Χαρίλαος Τρουβάς
Δοκιμάσαμε όλα τα ναργιλεδάδικα του κέντρου, σε μια βόλτα με μπόλικο καπνό, λουλά και τουμπεκί.
Μ΄ αρέσουν πολύ τα ναργιλεδάδικα της Αθήνας. Για τρεις λόγους: ο ένας, γιατί μου δίνουν μια ψευδαίσθηση ταξιδιού, τόσο χρήσιμη κι απαραίτητη τώρα που όλο και πιο δύσκολα πια θα μπορώ να ταξιδεύω. Ο άλλος, γιατί νιώθω μεγάλη συγγένεια με τους μετανάστες: μετανάστης κι εγώ – εσωτερικός, έστω – μισή ζωή στην Αθήνα, κι ακόμα ξένος. Καμιά ιδιοκτησία δε με δένει μ’ αυτό τον τόπο, και το μόνο που έχω καταφέρει είναι να αυτοσυντηρούμαι – κι αυτό με πολλή τσιγκουνιά, πια. Κι ο τρίτος - ή πρώτος; - λόγος: επειδή μ’ αρέσει ο ναργιλές.
Φωτο: Νίκος Κατσαρός.
Τα ναργιλεδάδικα της Αθήνας είναι σκορπισμένα σε τρεις γειτονιές: Πατήσια, Μεταξουργείο και Καλλιθέα. Καθεμιά από τις γειτονιές αυτές έχει το δικό της χαρακτήρα, το δικό της χρώμα, τους δικούς της ανθρώπους και τα δικά της μαγαζιά.
Ξεκινάω απ’ τα Πατήσια. Βγαίνοντας από το σταθμό «Άγιος Νικόλαος» του ηλεκτρικού, βρίσκομαι στην ομώνυμη πλατεία. Εφαπτόμενη στην Αχαρνών, η πλατεία είναι φυσικό να συγκεντρώνει πολλούς μετανάστες της περιοχής και αρκετές φορές, δυστυχώς, να βρίσκεται στο στόχαστρο των φασιστών.
Πρώτο μαγαζί που βρίσκω μπροστά μου είναι η «Σουλτάνα», με επιγραφή «παραδοσιακό ανατολίτικο καφενείο». Τη δουλεύει εδώ και δύο χρόνια ο Μισέλ, που στις αρχές του `90 ήρθε από την πόλη του Καβάφη. Εκτός από ναργιλέ, τσάι, καφέ και ποτά, φέτος ετοιμάζεται να δουλέψει και την κουζίνα. Λίγο παρακάτω, ο Αμπλατίφ Αλαουίς από τη Συρία, έχει το «Aleppo». Το μαγαζί βρίσκεται στο πλάι τ’ Αη Νικόλα, κι όταν η τηλεόραση παίζει μπάλα, πολλοί κάθονται στα σκαλάκια της εκκλησίας και βλέπουν, στήνοντας έτσι ένα πρόχειρο θερινό σινεμά.
Η πελατεία αυτών των δύο μαγαζιών είναι ένα κράμα, Άραβες, Βαλκάνιοι κι Έλληνες. Αυτό, καθώς και το ότι αυτά είναι τα μόνα ναργιλεδάδικα που βγάζουν τραπέζια πάνω σε πλατεία, τα κάνει εντελώς ξεχωριστά και ιδιαίτερα.
Παίρνω το τρένο, και επόμενη γειτονιά, το Μεταξουργείο. Βγαίνω απ’ το σταθμό και πιάνω τη Λεωνίδου από την αρχή της. Βρίσκω στ’ αριστερά μου τη «Lilalina» (προφέρεται «Λαϊλαλίνα»), που στα αιγυπτιακά σημαίνει «η δική μας νύχτα». Ο Αιγύπτιος Άχμετ έχει διαμορφώσει το χώρο έτσι ώστε να παραπέμπει περισσότερο σε καφετέρια παρά σε καφενείο, στοχεύοντας σε ένα κοινό πιο νεανικό. Εδώ, μια βραδιά του περασμένου χειμώνα, ήμασταν μεγάλη παρέα και κάποια στιγμή πεινάσαμε. Το μαγαζί δε σερβίρει φαγητό, «συνεργάζεται» όμως με σουβλατζίδικο της γειτονιάς, κι ο Άχμετ μας έδωσε προσπέκτους να κάνουμε την παραγγελία. Είναι το πιο πρωτότυπο ντελίβερι που παράγγειλα ποτέ: από μαγαζί σε μαγαζί!
