Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Τι απέγινε του Ψυρρή;

$
0
0


Το λέγαμε «το Σόχο της Αθήνας». Είχε όλα τα φόντα για να γίνει όντως «το Σόχο της Αθήνας». 
Είχε μικρά, καλλιτεχνίζοντα μπαράκια, «ψαγμένες» γκαλερί, industrial αέρα κι αίσθηση γειτονιάς ταυτόχρονα, μαγαζάκια που πουλούσαν οτιδήποτε χειροποίητο, και ένα από τα καλύτερα concept stores της Αθήνας. Είχε latin στέκια σε διατηρητέα νεοκλασικά, πρωτότυπες κρεπερί που στεγάζονταν στα ισόγεια των παλιών αθηναϊκών βιοτεχνιών, mega clubs που δημιουργούσαν ουρές και συνωστισμό που έφτανε μέχρι την πλατεία. Δεν είχε πάρκινγκ, ούτε αυτοκίνητα, ούτε glamorous βιτρίνες. Βολτάραμε χαμογελαστοί στα καλντερίμια του, που λέγαμε πως θύμιζαν νησί, ανακαλύπταμε ένα καινούριο μπαράκι κάθε δύο μέρες και γελούσαμε όταν χανόμασταν –δηλαδή συνέχεια. Ήταν η «χρυσή πενταετία» των αρχών των ‘00s, από το 2001 έως το 2006. Τότε που κανείς δεν πρόσεχε ότι οι μόνιμοι κάτοικοι μετακόμιζαν κι εγκατέλειπαν τα όμορφα σπίτια τους, ότι οι λιγοστοί βιοτέχνες που είχαν απομείνει φώναζαν πως θα καταστραφεί η περιοχή, επιχειρηματολογώντας ότι η Πλάκα σώθηκε χάρη στο προεδρικό διάταγμα του Αντώνη Τρίτση (βλέπε δεξιά στήλη, Σχετικά Documents) αλλά του Ψυρρή δεν θα το σώσει κανένας. Κανείς δεν παρατηρούσε πως η πάλαι ποτέ γειτονιά μετατρεπόταν, μέρα με τη μέρα, σε ένα απέραντο super market διασκέδασης, αποβάλλοντας λίγο λίγο τον χαρακτήρα της. Ήταν όλοι πολύ απασχολημένοι να ανακαλύπτουν κάθε δύο μέρες ένα νέο στέκι. Κι ύστερα άρχισε η πτώση… Ο κόσμος έφερνε κι άλλο κόσμο, τα μαγαζιά νέα μαγαζιά. Η ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων, κυρίως την περίοδο που προηγήθηκε της διεξαγωγής τους, ενέτεινε την εντύπωση πως η περιοχή αποτελούσε χρυσωρυχείο, πως όποιος μετέτρεπε άλλο ένα εργαστήριο δέρματος σε άλλο ένα μπαρ είχε λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα των δισεγγόνων του. Αυτό, σε συνδυασμό με την κίνηση που αντί να πέφτει ανέβαινε διαρκώς οδήγησαν σε μια πτώση της ποιότητας που όμοια της αμφιβάλλουμε αν έχει γνωρίσει η Αθήνα. Εννέα στα δέκα εστιατόρια σέρβιραν κατεψυγμένο φαγητό κι ακολουθούσαν την αλάνθαστη συνταγή της Πλάκας των ‘80s, «λίγη φτηνή ρετσίνα, λίγο greek μπουζούκι και το ’βγαλες το πεντοχίλιαρο, δεν τον νοιάζει τι θα φάει τον τουρίστα». Ένα στα είκοσι, αν όχι στα τριάντα, μπαρ πουλούσε καθαρά ποτά κι έπαιζε μουσική που μπορούσες να ξεχωρίσεις από εκείνη του διπλανού. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές ολοένα και ανέβαιναν, εν μέρει και επειδή τα ενοίκια εκτοξεύονταν διαρκώς σε νέα ύψη. Και φυσικά, οι μικρές βιοτεχνίες έκλειναν η μια μετά την άλλη. Οι βιοτέχνες που δούλευαν στην γειτονιά από την δεκαετία του ‘60 άρχισαν να μιλούν για οργανωμένο σχέδιο, να διαμαρτύρονται πως τους κόβουν το βιομηχανικό ρεύμα για να φύγουν από την περιοχή. Τα παράπονά τους έμοιαζαν πολύ με θεωρία συνωμοσίας για να ασχοληθεί κανείς. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα Βολτάροντας αρχές του 2007 στα ίδια εκείνα καλντερίμια που αγάπησε πριν απ’ όλα τα «στέκια», ο υποψιασμένος επισκέπτης θα αντιλαμβανόταν εύκολα πως κάτι είχε αλλάξει. Μπορεί η κίνηση να μην είχε σπάσει ακόμα εντελώς, έλειπε όμως πια η ατμόσφαιρα, η αίσθηση της γειτονιάς. Έξω από τα παραταγμένα στη σειρά μπαρ ακουγόταν η ίδια μουσική. Μπροστά από τα πανομοιότυπα εστιατόρια οι άνθρωποι που σε τραβούσαν από το μανίκι έλεγαν τα ίδια πράγματα –«έχουμε ελληνική βραδιά με ζωντανή μουσική σήμερα». Τα κάποτε arty μαγαζάκια πουλούσαν όλα τα ίδια πράγματα: χάντρες. Οι γκαλερί εξέθεταν πίνακες που θα μπορούσες να τους μεταφέρεις από τη μια στην άλλη και να τους ανακατέψεις χωρίς να αλλάξει το concept της έκθεσης. Χαμηλά σπιτάκια γκρεμίζονταν για να γίνουν πάρκινγκ. Οι πρώτοι θαμώνες της περιοχής την είχαν ήδη εγκαταλείψει. Είχαν βρει καταφύγιο στο Γκάζι, που πολύ σύντομα θα ακολουθούσε την ίδια ακριβώς προδιαγεγραμμένη πορεία. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τους τοίχους των χαμηλών σπιτιών που γλίτωσαν την κατεδάφιση και δεν έγιναν πάρκινγκ διακοσμούν μερικά από τα καλύτερα γκράφιτι της πόλης. Ο συνωστισμός στους δρόμους έχει δώσει την θέση του σε μια σχεδόν νοσταλγική ησυχία. Οι ταμπέλες με τα ονόματα των παλιών μαγαζιών έχουν μείνει σε πολλές περιπτώσεις κρεμασμένες, έξω από θολές τζαμαρίες που μισοκρύβουν σκονισμένες κονσόλες. Κάποιοι φεύγουν, όπως η θρυλική Cubanita, που εγκατέλειψε το πανέμορφο νεοκλασικό της Καραϊσκάκη μετά από δώδεκα χρόνια, άλλοι έρχονται, όπως το Second Skin του Γιώργου Φακίνου, που εγκαταστάθηκε φέτος μετά από πολλές περιπλανήσεις στην πλατεία. Αν, τελικά, η γειτονιά τινάζει από πάνω της την μυρωδιά της εγκατάλειψης κι υιοθετεί μια νέα, underground ταυτότητα, μένει να το δείξει ο χρόνος. Όσοι, πάντως, αντέχουν ακόμα είναι όσοι από την αρχή είχαν ιδιαίτερη ταυτότητα και συγκεκριμένα πράγματα να προτείνουν και να προσφέρουν.
 Δημοσίευση | 10 Μαρτίου 2011
www.in2life.gr

Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles