Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Π. Γκίκα
Ελάχιστη η κίνηση στη στοά των σουβλατζίδικων, στην οδό Δώρου. Ώρα δέκα πρωί, ανήμερα Χριστούγεννα. Λιακάδα με δόντια. Λίγα τα τροχοφόρα. Άλλοι πήγανε στα χωριά τους, άλλοι στα εξοχικά τους και σ’ εκδρομές κι όσοι μείνανε στην Αθήνα είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Που και που κανένας περιπατητής. Η Ομόνοια η πολύβοη, αγνώριστη. Ένα ευχάριστο ρίγος τοπίου ερημικού, που όμως κρατάει πάντα ανοιχτές όλες τις πόρτες του παράλογου και του λογικού.
Γύρω απ’ τα καθιστικά, κάτω απ’ τους φρεσκοφυτεμένους φοίνικες, σκουπιδαριό, βρώμα και δυσωδία. Λαδόκολλες από σουβλάκια, πλαστικά κύπελλα, άδεια κουτιά αναψυκτικών, αποφάγια κι ότι άλλο μπορεί να φανταστείς. Οι κάδοι των απορριμμάτων, εκεί παραδίπλα, άδειοι. Στο παγκάκι κάθεται ένας γνωστός στην Ομόνοια τύπος, σχεδόν ρακένδυτος, με πρησμένα κατακόκκινα μάγουλα, μύτη, μάτια. Μαλλιά και γενειάδα όλο λίγδα. Ήρεμα περιφέρει απλανώς τα βλέμματά του. Ποιός ξέρει αν αναπολεί τίποτα χαμένους παραδείσους. Αλλά η δική του ευτυχία βρίσκεται μέσα σ’ ένα μπουκάλι κρασί που κρατάει στα χέρια του. Είναι πίτας. Μοιάζει με κολασμένο καλόγερο που το ’σκασε απ’ τα καθαρτήρια του άδη και τώρα ήσυχος αδολεσχεί. Ξαφνικά άρχισε να ψέλνει με ωραία και βροντώδη φωνή, που κάθε τόσο διακοπτόταν απ’ το λόξυγκα και τις αναγούλες:
Ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον...
Ο τσιμπλιάρης γεροκόπρος που είναι μακάρια κουλουριασμένος στα πόδια του, τον κοιτάζει παραπονεμένα. Κάποιος διερχόμενος, λέει χαμογελώντας: Μας έφερε το Πάσχα αυτός !
Μια γριούλα καμπουριασμένη, διπλωμένη σχεδόν στα δύο ανασκαλεύει παραπέρα ένα σωρό από σκουπίδια. Όταν βρίσκει κάνα αποφάϊ, το ανασύρει και το ρίχνει σε δύο γάτες που πιστά την ακολουθούν. Αν βρει κάνα κομμάτι ψωμί, το τρίβει, το κάνει ψίχουλα και ταΐζει τα περιστέρια που την περιτριγυρίζουν χοροπηδώντας. Σε λίγο απομακρύνεται σέρνοντας πίσω της κάτι τεράστιες σακούλες νάιλον γεμάτες λογής-λογής ευρήματα απ’ το σκάλισμα των σκουπιδιών. Τη στιγμή που ένα σύννεφο από ψαρόνια πέρναγε πάνω από την Ομόνοια, ο γύφτος με το ντέφι που ξεμύτισε απ’ τη γωνιά του τέως Πράπα, παρότρυνε τραγουδιστικά την αρκούδα να λικνίζεται και να χαιρετάει όρθια...
... Γιάρι γιάρι γιάρι
στο γιαλό πετούν οι γλάροι.
Όσο τρέχει το ρολόι όλο και παρατηρείται κάποια μεγαλύτερη κίνηση. Πάω στο μόνο ανοιχτό περίπτερο, παίρνω ένα πακέτο τσιγάρα και κατεβαίνω τις – μη εργαζόμενες – κυλιόμενες σκάλες. Κατεβαίνοντας κάτω, με καλωσόρισε μέσα από μια αφίσα η Αλόμα, πρόεδρος του κόμματος ΠΑΚΙ ( Πανελλήνιο Αδέσμευτο Κόμμα Ισότητας ), που ιδρύθηκε από τραβεστί, ιερόδουλες και άλλα άτομα. Την είχα ακούσει, πριν λίγο καιρό, την τραβεστί Αλόμα να βγάζει λόγο εδώ, στην υπόγεια Ομόνοια, χωρίς δειλία και αναστολές, με ύφος ώριμου πολιτικού ανδρός. Και τι δεν έσουρε, προς πάσα κατεύθυνσιν, και τι δεν αποκάλυψε για το μακαρίτη Ταχτσή...
