκι» των πλέον αξιόλογων, έγκυρων και έγκριτων πολιτικών αναλυτών της εποχής, αλλά και των πάσης φύσεως πολιτικολογούντων «ψώνιων», του τύπου:
- «Μωρέ κάνε με Πρωθυπουργό, γιά μία μόνο μέρα και θα.....»!
Τα διατυπούμενα εκεί σχόλια είχαν τεράστια απήχηση κι επηρέαζαν σοβαρά τις λαμβανόμενες πολιτικές αποφάσεις. Εκεί ήταν η έδρα της λεγόμενης «Γερουσίας του Ζαχαράτου», η οποία κατά κανόνα ασκούσε δριμεία κριτική στην εκάστοτε Κυβέρνηση! Τακτικοί θαμώνες του πολιτικοί, δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, ποιητές και καλλιτέχνες. Λέγεται μάλιστα πως ο αντίλαλος των συζητουμένων σ’ αυτό το καφενείο ήταν τόσο μεγάλος ώστε συχνά διάφοροι πολιτικοί, μετά την αγόρευσή τους στην Βουλή, έσπευδαν ασθμαίνοντας να παρακολουθήσουν στου Ζαχαράτου την αίσθηση και κριτική του λόγου που εκφώνησαν από το βήμα της Βουλής, από την «Γερουσία» του καφενείου!
Ο Σπύρος Ζαχαράτος, μετά την επιτυχία του πρώτου του καφενείου στην Ομόνοια και διαβλέπων την σημασία της «πιάτσας» του Συντάγματος, άνοιξε στο ισόγειο του Μεγάρου της Οικογένειας Βούρου, όπου το σημερινό Athens Plaza, νέο καφενείο κατά τον Δεκέμβριο του 1888.
Σύντομα κατέστη το εντευκτήριο όλης της αθηναϊκής κοινωνίας και «στέκι» των πλέον αξιόλογων, έγκυρων και έγκριτων πολιτικών αναλυτών της εποχής, αλλά και των πάσης φύσεως πολιτικολογούντων «ψώνιων», του τύπου:
- «Μωρέ κάνε με Πρωθυπουργό, γιά μία μόνο μέρα και θα.....»!
Τα διατυπούμενα εκεί σχόλια είχαν τεράστια απήχηση κι επηρέαζαν σοβαρά τις λαμβανόμενες πολιτικές αποφάσεις. Εκεί ήταν η έδρα της λεγόμενης «Γερουσίας του Ζαχαράτου», η οποία κατά κανόνα ασκούσε δριμεία κριτική στην εκάστοτε Κυβέρνηση! Τακτικοί θαμώνες του πολιτικοί, δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, ποιητές και καλλιτέχνες. Λέγεται μάλιστα πως ο αντίλαλος των συζητουμένων σ’ αυτό το καφενείο ήταν τόσο μεγάλος ώστε συχνά διάφοροι πολιτικοί, μετά την αγόρευσή τους στην Βουλή, έσπευδαν ασθμαίνοντας να παρακολουθήσουν στου Ζαχαράτου την αίσθηση και κριτική του λόγου που εκφώνησαν από το βήμα της Βουλής, από την «Γερουσία» του καφενείου!
Σχετικά, είχε αναγραφεί, μεταξύ άλλων, στον τύπο κατά το 1928, (νομίζω στο «Βήμα»), πως «ο Ζαχαράτος δεν είναι καφενείο αλλά η συνισταμένη των νεοελληνικών παλμών»!
