Ερχονται να μας αποσπάσουν βιαίως από την αγκαλιά μας την επώνυμη μέγκα-τσάντα κι εμείς αντιδρούμε
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 08/03/2012 ΤΟ ΒΗΜΑ
«Venice Beach» του Δημήτρη Ρόκου από την έκθεση «Παγωτούπολη» (Fizz Gallery, ως τις 17/3).
Στα 80s ήμουν φοιτήτρια. Η ζωή ήταν εύκολη και απλή. Ασφαλής επίσης, ακόμη και για κορίτσια που γυρνούσαν μόνα τους ξημερώματα στο σπίτι. Το πρωί αγώνες στα πανεπιστήμια, με ενδιάμεσες βόλτες στα πέριξ καφενεία που απλώνονταν μέχρι το «Dolce» της Σκουφά ή ακόμη και στη «Δεξαμενή» για μπίρες και απαραίτητα με πολιτική γαρνιτούρα. Τα βράδια αλωνίζαμε στα λιγοστά και ιδιαιτέρως κοσμικά στέκια, βλέπε μπαρ, ντισκοτέκ – ναι, η «Bora Bora» είχε την πιο σκληρή πόρτα μέχρι που άνοιξε το «Rock ’n’ Roll» –, ξενυχτάδικα και, ναι, «νυχτερινά κέντρα» της Αθήνας, όπως η «Αθηναία» της Πανεπιστημίου και ο «Ζορμπάς» της Αμερικής. Μόλις άνοιγε ο καιρός, κατηφορίζαμε προς παραλία μεριά, όπου πλάι στα εκεί νυχτερινά κέντρα άρχιζαν να φύονται τα μεγάλα κλαμπ, τα ορθάδικα της επόμενης δεκαετίας. Απαραιτήτως το πρόγραμμα περιελάμβανε κινηματογράφο και live μουσικές.
Το περίεργο στην ιστορία δεν είναι πού βρίσκαμε τα χρήματα, είναι πώς τα προλαβαίναμε όλα μαζί. Με δεδομένο μάλιστα ότι τότε τα αυτοκίνητα δεν ήταν είδος σε αφθονία ανάμεσα στους φοιτητές. Κι όμως, τα δεύτερο-τρίτο χέρι αμαξάκια μας χωρούσαν και πέντε, και έξι, και επτά παιδιά, το ντεπόζιτο της βενζίνης γέμιζε με έρανο και προτού αποφασίσουμε τι θα κάνουμε κάθε βράδυ μετρούσαμε το συνολικό μας πορτοφόλι. Κι όπου μας έβγαζε. Συχνά-πυκνά μας έβγαζε μόνο ως το σουβλατζίδικο της γειτονιάς.
Στο ημερήσιο πρόγραμμά μας έπαιζε και έρωτας πολύς. Ισως όχι σταθερός, αλλά έντονος και ζωηρός. Αλλωστε ζούσαμε τα 80s, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Μετά μεγαλώσαμε. Μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, επαγγελματική σταδιοδρομία, οικογένεια και lifestyle, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. «Ολοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε, γίνανε ρεζίλι, γι’ αυτό κρυφτήκανε», που λέει και ο Λουκιανός, όπου το «παντρευτήκανε» μπορεί να αντικατασταθεί και με άλλα ρήματα, το «γίνανε ρεζίλι και κρυφτήκανε», πάλι, όχι.
Ερχόμαστε λοιπόν στο διά ταύτα. Το lifestyle που με κόπο χτίσαμε, το προφίλ που στήσαμε για την ύπαρξή μας, η επώνυμη μέγκα-τσάντα, το δωδεκάποντο, το επώνυμο αυτοκίνητο, αυτά έρχονται να μας αποσπάσουν βιαίως από την αγκαλιά μας κι εμείς αντιδρούμε; Οχι ακριβώς έτσι, αλλά κάπως έτσι. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ζήσαμε χρόνια πολλά κι εμείς καλύτερα με χρήματα δανεικά, παραπέρα από ’κεί που έφτανε το χέρι μας, που έλεγε η γιαγιά μου, και πολύ με τσάντιζε. Τα παιδιά μας και τα ύστερα από αυτά μεγαλώνουν όχι με ψωμί, αλλά με παντεσπάνι και τώρα ο μισθωτός καλείται να πει στον γόνο του πως όνειρο ζούσε και τον ξύπνησαν, πως η δουλειά που κάνει δίνει τόσα που δεν φτάνουν ούτε για τα μισά απ’ όσα του έμαθε να απαιτεί.
Ε, δεν πειράζει. Επειτα από πολλή σκέψη και παρ’ ολίγον κατάθλιψη σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξα: Δεν πειράζει. Τα παιδιά είναι πολύ ευέλικτα και κυρίως ανθεκτικά σαν τις κατσαρίδες. Θα καλοπεράσουν με όσα τους δώσουμε, όπως κάναμε κι εμείς. Και πιθανόν να αρχίσουν να ονειρεύονται, να ερωτεύονται, να παθιάζονται με κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Οσο για εμάς, ίσως καταφέρουμε να καταπιούμε την ντροπή μας και να βγούμε πάλι στους δρόμους. Ερωτευμένες, παθιασμένες, δοτικές και όμορφες με εκείνη την ομορφιά που μόνο η μέσα χαρά δίνει.