Με αφορμή ένα δημοσίευμα του Δημήτρη Κυριακάκη, συνταξιούχου δασκάλου στην τοπική εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΨΗ" "οι πλανόδιοι μανάβηδες του '50 και του '60 στην περιοχή Σαπών", ανοίγω αυτό το θέμα κάνοντας αρχή με το κείμενο του δασκάλου, ο οποίος στις 30 Αυγούστου 2012, δημοσίευσε τα εξής:
"Οι πλανόδιοι μανάβηδες του '50 και του '60 στην περιοχή Σαπών"
Στη δεκαετία του '50 πολλοί κάτοικοι των χωριών δεν είχαν την ευκαιρία να επισκεφτούν τις Σάπες. Γνώριζαν ωστόσο κάποιους Σαπαίους που "γύριζαν" στα χωριά για λόγους επαγγελματικούς. Ανάμεσα σ' αυτούς σημαντική θέση κατείχαν οι πλανόδιοι μανάβηδες (μπαξεβάνηδες), που σε εβδομαδιαία βάση, κάλυπταν τις ανάγκες των νοικοκυριών σε λαχανικά και φρούτα.
Οι πλανόδιοι μανάβηδες των Σαπών από όσα θυμάμαι ήταν ο Νίκος Νάννος ο Φελλάς (Ξούλιας) και ο Λευτέρης Κεραμιδάς.
"Πράσα, λάχανα, πατάτες" το χειμώνα, "ντομάτες, πιπέρια, μελιτζάνες", το καλοκαίρι, ήταν κυρίως η πραμάτεια τους.
Ο Νίκος Νάννος είχε πελάτες αυτούς που πλήρωναν σε είδος: αυγά, δέρματα, μαλλί. Είναι χαρακτηριστικός άλλωστε ο τρόπος που επέλεξε να αναγγέλλει την άφιξή του: "Μαλλιά, δέρματα, αυγά παίρνουμε, "πατάτες, κρεμμύδια, έχουμε".
Ο Φελλάς (Ξούλιας) με το πληθωρικό του παρουσιαστικό συνοδευόταν από το μεγαλύτερο γιο του, που διαλαλούσε τα προϊόντα του με μια φωνή ιδιαίτερου ηχοχρώματος, σχεδόν παραπονιάρικη: "Άιντε μπαξεβάνος, ντομάτες, πιπέρια, μαντζάνες".
Ιδιαίτερα συμπαθής στους κατοίκους όλων των χωριών ήταν ο Λευτέρης Κεραμιδάς, χάρη στον ήπιο χαρακτήρα του και την ευγενική του συμπεριφορά προς τους πελάτες του.
Η προσφορά όλων αυτών στις μικρές κοινωνίες των χωριών της περιοχής των Σαπών ήταν ιδιαίτερα σημαντική, γιατί δεν μπορούσαν όλοι να έρχονται στο παζάρι της Παρασκευής. Πέρα από αυτό η παρουσία τους έδινε μια ξεχωριστή νότα κι έσπαγε τη μονοτονία της ζωής στα απομονωμένα τότε χωριά.
Όσο κι αν φαντάζουν όλα αυτά γραφικά ή ρομαντικά, είναι ωστόσο ένα μικρό δείγμα του πόσο σημαντικός ήταν και είναι ο ρόλος της Κωμόπολης των Σαπών ως διοικητικού, οικονομικού και πολιτιστικού κέντρου της περιοχής. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο ρόλος αυτός αντί να αναβαθμιστεί συνεχώς υποβαθμίζεται. Οι αρμόδιοι ας σταματήσουν αυτήν την κατρακύλα πριν να είναι πολύ αργά. (Δημήτρης Κυριακάκης - συνταξιούχος δάσκαλος).