-Ερχότανε ο κύριος Ταχτσής στις πιάτσες μας μακιγιαρισμένος, ντυμένος γυναικεία, με περούκα, με στήθια από σιλικόν, και μας έπαιρνε τους πελάτες τζάμπα και τρεις –τρεις τους πήγαινε στο δωμάτιό του. Τον κυνηγήσαμε εμείς, αυτός πήγε και διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό δημοσίας τάξεως, βλέπετε είχε υψηλές γνωριμίες είχε τα μέσα, ήταν ο γνωστός συγγραφέας κύριος Ταχτσής...
«Ψηφίστε Αλόμα για να δώσει ένα χαστούκι στο καταστημένο», προτρέπει η αφίσα.
Γιατί, δηλαδή, οι Ιταλοί είναι καλύτεροι με τις Τσιτσιολίνες τους; Υπόγεια Ομόνοια. Η ρουφήχτρα. Βρέξει χιονίσει ή με καύσωνα, είναι η μόνιμη καθέδρα ενός κόσμου ολόκληρου, ιδίως τα βράδια και πιο ιδιαίτερα τα Σαββατόβραδα που η ζωή δεν κοιμάται αλλά ανασαίνει βαριά και υπάρχει. Τύποι μοναχικοί που αναζητούν συντροφιά και ψυχαγωγία, νυχτόβιοι, μικροβιοπαλαιστές, λαχειοπώλες, περιθωριακοί και μπεκρόνια και λαχανάδες, ομοφυλόφιλοι και ζητιάνοι, οργανοπαίχτες και ξένοι κιθαρωδοί της ροκ. Προπαγανδιστές θρησκευτικών σωματείων και αιρέσεων, αργόσχολοι και τεμπέληδες, αποφυλακισθέντες και τσαμπουκαλήδες κι ένα σωρό άλλοι, που δίνουν καθημερινά το στίγμα και το πολυδαίδαλο νόημα της Ομονοιακής πρακτικής, που θέλει να κινητοποιεί τις όποιες επιθυμίες της κοινωνίας. Μιλάμε για την επάνω μεγάλη υπόγεια αίθουσα όπου τα εκδοτήρια του ηλεκτρικού κι όχι για την κάτω, όπου οι βιαστικοί επιβάτες αναμένουν να επιβιβαστούν στους συρμούς που κατευθύνονται προς Πειραιά και Κηφισιά.
Η δεύτερη αυτή υπόγεια αίθουσα έχει ένα πλεονέκτημα. Διαθέτει ανεκτά ουρητήρια, σ’ αντίθεση με τα πάνω που ζέχνουν, παρόλες τις προσπάθειες της τζουρατζούς – της υπεύθυνης και καθαρίστριας- που έχει να κάνει και με τους ουρολάγνους και τους θαμώνες που κάθονται με τις ώρες μέσα...
- Για φόλια τους έχετε αυτούς εκεί μέσα;
Πέταξε στην τζουρατζού κάποιος, δήθεν ανίδεος, μια μέρα, βγαίνοντας αηδιασμένος έξω. Αντίθετα, ο Γιώργος Ιωάννου, ο λογοτέχνης, που τα έβλεπε όλα με τα μάτια της ερωτικής του ιδιορρυθμίας, είχε εκθειάσει αυτά τα W.C., τα οποία μάλιστα και συχνά επισκεπτόταν. Είχε γράψει κιόλας πως «μέσ’ στη μπόχα και στην αμμωνία συνάπτονταν απειροπληθή ειδύλλια»! Τι μυστήρια πράγματα...
Το κρατικόοοο!!! Εδώ τα τυχερά! Η διαπεραστική του φωνή χοροπηδάει στο δάπεδο, χτυπιέται στις χοντροκάπουλες κολώνες και στα τοιχώματα της μεγάλης αίθουσας κι ο αντίλαλος της σπάει τα τύμπανα. Λείπει η έντονη καθημερινή βαβούρα κι όλα γίνονται πιο αισθητά. Ανταπάντησαν απ’ το βάθος πέρα άλλες φωνές λαχειοπωλών και διασταυρώθηκαν οι αχοί των επικλήσεων και προσκλήσεων. Μια παράξενη εξόδιος ακολουθία, με λείψανο την ανθρώπινη ελπίδα...
- Βοήθεια με σκοτώνει !