Λίγο παρακάτω, Λεωνίδου και Κολωνού, βρίσκονται οι «Πυραμίδες της Αιγύπτου». Γωνία με μπουρδέλο, είναι από τα πιο hard core σημεία της Αθήνας, και ένα από τα πιο αυθεντικά ναργιλεδάδικα. Το μαγαζί το έχει εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Ιμέτ από τη Μανσούρ της Αιγύπτου και μαζί του δουλεύει κι ο ανιψιός του, ο Μουστάφα. Ο Ιμέτ φέρνει καπνό από την Αίγυπτο και το Ντουμπάι. Παλιά είχε και αλκοόλ, αλλά πριν πέντε χρόνια το `κοψε επειδή το θεωρεί αμαρτία, αλλά και για να μην κάνουν φασαρίες οι πιωμένοι πελάτες.
Έχω πολλά ν’ αφηγηθώ απ’ αυτό το μαγαζί, αφού κατά κάποιο τρόπο είναι στέκι μου. Άκουσα πολλή αράβικη μουσική εδώ μέσα κι ιστορίες αρκετών ανθρώπων. Κάποτε έκατσα παρέα με έναν Παλαιστίνιο, που μου μίλησε για την ομορφιά της Μεσοποταμίας και για τα ποιήματα του Νταρουίς. Εδώ γνώρισα και τον Άχμετ, έναν Ιρακινό φοιτητή. «Κάποιες νύχτες ο ουρανός της Αθήνας μού θυμίζει τον ουρανό της Βαβυλώνας», μου είπε μια τέτοια νύχτα που περπατήσαμε μαζί φεύγοντας.
Έζησα και διάφορες καταστάσεις εδώ, άλλες για γέλια, άλλες για κλάματα. Ένα απόγευμα, κι ενώ το Α13 «Ομόνοια – Κηπούπολη» κατέβαινε τη Λεωνίδου κι ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο έξω απ’ το μπουρδέλο τού έκλεινε το δρόμο, βγήκε ένα παιδί από το μαγαζί και, σκασμένο στα γέλια, φώναξε στον οδηγό, που κόρναρε εκνευρισμένος: «Γκαμάει τώρα!». Αλλά και τον καιρό της επιχείρησης «Αρετή» την περασμένη άνοιξη, είδα μπάτσους να μπουκάρουν στο σπίτι με τα λαμπάκια, να τις μαζεύουν, να τις χώνουν στο περιπολικό και να φεύγουν.
Έχει πολλή ζωή και πολύ ενδιαφέρον αυτή η γειτονιά της Αθήνας. Λες και βγήκε από το «Σοκάκι της αμαρτίας» του Μαχφούζ.
Φεύγοντας, λέω στον Ιμέτ ότι μια από τις επόμενες μέρες θα περάσω με ένα φωτογράφο για να τραβήξει φωτογραφίες για ένα περιοδικό και μου λέει χαμογελώντας: «Μαγαζί δικό σου είναι. Ό,τι θέλεις κάνε».
Αφήνω πίσω μου τις «Πυραμίδες της Αιγύπτου» και βγαίνω στην παράλληλη της Λεωνίδου, τη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο νούμερο 85 βρίσκεται η «Νούρα», που στα συριακά σημαίνει «Φωτεινή». Τη «Νούρα» την άνοιξε το 2006 ο Ηλίας Αντύπας, Έλληνας εκ Συρίας, δισέγγονος του θρυλικού επαναστάτη Μαρίνου Αντύπα! Ο συνονόματος παππούς του Ηλία – γιος του Μαρίνου – εγκαταστάθηκε τον προηγούμενο αιώνα στη Συρία, στην πόλη Αλέπο (ή Χαλέπι). Ο Ηλίας πριν έξι χρόνια αποφάσισε να επιστρέψει στη χώρα του παππού και του προπάππου του για οικονομικούς λόγους αλλά και για να μάθουν τα παιδιά του ελληνικά, αφού στη Συρία δεν υπάρχουν ελληνικά σχολεία.
