Η μουσική επιθεώρηση δεν είναι ελληνική εφεύρεση, μας έχει έλθει από την Ευρώπη, και όπως φαίνεται, από το Παρίσι. Αυτό έγινε γύρω στο 1910, γιατί η πρώτη ελληνική επιθεώρηση – τα Παναθήναια – παρουσιάστηκαν στο κοινό της Αθήνας το 1912 και φαίνεται ότι είχαν πολλά στοιχεία της Παρισινής μουσικής επιθεώρησης, νούμερα με πνευματωδεις ατάκες, χαρακτηριστικές του γαλλικού πνεύματος, μουσική επίσης γαλλικής έμπνευσης και γενικά φαινόταν έντονα η γαλλική επιρροή πάνω στο καινούργιο αυτό για την Ελλάδα θεατρικό είδος.
Πολύ γρήγορα το νέο αυτό μουσικό θέατρο απέκτησε πολλούς φίλους ανάμεσα στους Αθηναίους της εποχής εκείνης, και σ΄αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι με το είδος αυτό ασχολήθηκαν σημαντικά πρόσωπα του πνευματικού κόσμου, όπως λ.χ. ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του αιώνα μας και κατ΄ επανάληψιν υπουργός. Τα « Παναθήναια » συνεχίστηκαν επί χρόνια, και ύστερα έδωσαν τη θέση τους σε επιθεωρησιακά έργα που ανέβαζε ο κάθε επιθεωρησιακός θίασος.
Η επιθεώρηση θεωρείται ένα από τα δυσκολώτερα είδη θεατρικής τέχνης. Πρώτα απ΄όλα, απαιτείται καλός συγγραφέας των κειμένων, συνήθως μάλιστα τα κείμενα γράφονται από δύο ή τρεις συγγραφείς, ειδικευμένους στο είδος. Κατόπιν, χρειάζεται η μουσική – ελαφρά πάντοτε – που θα επενδυσει τα κείμενα, και επομένως και ο κατάλληλος συνθέτης. Απαιτούνται οι κατάλληλοι ηθοποιοί που θα παίξουν – και μάλιστα ειδικευμένοι ηθοποιοί στο είδος αυτό του θεάτρου. Επίσης, χορευτές, ο χορογράφος που θα κάνει τη σχετική χορογραφία, οι μουσικοί της ορχήστρας, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, τα σκηνικά – όπως σε κάθε θεατρικό έργο – και διάφοροι άλλοι συντελεστές της παράστασης.
Το έργο αποτελείται από διάφορα – συνήθως μικρής ή μέτριας διάρκειας – « νούμερα», που εκτελούνται από έναν ή δυό ηθοποιούς, το τέλος των οποίων ακολουθείται από τραγούδι που εκτελείται από τον ίδιο τον ηθοποιό,που πρέπει να έχει και τα κατάλληλα φωνητικά προσόντα. Τόσο τα κείμενα των σκετς αυτών, όσο και οι στίχοι των μουσικών κομματιών που ακολουθούν, πρέπει να είναι γραμμένα σε στυλ ευθυμογραφικό, ή κυρίως, σατιρικό. Η επιθεώρηση από πρώτη αρχή σατίριζε τόσο τα γεγονότα της καθημερινότητας, όσο – κυρίως – τα πολιτικά γεγονότα και τους πολιτικούς, ιδίως αυτούς.
Η σάτιρα των επιθεωρήσεων – και κυρίως η σάτιρα των πολιτικών προσώπων – πρέπει να είναι πάντοτε λεπτή και διακριτική, ώστε να μην προσβάλει με χοντροκομμένα αστεία τα σατιριζόμενα πρόσωπα,και εδώ απαιτείται ο κάλός συγγραφέας που ξέρει να σατιρίζει χωρίς να ξεπερνά τα όρια της κοσμιότητας.