Απ’ τις σκάλες της Σταδίου, προς την πλευρά των τηλεφωνικών θαλάμων, κατεβαίνει ασθμαίνοντας ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, εβδομηντάρης, κακομοιριασμένος, που η φάτσα του οπωσδήποτε σε ξεγελούσε, γιατί έδειχνε πραότητα και ταπεινότητα στην καρδιά. Τόλεγαν τα κότσια του, για να τρέχει αλλόφρων. Είχε, όμως, το θάρρος του απελπισμένου. Κατά πόδας τον κυνηγούσε ένας έξαλλος σαραντάρης, που του ’δινε κλωτσιές και τον έβριζε χυδαία.
– Θα σε σκοτώσω ρε σκατόγερε, θα σε σκοτώσω !
Ο γέροντας βρισκότανε σε έσχατη απόγνωση. Φώναζε βοήθεια, έπεφτε, σηκωνόταν, σκόνταφτε, ξαναπροσπαθούσε. Σε μια στιγμή ο διώκτης του τον τσάκωσε απ’ τον λαιμό. Πέσανε στη μέση δυο-τρεις περαστικοί.
– Αφήστε με, ρε, να τον σκοτώσω !
- Τι σου ’κανε μωρέ ο άνθρωπος ;
- Τι μου ’κανε; Κυνήγαγε τ’ αγόρι μου ! Αφήστε με, ρε σείς να τον φάω...
Ο γέροντας παιδεραστής έτρεμε ολόκληρος και ξεπνοϊσμένα φώναζε «βοήθεια». Τελικά, ένας μπρατσωμένος κατάφερε να ξαγκιστρώσει το μαινόμενο πατέρα, τον τράβηξε παραπίσω κι ο γέροντας πήγε να ξεγλιστρήσει. Πέσανε κι άλλοι στη μέση κι ένας γνωστός στην Ομόνοια και στα πέριξ γερόμαγκας, έσπευσε μειλίχια να τον συμβουλέψει:
- Παλικάρι μου, μη κάνεις φονικό σήμερα, χρονιάρα μέρα που ’ναι. Σκότωσέ τον άλλη μέρα!
Τον είχα δει αυτόν τον τύπο πριν λίγο καιρό, να κρατάει λάμα και ν’ ανηφορίζει μαστουρωμένος τη Ζήνωνος και να παρακαλάει...
-Ας κάτσει, ρε, κανένας να τον γρατζουνίσω, να τρέξει λίγο αίμα, να με πιάσουνε οι μπάτσοι, να πάω φυλακή, να βγάλω τον χειμώνα!
Παλιός ναυτικός, που όταν είναι στα καλά του, είναι ο αγαθότερος των ανθρώπων.
Κατευθύνομαι προς την έξοδο της Πειραιώς, αλλά και πάλι κοντοστέκομαι. Άλλο ένα ομονοιακό χάπενινγκ εν όψει. Εκεί προς το ταχυδρομείο κατέφθασε ένα ζευγάρι ξένων. Όχι κουρελαρίες, ντυμένοι απλά και σεμνά. Στήσανε ένα τρίποδο βάλανε μια παρτιτούρα με νότες και πήρανε θέση. Ο νέος κούρδισε την κιθάρα του και σε λίγο άρχισε να παίζει, ενώ η κοπέλα τραγουδούσε κάτι παλιές μπαλάντες. Προφανώς ήταν αγγλοσάξονες. Σιγά -σιγά μαζευτήκανε και καμιά δεκαριά ακροατές. Είχανε χάμω, μπροστά τους, ένα καπέλο κι όποιος ήθελε έριχνε και κάνα εικοσάρικο. Ωραίο το ακρόαμα. Μια πολιτισμένη νότα στην αλλοπρόσαλλη υπόγεια Ομόνοια. Αλλά να κι γύφτος κλαριντζής με το κλαρίνο υπό μάλης και το τσιγάρο στο στόμα. Καχεκτικός, κοντόσωμος με καβουράκι στο κεφάλι, αξύριστος, με βουλιαγμένα μάγουλα, στενοθώρακας, από που στο διάολο μπορούσε να βγάλει φωνή, έλεγες μέσα σου.
–Έλα ρε Καρακώστα να μας παίξεις κάνα τσάμικο!
Του φώναξε κάποιος απ’ την ομήγυρη των ακροατών των ξένων τροβαδούρων.