Η «Νούρα», εκτός από τους ναργιλέδες της, φημίζεται και για την κουζίνα της, και ιδίως για τα φαλάφελ, που ο Γιάννης, ο γιος του Ηλία, παινεύεται ότι είναι τα καλύτερα της Αθήνας. Όπως οι «Πυραμίδες της Αιγύπτου», έτσι και η «Νούρα» βγάζει τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο και είναι ό,τι πρέπει για τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Από πελατεία έχει και Άραβες και Έλληνες, και άντρες και γυναίκες, σε αντίθεση με τα δύο άλλα μαγαζιά της γειτονιάς, όπου Έλληνες και γυναίκες σπανίζουν.
Δε βλέπω τόσην ώρα τον πάντα παρόντα Γιάννη και ρωτάω τον Ηλία πού είναι χαμένος. Μου λέει ότι αρχές Σεπτέμβρη έφυγε για το Λονδίνο, όπου θα παρακολουθήσει ελληνικό σχολείο και θα ακολουθήσει κατόπιν σπουδές εκεί. Ο Γιάννης ήταν η ψυχή του μαγαζιού – και αυτό το χειμώνα θα λείπει.
Κατεβαίνοντας τη Μεγάλου Αλεξάνδρου, σκέφτομαι πόσο περίεργο είναι που τα μαγαζιά αυτά συνυπάρχουν στην ίδια γειτονιά με τους πιο εναλλακτικούς και ψαγμένους καλλιτεχνικούς χώρους της Αθήνας, αλλά πάλι λέω ότι και τα καλύτερα ναργιλεδάδικα της Πόλης δίπλα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βρίσκονται. Οι μεγάλες πόλεις χωράνε τα πάντα.
Από τον Κεραμεικό παίρνω το μετρό, μετεπιβίβαση στον ηλεκτρικό του Μοναστηρακίου και κατεβαίνω στην Καλλιθέα. Μόλις βγω από το σταθμό, στην αριστερή μεριά βρίσκεται το «Άρωμα Ανατολής», που το άνοιξε πριν δύο χρόνια ο Σύριος Μπάσιμ Χαντίντ. Το μαγαζί λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο και από πελατεία έχει και μετανάστες και Έλληνες. Φέρνει καπνό fakher από το Ντουμπάι και ο Σάκης από τη Συρία περιποιείται «φυσικούς» ναργιλέδες σε μπανάνα, ανανά, πεπόνι, καρπούζι και μήλο – από τους καλύτερους «φυσικούς» που έχω δοκιμάσει. Του Σάκη του αρέσει να κάνει κάτι θεαματικά κόλπα περιστρέφοντας το μαγκάλι με τα κάρβουνα κι εμένα μ’ αρέσει που σ’ ένα πεζοδρόμιο της Καλλιθέας μπορείς να πετυχαίνεις τέτοιες εικόνες.
Μετά βγαίνω Θησέως και την κατεβαίνω με τα πόδια μέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας. Εδώ βρίσκονται μαζεμένα τρία μαγαζιά.
Απέναντι από το εκκλησάκι και πάνω στη Θησέως είναι η «Αl Sokareia», που στα αιγυπτιακά σημαίνει «Ζαχαρένια» και τη λειτουργεί εδώ και πεντέμισι χρόνια ο Μάγκντι. Το μαγαζί, που εκτός από ναργιλέ προσφέρει και αλκοόλ και φαγώσιμα, ξενυχτάει ως τις 5 τα ξημερώματα.