Πραγματικά, ένας από τους πλανόδιους μανάβηδες της δεκαετίας του '50 και λίγο από τις αρχές του '60 ήταν και ο Λευτέρης Κεραμιδάς, ο πατέρας μου. Θυμάμαι καλά εκείνα τα χρόνια, που από βραδύς μαζί με τη μάνα μου, τη Δημητρούλα, φόρτωναν το κάρο με την πραμάτεια και τα έδεναν και με σκοινιά, προφανώς για να μη γλυστρούν και πέσουν. Τα σκέπαζαν με ένα μουσαμά. Την άλλη μέρα, πριν ακόμη χαράξει, έζευε το μαύρο άλογο και ξεκίναγε για κάποιο χωριό, διαφορετικό κάθε φορά.
Κάποιες φορές, τους καλοκαιρινούς μήνες πήγαινα κι εγώ μαζί του. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν και από τα πιο ξεκούραστα ταξίδια. Μάλλον θα έφταγαν οι κακοί χωματόδρομοι με τις λακκούβες και βέβαια οι σούστες του κάρου, που αν και απορροφούσαν ένα μέρος των κραδασμών, τα σκαμπανεβάσματα ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Υπήρχαν κι άλλοι πλανόδιοι μανάβηδες. Οι περισσότεροι από αυτούς εργάστηκαν σε πιο παλιά χρόνια. Ήταν ο Παναγιώτης Παπάζογλου, ο μπαρμπα-Τσάκος, ο Γιώργος Λιπορδέζης, ο Θανάσης Κηπουρός, ο Νίκος Νάννος, ο Φελλάς, ο Χριστόδουλος Χαδόλιας. Από τους πιο παλιούς ήταν ο Θόδωρος Τσάκος, που διατηρούσε κι ένα μικρό λαχανόκηπο, για να πουλάει όσα παρήγαγε και ο Χριστόδουλος Χαδόλιας. Οι περισσότεροι από αυτούς έκαναν ταυτόχρονα και το επάγγελμα του παντοπώλη. .
Το παρακάτω θέμα είναι δανεισμένο από το βιβλίο: "Ένας κόσμος που αλλάζει". Έκδοση του Δημ. Σχολείου Σαπών.
"το κάρο ήταν το αυτοκίνητο της εποχής...
Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ' αυτό δε συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού, αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης, ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος, ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γινόταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετέφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε κι αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι, που από δω και πέρα μόνο σε ζωολογικούς κήπους θα το βλέπουμε. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δυο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά. Πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια και ό,τι άλλο έβγαζε ένας μπαξές. Τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και το χειμώνα δεν υπήρχαν λαχανικά. Έτσι ο πλανόδιος μανάβης δεν έβγαινε στα χωριά το χειμώνα. Την άνοιξη άρχιζε τη δουλειά του. Αργότερα, το γαϊδουράκι έσερνε κι ένα κάρο, μικρό και δίτροχο. Βλέπετε το συμπαθητικό ζωάκι δεν είχε μεγάλη δύναμη για κάτι παραπάνω.
Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του πλανόδιου μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο και το δίτροχο κάρο από το τετράτροχο. Την εποχή εκείνη η αξία ενός αλόγου και ενός τετράτροχου κάρου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Όσο αξίζει σήμερα ένα αυτοκίνητο! Τώρα ο πλανόδιος μανάβης μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα εμπορεύματα και πιο γρήγορα, αφού το άλογο μπορούσε να κινείται σαφώς πιο γρήγορα από ένα γαϊδουράκι. Απαραίτητα εξαρτήματα του μανάβη ήταν ένας κουβάς για να πίνει νερό το άλογο κι ένα δισάκι με την τροφή του. Ο μανάβης έπρεπε να φροντίζει ιδιαίτερα για την καλή κατάσταση του αλόγου του. Να το ξεκουράζει συχνά, να το ξεπεζεύει από το κάρο, να το σκουπίζει από τον ιδρώτα του και να του δίνει νερό και τροφή. Άλλα απαραίτητα εργαλεία του μανάβη ήταν η κρεμαστή ζυγαριά, οι οκάδες και τα δράμια, που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια.
Την εποχή πριν από το 1940, αλλά και αρκετά χρόνια μετά το 1950, οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γινόταν σε είδος. Για να αγοράσουν κάτι από το μανάβη έδιναν αυγά, κριθάρι, καλαμπόκι, σουσάμι και ό, τι άλλο μπορεί να έχει ένα σπίτι στο χωριό.