Η Ελληνική επιθεώρηση του παρελθόντος – μέχρι το 1967 – είχε την ευτυχία να δεί να περνούν μέσα από αυτήν, συγγραφείς με μεγάλη αξία, κατά το πλείστον ευθυμογράφοι. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τα καλύτερα ονόματα, και αν ξεχάσαμε κάποια, είναι γιατί μας προδίδει η μνήμη μας. Ο Δημήτρης Γιαννουκάκης ήταν ένας από αυτούς. Εγραφε μόνος, ή συνήθως με κάποιο συνεργάτη. Το τρίο Σπυρόπουλου -Ασημακόπουλου – Παπαδούκα, που έγραφαν σχεδόν πάντα μαζύ τις επιθεωρήσεις τους .Το ντουέττο Αλέκου Σακελλάριου – Γιώργου Γιαννακόπουλου, που έγραψαν πλήθος επιτυχημένων επιθεωρήσεων. Τα ντουέττα Θίσβιου – Γιαλαμά και Γιαλαμά – Πρετεντέρη, συγγραφεων πολλών επιθεωρήσεων. Ο Μίμης Τραϊφόρος, γνωστός και σαν στιχουργός πολλών ελληνικών τραγουδιών. Στιχουργοί ήσαν και οι περισσότεροι από τους άλλους επιθεωρησιογράφους.
Η μουσική των παλιών επιθεωρήσεων γραφόταν από άριστους ως καλούς συνθέτες, ένας από τους οποίους ήταν ο Κώστας Γιαννίδης – γνωστός στην κλασσική ελληνική μουσική με το πραγματικό του όνομα Γιάννης Κωνσταντινίδης -που είχε σπουδάσει στο Ωδείο του Βερολίνου. Ακόμα έγραψαν ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Θόδωρος Παπαδόπουλος και άλλοι σημαντικοί συνθέτες που αυτή τη στιγμή δεν μου έρχονται στο νού.
Οι θεατές και ακροατές των επιθεωρήσεων της εποχής, έχουν περισσότερο στη μνήμη τους τους αμίμητους ηθοποιούς που έπαιξαν αυτές τις επιθεωρήσεις. Τα περισσότερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου – και κυρίως της κωμωδίας – έχουν περάσει επανειλημμένως από το σανίδι της επιθεώρησης, μερικοί μάλιστα ήσαν αποκλειστικά ηθοποιοί της επιθεώρησης. Οι μεταγενέστεροι τους ξέρουν από τις πολλές ελληνικές κινηματογραφικές κωμωδίες που παίζονται τακτικώτατα στην τηλεόραση.
Μπορούμε τώρα να παρουσιάσουμε τους καλύτερους ηθοποιούς που έχουν παίξει επιθεώρηση, τουλάχιστον για την περίοδο λίγο πριν από τον πόλεμο και μέχρι το 1967, οπότε λόγω των συνταγματαρχών έπαψε να υπαρχει αληθινή επιθεώρηση, μιάς και επιθεώρηση χωρίς πολιτική σάτιρα δεν γίνεται.
Τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, τα ονόματα που επικρατούσαν στην επιθεώρηση ήσαν ο Μαυρέας και ο Κοκκίνης. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ουσιαστικά ελληνικός κινηματογράφος, έτσι δεν υπήρξε δυνατότητα να βρεθούν μπροστά στον κινηματογραφικό φακό οι δυό αυτοί μεγάλοι της ελληνικής επιθεώρησης.
Στο διάστημα της κατοχής, πολλά ονόματα καινούργια εμφανίζονται στο σανίδι, και επίσης, κάποια ονόματα που μόλις είχαν εμφανιστεί πριν από τον πόλεμο, όπως ο Σταυρίδης, η Βασιλειάδου, η Ρένα Ντορ και άλλοι, αρχίζουν να ανεβαίνουν στο θεατρικό στερέωμα και επίσης μερικά νέα ονόματα στον συγγραφικό τομέα έχουν παρουσιαστεί.
Ο Νίκος Σταυρίδης είχε έλθει από τη Σάμο, και πήγε στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη όπου έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή. Οι κάπως παλαιότεροι θα τον θυμούνται επάνω στη σκηνή να παίζει επιθεώρηση, όπου ήταν αμίμητος.Για όσους δεν τον έχουν δεί, αρκούν οι εμφανίσεις του στο σινεμά για να εκτιμήσουν την αξία του.
Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν επίσης κορυφαίος ηθοποιός στο είδος αυτό. Κλασσικό νούμερό του ήταν το « Και ύστερα θα κάαααθεσαι ». Δεν μπορεί κανείς να περιγράψει το πολύ μικρό αυτό νούμερο, που έκανε καρριέρα και στο ραδιόφωνο και έγινε και ένα είδος « σλόγκαν » και κοινόχρηστη φράση της καθημερινότητας. Η Γεωργία Βασιλειάδου υπήρξε κορυφαία στο είδος αυτό θεάτρου. Δεν έτυχε να την δώ στο σανίδι, όμως από τις κινηματογραφικές παρουσίες της καταλαβαίνουμε κι εγώ κι εσείς την μεγάλη της κλάση.
Εχω δεί όμως έναν από τους πολύ μεγάλους της ελληνικής επιθεώρησης να παίζει επάνω στη σκηνή, τον Βασίλη Αυλωνίτη. Η παρουσία του ήταν ανάλογη με αυτήν που βλέπουμε να δείχνει στις ταινίες που έπαιξε. Είχε ένα τελείως προσωπικό στυλ, όπως και έχουν γενικά όλοι οι μεγάλοι στο είδος τους. Η Ρένα Ντορ ήταν μιά μικρόσωμη, καθόλου όμορφη αλλά πάρα πολύ μπριόζα ηθοποιός, εξαιρετικά δημοφιλής. Σκόρπιζε πολύ κέφι στο ακροατήριο, και θα την ήθελε ο κάθε θίασος να την έχει στη δύναμή του.
Ένα όνομα – θρύλος, ήταν ο Ορέστης Μακρής. Ο Μακρής είχε αρχίσει την καρριέρα του στο μουσικό θέατρο – καθώς είχε πολύ σπουδαία φωνή – παίζοντας οπερέττα, τον κέρδισε όμως η επιθεώρηση, όπου έχουν μείνει ανεπανάληπτοι οι ρόλοι του σαν μεθυσμένου, παρά το γεγονός ότι δεν έπινε σχεδόν ποτέ του.
Μεγάλο πρόσωπο στη σκηνή και επί πολλά χρόνια, ήταν και ο Πέτρος Κυριακός, που ήταν στην επιθεώρηση από πριν από τον πόλεμο. Ο Κυριακός ήταν επίσης και ένας καλός ποιητής. Ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι πασίγνωστος στους φίλους του ελληνικού κινηματογράφου, και σε παρόμοιους ρόλους εμφανιζόταν – και εμφανίζεται ακόμα – επάνω στη σκηνή. Ενας άλλος πάρα πολύ γνωστός ηθοποιός του σινεμά που έπαιζε σταθερά στην επιθεώρηση, ήταν – και είναι – ο Νίκος Ρίζος από την Αρτα, που έκανε μεγάλη καρριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, βασιζόμενος εν πολλοίς στο μικρό του ύψος, αλλά και στο αναμφισβήτητο ταλέντο του.
Η Σπεράντζα Βρανά ήταν η πρώτη εκρηκτική εμφάνιση πάνω στην ελληνική ελαφρά σκηνή. Σίγουρα, έχω παραλείψει κάποιους ή αρκετούς ηθοποιούς, μέσα σε τοσο μεγάλο αριθμό είναι φυσικό να έχουν γίνει παραλείψεις.
