Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κάτω από τον βράχο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, χτισμένο σ’ ένα χαμηλότερο πέτρωμα, φάνταζε, παλιότερα, το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, της προστάτιδας των παιδιών. Από τη δεκαετία του 1920 ορθώθηκε στη θέση του η περήφανη εκκλησία που κοσμεί σήμερα την πρωτεύουσα. Την ημέρα της γιορτής της, στις 17 Ιουλίου, γινόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια το μεγαλύτερο πανηγύρι της Αττικής. Την ώρα της Λειτουργίας μεταλάβαιναν τα άρρωστα παιδάκια. Από την παραμονή κατέφθαναν στολισμένες σούστες και τετράτροχα, μακριά αμάξια και κάρα φορτωμένα με προσκυνητές από τα γύρω χωριά της Αθήνας, με παραγεμισμένα κοφίνια, με φαγώσιμα και λάδι σε μπουκάλες, με κεριά μεγάλα, που τα είχαν τάξει, πρόσφορα και λιβάνι, για να βάλουν στα καντήλια και να θυμιατίσουν την Παναγία.
Οι διάφοροι κτηματίες και πολλοί γεωργοί συνήθιζαν να πρωτοκόβουν σταφίδα, μαύρη και φρέσκια, από τ’ αμπέλια τους και να τη φέρνουν στην εκκλησία να μοιρασθεί στους προσκυνητές. Οι χωρικοί κατέβαζαν από τα οχήματά τους ψάθες, κουρελούδες και καθαρά τσουβάλια και τα έστρωναν τριγύρω από την εκκλησία καθώς και στον βράχο της, αλλά και στη μεγάλη αυλή της για να ξενυχτήσουν. Οι προσκυνητές αυτοί μαγείρευαν στα καμινέτα του οινοπνεύματος όλα τους τα φαγώσιμα. Τα πάντα στολισμένα, ενώ οι κηπουροί των Πατησίων, της Κολοκυνθούς, του Βοτανικού, της Κηφισσιάς, του Μαρουσιού, του Χαλανδρίου κουβαλούσαν προς πώληση εκατοντάδες γλάστρες με φουντωτούς και μυρωδάτους ψηλούς βασιλικούς.
Σε πρόχειρες παραγκούλες τηγάνιζαν μπακαλιαράκια με χυλό, πατάτες με συκωτάκια και μαύρη μαρίδα, πολλές δε ψησταριές με κοκορέτσια, γαρδούμπες και σπληνάντερα προκαλούσαν τους πιστούς με τις γαργαλιστικές τους ευωδιές. Ένα απέραντο πανηγύρι, μια πραγματική γιορτή με λατέρνες, ρομβίες, καμιά φορά και πίπιζες με νταούλια που ξεκούφαιναν τον κόσμο.
Κάτω από τον βράχο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, χτισμένο σ’ ένα χαμηλότερο πέτρωμα, φάνταζε, παλιότερα, το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, της προστάτιδας των παιδιών. Από τη δεκαετία του 1920 ορθώθηκε στη θέση του η περήφανη εκκλησία που κοσμεί σήμερα την πρωτεύουσα. Την ημέρα της γιορτής της, στις 17 Ιουλίου, γινόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια το μεγαλύτερο πανηγύρι της Αττικής. Την ώρα της Λειτουργίας μεταλάβαιναν τα άρρωστα παιδάκια. Από την παραμονή κατέφθαναν στολισμένες σούστες και τετράτροχα, μακριά αμάξια και κάρα φορτωμένα με προσκυνητές από τα γύρω χωριά της Αθήνας, με παραγεμισμένα κοφίνια, με φαγώσιμα και λάδι σε μπουκάλες, με κεριά μεγάλα, που τα είχαν τάξει, πρόσφορα και λιβάνι, για να βάλουν στα καντήλια και να θυμιατίσουν την Παναγία.
Οι διάφοροι κτηματίες και πολλοί γεωργοί συνήθιζαν να πρωτοκόβουν σταφίδα, μαύρη και φρέσκια, από τ’ αμπέλια τους και να τη φέρνουν στην εκκλησία να μοιρασθεί στους προσκυνητές. Οι χωρικοί κατέβαζαν από τα οχήματά τους ψάθες, κουρελούδες και καθαρά τσουβάλια και τα έστρωναν τριγύρω από την εκκλησία καθώς και στον βράχο της, αλλά και στη μεγάλη αυλή της για να ξενυχτήσουν. Οι προσκυνητές αυτοί μαγείρευαν στα καμινέτα του οινοπνεύματος όλα τους τα φαγώσιμα. Τα πάντα στολισμένα, ενώ οι κηπουροί των Πατησίων, της Κολοκυνθούς, του Βοτανικού, της Κηφισσιάς, του Μαρουσιού, του Χαλανδρίου κουβαλούσαν προς πώληση εκατοντάδες γλάστρες με φουντωτούς και μυρωδάτους ψηλούς βασιλικούς.
Σε πρόχειρες παραγκούλες τηγάνιζαν μπακαλιαράκια με χυλό, πατάτες με συκωτάκια και μαύρη μαρίδα, πολλές δε ψησταριές με κοκορέτσια, γαρδούμπες και σπληνάντερα προκαλούσαν τους πιστούς με τις γαργαλιστικές τους ευωδιές. Ένα απέραντο πανηγύρι, μια πραγματική γιορτή με λατέρνες, ρομβίες, καμιά φορά και πίπιζες με νταούλια που ξεκούφαιναν τον κόσμο.