Όταν ο καινοτόμος Ζαχαράτος σκέφτηκε να λειτουργήσει εντός του καφενείου και.... κινηματογράφο, κατά το 1910, πολλοί το εξέλαβαν ως προεόρτια κλεισίματος του αγαπημένου τους καφενέ και άρχισαν το.... μοιρολόι. Ο Γ. Σουρής μάλιστα έγραψε και έναν μακροσκελή ... επιτάφιο θρήνο γιά το ιστορικό αυτό καφενείο, που άρχιζε κάπως έτσι:
Όταν ο καινοτόμος Ζαχαράτος σκέφτηκε να λειτουργήσει εντός του καφενείου και.... κινηματογράφο, κατά το 1910, πολλοί το εξέλαβαν ως προεόρτια κλεισίματος του αγαπημένου τους καφενέ και άρχισαν το.... μοιρολόι. Ο Γ. Σουρής μάλιστα έγραψε και έναν μακροσκελή ... επιτάφιο θρήνο γιά το ιστορικό αυτό καφενείο, που άρχιζε κάπως έτσι:
« Κλείνει μέγα καφενείον,
αναμνήσεων σπανίων.
Μη ρωτάς ερατεινέ,
γιά το κράτος –συμφορά του!
Κλάψε γιά τον καφενέ
μοναχά του Ζαχαράτου.
Το θυμάσαι Περικλέτο;
το μεγάλο καφενείο,
των αργών το Πρυτανείο;
....................................... »
Τελικά το καφενείο δεν έκλεισε κι έμειναν μόνο οι γκρίνιες και οι κλάψες!
Όμως το μοιραίο πλήρωμα του πανδαμάτορος χρόνου ήρθε και γι' αυτό, με την ανακοίνωση, το 1960, της οριστικής απόφασης γιά την κατεδάφιση του κτηρίου, υπακούοντας στην νομοτέλεια των πάντων, που λέγεται... «θάνατος»! Τότε οι αντιδράσεις των απλών ανθρώπων, αλλά και του πνευματικού κόσμου υπήρξαν έντονες, αλλά μάταιες. Δεκάδες ήσαν τα κείμενα που γράφτηκαν γιά την απώλεια του ιστορικού καφενείου, πολλές οι συζητήσεις που έγιναν και οι διαμαρτυρίες που προέκυψαν κατά της απόφασης αυτής, αφού με εκείνο τελείωνε και ένα κομμάτι της νεώτερης ιστορίας των Αθηνών και της Ελλάδας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφερόμενος στο γεγονός, το χαρακτήρισε ως απώλεια «του δεύτερου και πιό ελεύθερου κοινοβουλίου της χώρας»!
Πολύ συγκινητικό επίσης, ήταν το χρονογράφημα του δημοσιογράφου Παύλου Παλαιολόγου, ο οποίος έγραψε στο "Βήμα", ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: «Ένα καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνό μου. Από τα τελευταία. Πόσα τάχα απομένουν; Αν ανήκα στους χορηγούς θα εμπιστευόμουν στην Ακαδημία την απονομή επάθλου γιά τη συγγραφή της ιστορίας του καφενείου που πεθαίνει. Κάθε μέρα και ένας θάνατος. Ο τελευταίος αιώνας του βίου του. Ούτε γιά δείγμα θα υπάρχει το 2000 μ.Χ. Θέμα σπαρταριστό γιά λαογράφους, λογοτέχνες, ιστορικούς και ποιητές ακόμα. Πώς δεν σκέφτηκαν να του εκφωνήσουν τον επικήδειο;».
Κλείνοντας αυτό το μικρό οδοιπορικό σ' ένα βασικό κοινωνικό στοιχείο μιάς άλλης εποχής, το καφενείο, υποδηλώνω το τεράστιο κενό που δημιουργείται στο ήθος, το ύφος και το χιούμορ της έκφρασης στον τομέα της ανθρώπινης επαφής. Το καφενείο, ως χώρος συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων κάθε είδους, ενημέρωσης αλλά και καταφυγής, κόντρα στην μοναξιά, των πνευματικών, και όχι μόνον, ανθρώπων, όπου απόψεις και ιδέες κουβεντιάζονταν σε υψηλούς, αλλά και πολιτισμένους τόνους, δεν επέζησε. Έπεσε θύμα της απομόνωσης που γεννά το άγχος της ταχύτητος, της βιοπάλης, της κατάντιας της εξέλιξης, του μοντερνισμού και, εν τέλει, της... ««προόδου»!