Μιά παράλειψη θα ήταν απαράδεκτη. Να αφήσει κανείς απ΄έξω τη θρυλική Αννα Καλουτά, που επί εξήντα έξι χρόνια, δεν εγκατέλειψε το σανίδι της επιθεώρησης. Είχε αρχίσει την καρριέρα της από μικρό κορίτσι – ίσως δώδεκα χρονών -μαζύ με την κατά δύο περίπου χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Μαρία, που σταμάτησε μετά από αρκετά χρόνια αφήνοντας μόνη την Αννα, που έσπασε κάθε ρεκόρ παραμονής στο σανίδι, ίσως σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι ηθοποιοί που αναφέρθηκαν – αλλά και οι συγγραφείς των επιθεωρήσεων – δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο το σύνολο του θεατρικού αυτού είδους, πάρα πολλοί παραλείφθηκαν είτε διότι δεν μπορώ να τους θυμηθώ, είτε διότι θεωρούνται μάλλον αδίκως σαν « δεύτερης » και « τρίτης » σειράς. Παρέλειψα λ.χ. τον Κούλη Στολίγκα – που είναι και Δραμινός – όχι επειδή είναι κατώτερης κατηγορίας – που βέβαια δεν είναι, όσοι τον έχουν δεί στο σινεμά το κατάλαβαίνουν αυτό – αλλά για να μην μακρύνει υπερβολικά ο κατάλογος. Κατά όμοιο τρόπο μπορούσα να βρώ και πολλά ονόματα που τα έχω ξεχάσει ή που δεν ήξερα ότι έπαιζαν επιθεώρηση – μιά ματιά στα αρχεία που είναι προσιτά θα αρκούσε για να βγάλει στην επιφάνεια και πολλούς άλλους.
Μετά το 1980 και κυρίως μετά το 1985, η επιθεώρηση άρχισε να « ξεπέφτει » σιγά – σι-γά, κι αυτό δεν έγινε επειδή έλειψαν οι ηθοποιοί, αλλά επειδή έλειψαν τα κείμενα. Οι παλιοί συγγραφείς δεν υπήρχαν πιά, και κανένας καινούργιος δεν αναδύθηκε στην επιφάνεια. Από την άλλη μεριά, το κοινό της παλιάς επιθεώρησης απομακρύνθηκε απογοητευμένο από τον κατήφορο που είχε πάρει, ενώ το καινούργιο κοινό ήθελε να μετατραπούν τα κείμενα σε μιά ακατάσχετη ροή βωμολοχιών, και οι καινούργιοι « συγγραφείς » υπέκυψαν στην απαίτηση αυτή του κοινού. Ετσι, το θεατρικό αυτό είδος γνώρισε – όπως και γενικά το σύνολο σχεδόν των παλιών αξιών – μιά έντονη παρακμή, από την οποία δεν φαίνεται ότι μπορεί να βγεί.
Με την ευκαιρία, πρέπει να αναφερθεί ότι και η παλιά επιθεώρηση ήταν γενικά « ελευθεριάζουσα » ως προς τα κείμενα, ήταν αρκετά « Αριστοφανική », αλλά όλα όσα έλεγε το κείμενο ήταν σαφώς συγκεκαλυμμένα, πάντοτε με καλά διατυπωμένα υπονοούμενα που έκαμναν το αγγλιστί s h o c k i n g, να σκεπάζεται με ένα ανάλαφρο πέπλο που δεν επέτρεπε στο κείμενο να κατέβει στο επιπεδο της βωμολοχίας.
Η πολιτική σάτιρα δεν λείπει από το καινούργιο στυλ της επιθεώρησης, αλλά και αυτή έγινε « φτηνή », όπως και η επιθεώρηση στο σύνολό της. Δεν είναι πιά πνευματώδης, προορίζεται για κοινό που δεν εννοεί το πνεύμα. Ετσι, ενώ υπάρχουν καλοί ηθοποιοί της καινούργιας γενιάς, άξιοι να σηκώσουν το βάρος μιάς καλής παράστασης, δεν καταφέρνουν να απόδώσουν αυτό που μπορούν λόγω ελλέίψεως προσεγμένων κειμένων.
Πριν μερικά χρόνια, πήγα σ΄ έναν αθηναικό θίασο που έπαιζε επιθεώρηση για να δώ πώς είναι τα πράγματα, και έμεινα μάλλον απογοητευμένος, για να μην πώ αηδιασμένος. Ούτε το θέαμα, ούτε τα κείμενα, αλλά ούτε και η μουσική επένδυση ξεπερνούσαν το επίπεδο του μετριώτατου, ήταν μιά άθλια παράσταση με όλο το νόημα της λέξης. Από τότε δεν ξαναείδα παράσταση επιθεώρησης. Όταν έχει δεί κανείς το άριστον, δεν μπορεί να ανεχθεί το μέτριο, πόσο μάλλον το μετριώτατο.