Ο Αντρέας, που ετοιμάζει τους ναργιλέδες και δουλεύει τα κάρβουνα, μου λέει ότι παλιά σε τέτοια μαγαζιά πήγαιναν κυρίως ξένοι, αφού οι Έλληνες είχαν μια προκατάληψη με το ναργιλέ, ταυτίζοντάς τον με τους τεκέδες και τα χασίσια. Οι νεότερες γενιές όμως κάνουν ναργιλέ απενοχοποιημένα. Γι’ αυτό, οι Έλληνες που μαζεύονται στο μαγαζί είναι κάτω των 30. Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει με τη γειτονιά κι έχει τρία ναργιλεδάδικα μαζεμένα και ο Αντρέας με πληροφορεί ότι από τους 300.000 κατοίκους της Καλλιθέας, περίπου 40.000 είναι Άραβες, που ήρθαν στην Ελλάδα από το 1980 και μετά.
Από την άλλη μεριά της Θησέως, πίσω από το εκκλησάκι, συναντώ το «Cairo Coffee», που το άνοιξε ο Αιγύπτιος Ναμπίλ πριν δύο χρόνια. Ο ίδιος εκτιμά ότι κατά 95% οι πελάτες του είναι Έλληνες, κάτι που επεδίωξε άλλωστε εξ αρχής. «Οι μετανάστες», μου λέει, «δε βγαίνουν έξω, δεν ξοδεύουν». Έτσι εξηγείται λοιπόν γιατί εδώ δεν έχω ακούσει ποτέ τα ατέλειωτα φωνήεντα της Φεϊρούζ, αλλά κυριαρχεί το πρόγραμμα του μουσικού καναλιού MAD. Το μαγαζί σφύζει από νεανικότητα και λαϊκότητα τύπου Μπουρναζίου.
Βγαίνοντας από το «Cairo Coffee» μπαίνω στο στενό που είναι παράλληλο στη Θησέως - Μεγαλουπόλεως λέγεται - και βρίσκομαι στις «Πυραμίδες». Το μαγαζί αυτό το άνοιξαν πριν έντεκα χρόνια δυο φίλοι από την Αίγυπτο, ο Άντελ και ο Άκραμ. Εδώ παίζει πότε ΜAD και πότε αράβικη μουσική και οι θαμώνες είναι μισοί – μισοί, με τους Άραβες να υπερτερούν κατά τη δική μου εκτίμηση. Εκτός από τους ναργιλέδες και τα φαγώσιμα σερβίρονται και πολύ ξεχωριστά γλυκίσματα και εδώ έχω πιει το ωραιότερο σαλέπι – με διαφορά.
Μαθαίνω ότι υπάρχουν και Πυραμίδες Νο 2 στις Τζιτζιφιές, στην οδό Πεισιστράτους 87, αλλά δεν προλαβαίνω να πάω απόψε. Είναι περασμένες 11 πια κι εγώ πρέπει να γυρίσω στους Αμπελόκηπους – την αλεξανδρινή «Μαχμουντία». Μετά τις 12, που σταματά η συγκοινωνία, δεν κυκλοφορεί φτωχός στην Αθήνα – ούτε χούντα να είχαμε. Εσείς, αν έχετε όχημα ή αν σας περισσεύουν χρήματα για ταξί, μπορείτε να συνεχίσετε για Τζιτζιφιές, Τουρκολίμανο, Καμίνια, Κορυδαλλό, Νίκαια, Ψυρρή, Πλατεία Εξαρχείων κι όπου αλλού σας αρπάξει απ’ τα ρουθούνια η ράθυμη μυρουδιά του ναργιλέ – ο Αντρέας που δουλεύει στην «Αl Sokareia» μου μαρτύρησε ότι υπάρχουν τριάντα ναργιλεδάδικα σε όλη την Αττική.
Και μην ξεχνάτε: κάποτε ο Τσαρούχης είπε ότι το σπίτι του Χρονά στην οδό Πανός στην Πλάκα ήταν «το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής». Βέβαια κι ο Σαββόπουλος είπε «εδώ είναι Βαλκάνια», κι ο Καραμανλής «ανήκομεν εις την Δύσιν», κι ο Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» - το ίδιο λένε τώρα κι οι φασίστες. Διαλέγετε ό,τι σας κάνει.