Και μέχρις ότου βρεθεί υποκατάστατο, οι στίχοι του Σουρή, αν και σατυρικοί, θα τρυπούν, οδυνηρά και βασανιστικά, αυτιά και ψυχή:
Το θυμάσαι Περικλέτο;
το μεγάλο καφενείο,
των αργών το Πρυτανείο;
....................................... »
Τελικά το καφενείο δεν έκλεισε κι έμειναν μόνο οι γκρίνιες και οι κλάψες!
Όμως το μοιραίο πλήρωμα του πανδαμάτορος χρόνου ήρθε και γι' αυτό, με την ανακοίνωση, το 1960, της οριστικής απόφασης γιά την κατεδάφιση του κτηρίου, υπακούοντας στην νομοτέλεια των πάντων, που λέγεται... «θάνατος»! Τότε οι αντιδράσεις των απλών ανθρώπων, αλλά και του πνευματικού κόσμου υπήρξαν έντονες, αλλά μάταιες. Δεκάδες ήσαν τα κείμενα που γράφτηκαν γιά την απώλεια του ιστορικού καφενείου, πολλές οι συζητήσεις που έγιναν και οι διαμαρτυρίες που προέκυψαν κατά της απόφασης αυτής, αφού με εκείνο τελείωνε και ένα κομμάτι της νεώτερης ιστορίας των Αθηνών και της Ελλάδας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφερόμενος στο γεγονός, το χαρακτήρισε ως απώλεια «του δεύτερου και πιό ελεύθερου κοινοβουλίου της χώρας»!
Πολύ συγκινητικό επίσης, ήταν το χρονογράφημα του δημοσιογράφου Παύλου Παλαιολόγου, ο οποίος έγραψε στο "Βήμα", ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: «Ένα καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνό μου. Από τα τελευταία. Πόσα τάχα απομένουν; Αν ανήκα στους χορηγούς θα εμπιστευόμουν στην Ακαδημία την απονομή επάθλου γιά τη συγγραφή της ιστορίας του καφενείου που πεθαίνει. Κάθε μέρα και ένας θάνατος. Ο τελευταίος αιώνας του βίου του. Ούτε γιά δείγμα θα υπάρχει το 2000 μ.Χ. Θέμα σπαρταριστό γιά λαογράφους, λογοτέχνες, ιστορικούς και ποιητές ακόμα. Πώς δεν σκέφτηκαν να του εκφωνήσουν τον επικήδειο;».
Κλείνοντας αυτό το μικρό οδοιπορικό σ' ένα βασικό κοινωνικό στοιχείο μιάς άλλης εποχής, το καφενείο, υποδηλώνω το τεράστιο κενό που δημιουργείται στο ήθος, το ύφος και το χιούμορ της έκφρασης στον τομέα της ανθρώπινης επαφής. Το καφενείο, ως χώρος συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων κάθε είδους, ενημέρωσης αλλά και καταφυγής, κόντρα στην μοναξιά, των πνευματικών, και όχι μόνον, ανθρώπων, όπου απόψεις και ιδέες κουβεντιάζονταν σε υψηλούς, αλλά και πολιτισμένους τόνους, δεν επέζησε. Έπεσε θύμα της απομόνωσης που γεννά το άγχος της ταχύτητος, της βιοπάλης, της κατάντιας της εξέλιξης, του μοντερνισμού και, εν τέλει, της... ««προόδου»!
Και μέχρις ότου βρεθεί υποκατάστατο, οι στίχοι του Σουρή, αν και σατυρικοί, θα τρυπούν, οδυνηρά και βασανιστικά, αυτιά και ψυχή:
«Ω΄, βαρύ γλυκέ καφέ μου
και σαν είμαι μοναχός
και σαν έχω συντροφιά,
κάθε μιά σου ρουφηξιά
είναι μιά λαμπρή ιδέα»