Ο πλανόδιος μανάβης στις Σάπες
Μάθαμε ότι ο πατέρας του διευθυντή μας πριν από τον πόλεμο του 1940, ασκούσε το επάγγελμα του πλανόδιου μανάβη. Δε χάσαμε λοιπόν την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε τι γνωρίζει για το επάγγελμα αυτό. Μια μέρα συναντηθήκαμε με τον κ. διευθυντή μας που μας είπε τι έζησε ο ίδιος και τι έμαθε για τα παλιότερα χρόνια: " Όταν εγώ γεννήθηκα ο πατέρας μου είχε ταυτόχρονα παντοπωλείο και μανάβικο, αλλά και για αρκετά χρόνια, περίπου μέχρι το 1962, ήταν και πλανόδιος μανάβης. Το μαγαζί [παντοπωλείο και μανάβικο] φρόντιζε η μητέρα μου, που δούλευε σκληρά όσο και ένας άντρας, ενώ ταυτόχρονα έκανε και τις δουλειές του σπιτιού.
Ο πατέρας μου κάθε μέρα πήγαινε στα χωριά και πουλούσε διάφορα πράγματα. Είχε ένα κάρο τετράτροχο κι ένα άλογο, που παρά το γεγονός ότι ήταν καφετί, το φωνάζαμε "Μαύρο". Συνήθως ήταν ένα άλογο ήρεμο, αλλά φοβόταν πολύ, ιδιαίτερα τις νύχτες. Ο φόβος του προερχόταν από την εποχή του πολέμου, τότε που ήταν ακόμη μικρό. Βρέθηκε πολλές φορές ανάμεσα σε πολεμικά πυρά και εκρήξεις οβίδων. Έτσι, στην επιστροφή κυρίως, όταν βράδιαζε κι έβλεπε μπροστά του σκιές σταματούσε ακίνητο. Για να ξεκινήσει ο πατέρας μου του φώναζε δυνατά και τότε ξεκίναγε. Το επάγγελμα του πλανόδιου μανάβη ήταν το πρώτο που έκανε ο πατέρας μου και το άρχισε περίπου στα 1939, πρώτα σα συνεταίρος με κάποιον άλλον μανάβη που είχε και ιδιόκτητο "μπαξέ". Το 1940 άρχισε ο πόλεμος και για αρκετά χρόνια, μέχρι το 1945, πέρασαν για όλους τους Θρακιώτες δύσκολα χρόνια. Δικό του άλογο και αμάξι απόκτησε περίπου στα 1946. Ήταν για την εποχή εκείνη σημαντικό να διαθέτει κάποιος μικροεπαγγελματίας άλογο και αμάξι. Κάθε ημέρα, πριν ξημερώσει, ξεκίναγε για τα χωριά. Το κάρο το φόρτωνε με εμπορεύματα από το προηγούμενο βράδυ. Δεν πούλαγε μόνο είδη μαναβικής, αλλά και μπακαλικής (μασουράκια, βελόνες, καρφίτσες, ποτήρια, φλιτζάνια, χρώματα βαφής, πιάστρες, κ.λ.π.). Τα εμπορεύματα ήταν πολύ καλά τακτοποιημένα, έτσι ώστε και να βρίσκονται εύκολα, αλλά και να μη χάνεται το παραμικρό εκατοστό από το χώρο του κάρου. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα θερμοκήπια και τα λαχανικά σπάνιζαν τη χειμερινή περίοδο. Πούλαγε τα περισσότερα είδη μαναβικής που υπήρχαν. Επειδή πήγαινε κάθε ημέρα στα χωριά, όσα είδη δεν τα έβρισκε μια νοικοκυρά, το έγραφε σε ένα τετραδιάκι και τα έφερνε την άλλη ημέρα. Οι συναλλαγές τότε με τις νοικοκυρές γινόταν σε είδος. Αγόραζαν κάτι και πλήρωναν με αυγά, καλαμπόκι, σουσάμι και ό, τι άλλο μπορούσε να διαθέτει ένα αγροτικό σπίτι εκείνη την εποχή. Τότε ο κόσμος