Μεγάλη τιμή να σε πούνε «Καρακώστα», παρομοιάζοντας σε με τον μακαρίτη σπουδαίο κλαριντζή. Έκατσε παράμερα ο γύφτος κι άρχισε να παίζει. Βούιξε η Ομόνοια. Το ντουέτο έμεινε αποσβολωμένο και οι ακροατές του συγκεντρώθηκαν γύρω από τον κλαριντζή και του ρίχνανε πενηντάρικα και κατοστάρικα. Σαν τέλειωσε το σύντομο και ελληνοπρεπέστατο ρεσιτάλ του, έσκυψε, μάζεψε τα χαρτονομίσματα που ’χανε ριγμένα μπρός στα πόδια του, τα χούφτωσε και πήγε και τα ’ριξε στα πόδια των δύο ξένων μουσικών...
-Νό,νό !
Φώναζε ο κιθαρωδός, μα ήδη ο γύφτος είχε ταχύτατα απομακρυνθεί, βαδίζοντας προς την έξοδο της Σεπτεμβρίου...
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι... Αναθυμήθηκα τον σπαραχτικό Καβάφη, καθώς ήρθε κι ακούμπησε το σώμα του το θωρακισμένο σε ατσαλάκωτο σκούρο κουστούμι, εκεί στο στρογγυλό έδρανο όπου κολλάνε τα γραμματόσημα,
ο διοπτροφόρος ηλικιωμένος κύριος. Μεσημέρι, βράδυ. Περιμένει βουβός και ανήσυχος. Έχει την ψυχολογία του ανθρώπου που ζει φανταστικές ηδονές και οδύνες. Χρόνια τον βλέπω, στο ίδιο στέκι. Κάθισα παρέκει, ρίχνοντας ματιές στην εφημερίδα μου. Ο νεαρός με την εκκεντρική αμφίεση και το στυλιζάρισμα που πέρασε μπροστά μας αεράτος του είπε:
-Γεια σου Μανωλάκη. Χρόνια πολλά.
– Γεια που έτσι βιαστικός ;
-Πάω να προλάβω το τραίνο, φεύγω για Σαλονίκη.
– Καλή Πρωτοχρονιά.
- Επίσης. Και καλά παρσίματα !
– Αμήν...
Ανέβηκα τις σκάλες, έφτασα στη Φοντάνα πλάι στου Μπακάκου. Αρκετοί είναι συγκεντρωμένοι εδώ, στο κλασικό σημείο των ραντεβού. Ένα ζευγάρι μεσόκοπων, αστοί εξ επαρχίας, κριτικάρει τον γυάλινο δρομέα...
-Χάθηκε να βάλουνε ένα άγαλμα της προκοπής!
Ναι άγνωστε φίλε, έχεις δίκιο. Αυτό το πρωτότυπο δημιούργημα θα΄χε τη θέση του σ’ ένα υπαίθριο μουσείο μοντέρνων γλυπτών. Στην Ομόνοια μας έπρεπε να στηθεί ένα άγαλμα ρεαλιστικού μεγαλείου και κάλλους.
Κατηφορίζω τη Ζήνωνος και χώνομαι στου Μουστάκια. Στο βάθος της εισόδου της παλιάς πολυκατοικίας, Ζήνωνος και Γερανίου, το μικρό καφενείο του Νίκου Στασινού απ’ το Δυράχι της Αρκαδίας, του πασίγνωστου «Μουστάκια», παγκοσμίου πρωταθλητή μουστακιών κατηγορίας «αλα-Κάϊζερ», είναι το δικό μας στέκι, γιορτή ή σχόλη. Είναι το εντευκτήριο των ταπεινών και των απλών ανθρώπων, αλλά και διαφόρων τύπων της πιάτσας, είναι ένα ψυχής – ιατρείον, όπου με τη βοήθεια του αλκοόλ θεραπεύονται όλα τα βάσανα. Ο αέρας μυρίζει ντομπροσύνη. Μια ατμόσφαιρα υπνωτική, ένα πένθος χαροποιό, μια αόρατη αλληλεγγύη. Καμιά υποκρισία, καμιά υποχονδρία. Ούτε κορεσμός από περιττά λόγια. Για τους αμύητους είναι άβατον.
Τις προχωρημένες βραδινές ώρες ο καφενές μεταβάλλεται σ’ ένα είδος μονυδρίου, δίχως μπερδέματα και μανουβριάσματα και σπάνια με ενοχλητικές φράσεις. Έχουμε και πατερικά ονόματα: Καλλίνικος
ο Κώστας, Φανούρης ο Λάμπρος, Χρυσόστομος ο Βασίλης, Ιωαννίκιος
ο Γιάννης κ.λ.π. και «άγιος πρώτος» - πρωτοεπιστάτης ο Νίκος.