δεν είχε χρήματα. Τα χωριά που πήγαινε ήταν το Αρσάκειο, το Βέλκιο, το Χαμηλό, η Αετοκορυφή, η Μέστη, η Κρωβύλη. Κάθε ημέρα υπήρχε κι ένα διαφορετικό δρομολόγιο, γιατί δεν ήταν δυνατό σε μια ημέρα να περάσει απ' όλα τα χωριά. Τα δρομολόγια ήταν προγραμματισμένα και η κάθε νοικοκυρά γνώριζε την ημέρα, ακόμη και την ώρα που θα περνούσε από τη γειτονιά της. Γι αυτό και τις περισσότερες φορές, οι νοικοκυρές μα-ζευόταν σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος, όπου περιμένοντας να αγοράσουν αυτό πού ήθελαν, επιδιδόταν καλοπροαίρετα πάντα στο γνωστό "κουτσομπολιό". Ο πατέρας μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στις πελάτισσές του, γιατί ήταν πολύ φιλικός μαζί τους, συζητούσε, τους μετέφερε τα νέα του κόσμου, που μάθαινε ο ίδιος, κυρίως από τις εφημερίδες. Ποιος να αγοράσει τότε εφημερίδα!
Πολλές φορές, τα καλοκαίρια κυρίως, όταν έκλειναν τα σχολεία, πήγαινα
κι εγώ μαζί του, για να μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς. Θυμάμαι πόσο πολύ πρόσεχε μια ζυγαριά του χεριού που είχε και με πόση σχολαστικότητα και ακρίβεια ζύγιζε το κάθε είδος. Δεν ήθελε να αδικήσει καμιά πελάτισσά του, γι αυτό και αυτές του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Η δουλειά είχε και αρκετές δυσκολίες. θυμάμαι μια ξαφνική καλοκαιριάτικη μπόρα. Στο δρόμο άρχισε αιφνίδια μια δυνατή βροχή. Ο ουρανός άστραφτε και γύρω μας έπεφταν κεραυνοί. Ο πατέρας μου κατέβηκε από το αμάξι κι έπιασε το άλογο από τα χαλινάρια, γιατί φοβόταν πολύ τους δυνατούς ήχους. Του χάιδευε το κεφάλι και του μιλούσε. Ο ίδιος ούτε καν σκέφτηκε να φυλαχτεί από τη βροχή, ενώ εγώ χώθηκα κάτω από τα αμάξι. Δεν το κρύβω ότι την ώρα εκείνη φοβήθηκα πολύ.
Ήταν δουλειά πολύ δύσκολη, γιατί οι μετακινήσεις με το άλογο,
λόγω της κακής κατάστασης των δρόμων, ήταν προβληματικές.
Οι λάσπες και οι λακκούβες αφθονούσαν. Η ζέστη το καλοκαίρι και το κρύο το χειμώνα ήταν αφόρητα, αφού πάντα ήσουν εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, χωρίς καμιά προστασία. Ταυτόχρονα έπρεπε να φροντίζει και το άλογο, να τρώει, να πίνει νερό και να ξεκουράζεται συχνά. Τη δουλειά αυτή ο πατέρας μου την έκανε μέχρι το 1962 περίπου. Τότε, το κάρο και το άλογο τα πούλησε σε κάποιον άλλο. Ήμουν 11 χρονών τότε και θυμάμαι πόσο πολύ έκλαψα όταν χάσαμε το "Μαύρο" μας. Δεν είναι εύκολο να αποχωρίζεσαι ένα τόσο φιλικό ζώο που μ’ εκείνα τα μεγάλα, καλοκάγαθα μάτια του, σου έδειχνε την αγάπη του.
Ήταν ένα πιστός σύντροφος και συνεργάτης.
Υπήρχαν κι άλλοι πλανόδιοι μανάβηδες.
Οι περισσότεροι από αυτούς εργάστηκαν σε πιο παλιά χρόνια.