Ο Αγαθάγγελος, πάλι, ψέλνει κατανυχτικά το «άλλαλα τα χείλη των ασεβών», ο π Καλλίνικος προτιμάει τη νεκρώσιμη ακολουθία – « Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων», αλλά του φωνάζουν «βάλε φρένο», κι ο Μουστάκιας πιάνει κάνα- μωραϊτικο κλέφτικο λυπητερό τραγούδι. Άν τύχει και έχει κατέβει από το μοναστήρι του Παρνασσού κι ο καλόγερος ο Δαβίδ, τότε η παρέα γίνεται πιο ενδιαφέρουσα. Κι αργά, προς τα μεσάνυχτα, όλοι σχεδόν φεύγουνε πατημένοι...
-Γειά σας και χρόνια πολλά.
–Χρόνια πολλά, ο θεός το καλό.
-Μια τσόντα, Νίκο. («Τσόντα» ή «ψιλή» εστί ολίγο ουϊσκυ).
Έχουμε απαρτία. Αλλά, κάποιος λείπει...
–Τι έγινε ο Μαρίνος ρε παιδιά ;
Έχει βάρδια, είναι σηκωμένος απ’ τις τρείς τη νύχτα. Χριστουγεννιάτικα ο φίλος μας ο Μαρίνος στο τιμόνι να κάνει τη συγκοινωνία Ζωγράφου – Ακαδημίας.
– Ο «Γαργάλατας»;
- Θα’ ναι φασκιωμένος ακόμα με την γυναίκα του !
Απουσιάζει κι
ο τρωγλοδύτης
ο «Λοχίας»,ο
μονίμως «παπούτσι» και κατουρημένος. Κάπου αλλού θα τριγυρνάει.
Ο Σπύρος
ο ψυκτικός, ωραία σενιαρισμένος σήμερα, κουστουμάκι, γραβατούλα κ.λ.π., πίνει μπύρα κι αγορεύει, σ’ όλα μέσα είναι αυτός ο άνθρωπος, ενώ ο έτερος ο Σπύρος ο ορθοπεδικός, διηγείται τις εντυπώσεις του απ’ τη συνάντηση του με τον πνευματικό Παϊσιο, έξω απ’ τις Καρυές. Ο Λάμπρος κάθεται σκεφτικός σε μια γωνιά και πίνει κονιάκ. Η Γεωργία η ταλαίπωρη στην άλλη γωνιά πίνει ούζο, παραμιλάει και γελάει μονάχη της.
– Δεν έχει κουλούρια Λάμπρο;
- Σήμερα πουλάω κρεμμύδες, για το καλό του χρόνου.
– Πάμε χαμένοι, Λάμπρο, μόνο το Άγιον Όρος θα μας σώσει.
- Είπα εγώ να πάω για παπάς, πήγα στην αρχιεπισκοπή, αρώτησα, μου ’πανε να βγάλω το γυμνάσιο. Τ’ άκουσα και κουφάθηκα, έπαθα πλάκα. Γίνονται αυτά, πενηντάρης άνθρωπος; Άκου εκεί...
–Παλιότερα γινόντουσαν και παπάδες ολιγογράμματοι. – Τώρα ζητάνε χαρτί. Αλλά εγώ θα πάγαινα για παπάς, όχι για παπάρια. Κι αν δεν ήξερα τα λόγια, έ και τι έγινε, θα΄βαζα το μαγνητόφωνο μέσα στο ιερό !
–Απόψε είχαμε γεννητούρια, λέει ο Νίκος. Ο Σαμψών ήτανε Σαμψίνα! Τέσσερα έκανε, τέσσερα χαριτωμένα γατόπουλα.
-Γούρι, γούρι. Τώρα πρέπει να τρώει καλά, να κατεβάζει γάλα.
–Την τάϊσα, ρούπωσε.
Ο Σίμος βγάζει στη λοταρία ένα ραδιομαγνητόφωνο. Όλοι γραφόμαστε στη λίστα.
– Βάλε μια γύρα, Νίκο.
- Χρόνια πολλά.
– Όλα χαρούμενα... – Κι από μένα μια γύρα και να πηγαίνω...
Φεύγοντας, άκουγα από πέρα, απ’ την υπόγεια Ομόνοια, να ’ρχεται και να μ’ ακολουθεί ο αντίλαλος : «Μη τον σκοτώνεις σήμερα, χρονιάρα μέρα που ’ναι,σκότωσέ τον άλλη μέρα».
(Αναδημοσίευση από τη ''Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1991'')